αποσπασμα από το
κειμενο:
Κοινοτήτα και κοινότητες αναφορας
Κοινότητα και Κοινωνία: περιοδολόγηση
Αρχικά, υπάρχουν κοινότητες "πρωτόγονες" ή "φυσικές". Δεν υπάρχουν με τρόπο ξεχωριστό από τα
μέλη τους. Εκδηλώνουν την ενότητά
τους χωρίς να γεννήσουν μια ανώτερη ενότητα διαχωρισμένη, και αυτό, παρόλο που
μπορεί να υπάρχουν, μέσα τους, οι αρχηγοί, τα συμβούλια των γερόντων κ.ά.. Η εξουσία, το κράτος δεν υπάρχουν. Εάν τα μέλη είναι ιεραρχικά, είναι
περισσοτέρο από φυσικούς προσδιορισμούς και μοναδικότητες 3 παρά κοινωνικούς. Οι ανισότητες των στάτους δεν έχουν
βιωθεί σαν τέτοιες, ιδίως επειδή αυτά τα στάτους είναι κυμαινόμενα (π.χ. σε
συνάρτηση με την ηλικία). Είναι
μόνο αντικείμενο ατομικών συγκρούσεων.
Σε αντίθεση με ότι λέγεται συχνά, το άτομο υπάρχει ήδη σε αυτές
τις κοινότητες, διότι το άτομο είναι ένα δεδομένο του ανθρώπου και το λάθος που
συνήθως διαπράττεται οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το δεδομένο δεν είναι μια
ουσία, αλλά συνιστά το σημείο εκκίνησης για οποιαδήποτε συναισθηματική ή διανοητική
κατανόηση των διαδικασιών αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπου και φύσης 4. Αλλά αν η κοινοτική εξατομίκευση
φαίνεται ανύπαρκτη είναι γιατί η πρακτική αυτονομία του ατόμου εξακολουθεί να
είναι πολύ χαμηλή, περιορίζεται από την απαραίτητη συμμετοχή όλων στη ζωή μέσα
στη φύση. Το κοινωνικό εκφράζεται στους κανόνες και τις συμβολικές δομές όπου
τα μέλη της κοινότητας αυθόρμητα συμμορφώνονται όπως και με τους νόμους της
φύσης. Η θεσμοθέτηση του
κοινωνικού δεν γίνεται ακόμα παρά λίγο αισθητή5 .
Η επέκταση του εμπορίου, η ανάπτυξη του πλεονάσματος έως τότε
άγνωστο ή «σπαταλούμενο», η ατομική ιδιοποίηση του πλεονάσματος, η κυριαρχία
μέσω της καταναγκαστικής εργασίας, έχουν διαδοχικά ή από κοινού προταθεί ως
εξήγηση για τη διάλυση αυτών των κοινοτήτων, διάλυση η οποία σηματοδοτεί την
έναρξη των "ιστορικών κοινωνιών».
Οι κοινωνίες που αναπτύσσονται έτσι, το κάνουν εναντίον των
προηγούμενων κοινοτήτων σε διάλυση, δεδομένου ότι είναι οργανικές μονάδες των
οποίων πρέπει να καταστρέψουν τα θεμέλια, αλλά χωρίς να εμποδίζεται η διατήρηση,
μέσα τους, των μερικών κοινοτήτων: φυλετικές κοινότητες, οικογενειακές, των
χωριών. Σε αυτές τις μερικές κοινότητες, εξακολουθεί να υπάρχει ταυτότητα
μεταξύ των μελών και η ενότητα αντιπροσωπεύεται από την κοινότητα, αλλά,
πρώτον, η Αρχή η οποία δεν είναι ακόμα μια πηγή εξουσίας με τη σύγχρονη έννοια,
θεσμοθετείται ως διασύνδεση και αναπαράσταση της ενότητας, ως αρχή και πρακτική
της ενότητας της κοινότητας στο πρόσωπο του αρχηγού της φατρίας, της φυλής, του
αρχηγού του χωριού, του πατριάρχη, και, δεύτερον, αυτές οι κοινότητες έχουν
γίνει ενδιάμεσα μέλη μιας ανώτερης και διαχωρισμένης ενότητας: της κοινωνίας. Η κοινωνία αυτή δεν λαμβάνει ακόμη τη
σύγχρονη μορφή, διότι βασίζεται τελικά σε ένα είδος πυραμίδας των επιμέρους
κοινοτήτων και η Αρχή είναι ακόμα πολύ παραδοσιακή (συνεδρίαση των πολέμαρχων, των
αρχηγών της οικογένειας, των αρχηγών της φυλής). Η υποταγή προς την εν λόγω Αρχή, συναρτάται
με την κοινοτική αναφορά και τους κανόνες της, που παραμένουν εντός μιας μεταβατικής
κοινωνίας που οργανώνει τις κοινότητες που την απαρτίζουν 6 . Αυτό
θα ανοίξει το δρόμο στη Δύση, στον φεουδαρχικό κόσμο, σε μια κοινωνία θεμελιωμένη
στις κοινωνικο-πολιτικές κοινότητες με βάση τη φυλή και την φατρία, γεγονός που
εξηγεί μια ισχυρή και πρώιμη ανάπτυξη της εξατομίκευσης, μέσα στα όρια των
σχέσεων της υποτέλειας και της δουλοπαροικίας που αποτελούν τις κοινωνικές
σχέσεις τις. Στη σλαβική περιοχή αντίθετα,
η φεουδαρχική κοινωνία βασίστηκε σε κοινότητες που σχετίζονται με τη γη και την
οικογένεια. Αυτά τα διαφορετικά
χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να καθυστερήσουν ή ακόμα να μπλοκάρουν την
πραγμάτωση του ατόμου, γεγονός που εξηγεί τη βιωσιμότητα της αγροτικής
κοινότητας σε αυτές τις περιοχές (τα ρωσικά
Mir για παράδειγμα) και τη σημερινή
ρωσική δυσπιστία ενάντια στην επιβαλλόμενη ανάπτυξη της "οικονομίας της
αγοράς ".
Μπορούμε να προσδιορίσουμε την έλευση της νεωτερικής κοινωνίας
κατά την περίοδο που εκτείνεται από τον XVI ο έως τον XVIII ο αιώνα (αν παραβλέψουμε το διάλειμμα που
έχει ήδη προκληθεί από την ελληνική πόλη). Αυτή
η νεωτερική κοινωνία δεν βασίζεται πλέον κατά κύριο στην υποταγή στην Αρχή και σε
άκαμπτους κανόνες, αλλά στην συναίνεση. Η
συναίνεση αυτή παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή της σύμβασης. Αυτή η σύμβαση έχει ως μοντέλο την
ελεύθερη ένωση των ιδιοκτητών και οι μη ιδιοκτήτες αποκλείονται. Αυτό το μοντέλο που θα καθορίσει τις
πολιτικές μορφές του νεωτερικού κράτους (φιλελεύθερη κοινοβουλευτική μοναρχία, δημοκρατία),
θα επιβληθεί επίσης σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και για παράδειγμα
στην σύμβαση της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερη μορφή ανταλλαγής μεταξύ δύο προσώπων
που θεωρούνται ελεύθερα, συγκαλύπτοντας έτσι την θεμελιώδη ανισότητα στη βάση αυτής
της σύμβασης.
Η σύμβαση και η ανταλλαγή, η αγορά, είναι τα θεμελιώδη στοιχεία αυτής
της νεωτερικής κοινωνίας, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύουν τα μέσα και τους τόπους
μέσω των οποίων πραγματοποιείται η ενότητα μεταξύ των μεμονωμένων ατόμων και
της κοινωνίας. Είναι οι
διαμεσολαβήσεις που επιτρέπουν στα διαχωρισμένα άτομα να δράσουν για τον εαυτό
τους, για τα δικά τους συμφέροντα, ενώ έχουν την εντύπωση ότι ενεργούν για το
σύνολο της κοινωνίας. Αυτή η υπόθεση
είναι στη βάση της αγγλικής φιλοσοφίας του
xviiiου αιώνα, στη βάση της σκέψης του Άνταμ Σμιθ στο βιβλίο του σχετικά
με την προέλευση του πλούτου των εθνών.
Η «κοινωνία της σύμβασης» συνδυάζει στενά την ατομική σύμβαση και
την κοινωνική σύμβαση. Ατομική
σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων, στη βάσει της ελευθερίας του συμβαλλομένου και της
ισότητας των συμβαλλομένων, των οποίων στόχος είναι να λάβουν ένα αμοιβαίο
όφελος, αλλά αυτή η ατομική σύμβαση εντάσσεται ταυτόχρονα στο ευρύτερο πλαίσιο ενός
γενικού κοινωνικού συμβολαίου που διέπει τους διάφορους τύπους των ιδιαίτερων συμβάσεων. Στο βαθμό που αυτή η κοινωνική σύμβαση
συμβολίζεται από το κράτος, είναι αυτό το τελευταίο που είναι υπεύθυνο για την
επαλήθευση της συμμόρφωσης των διαφόρων ιδιωτικών συμβάσεων με το γενικό
μοντέλο. Δεδομένου ότι το κράτος
υποτίθεται ότι θα διαιτητεύσει τις πιθανές συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία,
αποτελεί πάντα έναν συμβιβασμό μεταξύ των συμφερόντων που μπορεί να αποκλίνουν
ακόμη και αν, στη συνείδηση της κυρίαρχης
τάξης της εποχής, της αστικής τάξης, αυτός ο συμβιβασμός δεν φαίνεται ως
τέτοιος, αλλά περισσότερο ως αναπαράσταση του κοινού καλού. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία ...
Η κυρίαρχη πολιτική μορφή, σταθερή, αυτής της «κοινωνία της
σύμβασης», είναι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η κοινωνική γενικότητα πρέπει να αντιπροσωπεύεται
από αφαιρέσεις: το κράτος, το Έθνος 7 . Η
κοινωνία εμφανίζεται ως αντιπαράθεση των επιπέδων της εξουσίας, από το πιο
συγκεκριμένο στο πιο αφηρημένο, από το ειδικότερο στο γενικότερο, ως ένας ιστός
διαμεσολαβήσεων. Η κοινωνία είναι
ταυτόχρονα ξένη και πανταχού παρούσα, ακόμη και αν αυτή μπορεί να είναι
αντικείμενο αντιπαράθεσης: έτσι, υπάρχουν απόψεις και υπάρχουν συζητήσεις για
το καλύτερο ή το λιγότερο κακό είδος κοινωνίας. Υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα, υποθέσεις
σχετικά με τον ιδανικό τύπο της κοινωνίας. Αντίθετα,
αυτό το είδος συζήτησης δεν μπορεί να αφορά την κοινότητα: δεν μπορεί να
υπάρξει "κακή" κοινότητα.
Αυτή η «κοινωνία της σύμβασης» βρήκε την πλήρη ανάπτυξή της στην
καπιταλιστική κοινωνία, όχι επειδή είναι η κατάλληλη μορφή για την ανάπτυξη των
συμβάσεων (αυτό ήταν γεγονός στην οικονομία της αγοράς από τον XVI ο έως τον XVIII ο αιώνα), αλλά
επειδή ότι η καπιταλιστική κοινωνία έχει τη δύναμη και την ικανότητα να
οργανώνεται σε σύστημα που διαμεσολαβεί όλες τις κοινωνικές σχέσεις και είναι
επίσης ο ισχυρότερος παράγοντας διάλυσης των παλαιών κοινοτήτων που συνάντησε 8 . Πράγματι,
σε αντίθεση με άλλες κοινωνίες που προηγήθηκαν, δεν μπορεί να ανεχθεί τους προγενέστερους
τρόπους διαβίωσης και της παραγωγής, διότι δεν γνωρίζει παρά μόνο ότι η
δυναμική των διαδικασιών και η αναπαραγωγή της πρέπει να είναι όλο και πιο
διευρυμένες. Είναι με κάθε
καλοπιστία, εξάλλου, που κάνει αυτή την εκκαθάριση των κοινοτήτων, που τις αποκαλεί
αρχαϊκές, επειδή αυτή η εκκαθάριση θεωρείται ως προϋπόθεση για την Πρόοδο. Αλλά η διατήρηση ισχυρών κοινοτήτων
θεωρείται εμπόδιο στην αναγκαία απόκτηση των αξιών και της καπιταλιστικής
νοοτροπίας. Θα πρέπει να σημειωθεί
ότι αυτό το μύθο της Προόδου και την κατανόηση της διαδοχής των τρόπων
παραγωγής (δουλεία, φεουδαρχία, καπιταλισμός), ως μέρος μιας προοδευτικής
ιστορικής αντίληψης, την συμμερίστηκαν τόσο η αστική τάξη όσο και η εργατική
τάξη. Μαζί, πραγματοποίησαν ή
επικύρωσαν την κίνηση που μόλις περιγράψαμε.
Αυτή η κατάσταση άλλαξε από τη στιγμή που η αφαίρεση του
συστήματος γίνεται τέτοια ώστε να διαχωρίζει από την μια πλευρά, μια κοινωνία
που χαρακτηρίζεται από τεχνική πολυπλοκότητα και γραφειοκρατική αδιαφάνεια, και από την άλλη
ένα δημοκρατικό άτομο που φαίνεται αποκομμένο από κάθε κοινωνικό δεσμό. Το καπιταλιστικό σύστημα τείνει επομένως
να εξαλείψει τις διαμεσολαβήσεις, τις σχέσεις που επέτρεψαν την εκτέλεση της
πληθώρας των μικρο-συμβάσεων που το υπηρέτησαν στην μέχρι τώρα διαμόρφωσή του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει
υποχώρηση, πραγματική ή αντιληπτή ως τέτοια, αυτών των δεσμών που τα νεωτερικά
άτομα δεν εμφανίζονται συγκεκριμένα πλέον να συνδέονται παρά με μια αδύναμη
συναίνεση που τα οδηγεί να συνδέονται άμεσα με το κράτος.
Ωστόσο, το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αναπαραχθεί στην
καθαρή αφαίρεση και είναι υποχρεωμένο να επανεγχύει συνεχώς το κοινωνικό, ακόμα
και αν αυτό είναι μόνο κοινωνικά σκουπίδια 9 . Πρέπει
ως εκ τούτου, μέσω της διαμεσολάβησης του κράτους, των ΜΜΕ, των μεγάλων
επιχειρήσεων, των ενώσεων, να επανεγχύεται στην κοινωνία το κοινωνικό στο
πλαίσιο των δράσεων που μπορεί να αντιφάσκουν ή να αντιτίθενται σε αυτό στο
οποίο φαίνεται να οδηγεί, δηλαδή σε ένα διαχωρισμό διαρκώς αυξανόμενο μεταξύ
ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, στην μείωση των ατόμων στον εαυτό τους ... Πρέπει επίσης να ενισχύσει τις μορφές κοινωνικής
συνείδησης και την συλλογική πρακτική που θεωρούνται χαμένες. Είναι έτσι από μια πολύ ιδιαίτερη
αντιστροφή, το ότι οι εκπρόσωποι της δημοκρατικής κοινωνίας μιλούν για το
"έλλειμμα δημοκρατίας" ... όχι
τόσο από την πλευρά της κοινωνίας, αλλά από την πλευρά των ατόμων! Παρά την
απομόνωση και την απόσυρσή τους πρέπει να πειστούν ωστόσο ότι είναι ένα "συμμετοχικό κομμάτι" του Όλου που
έχει το όνομα κοινωνία. Αυτό το "συμμετοχικό
κομμάτι" είναι ένα χαρακτηριστικό της λειτουργίας της νεωτερικής κοινωνίας
και του είδους των κοινωνικών δεσμών που αναπτύσσει, αντιτίθεται στο «κοινό για
όλους» που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως σύνθημα για τους κοινοτικούς δεσμούς. Η παλιά μορφή της Πολιτικής και του
κράτους είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της με την ένωση των τάξεων και
πραγματοποιήθηκε στις χώρες από τις σοσιαλδημοκρατίες, τους φασισμούς, τους
κομμουνισμούς και, τώρα, με την υποχώρηση του ατόμου στην ιδιωτική σφαίρα
εμφανίζεται μια ρήξη μεταξύ του τι είναι αλήθεια στην κοινωνία και του τι είναι
αλήθεια για το άτομο. Η κρίση της
πολιτικής και της ιδιότητας του πολίτη, η ενεργός μορφή της σχέσης που
διατηρούν τα άτομα με την εξουσία, είναι ένα φαινόμενο πολύ ορατό. Στην εποχή ενός κράτους που έχει
σπάσει πρακτικά σχεδόν όλους τους πολιτικούς δεσμούς με τον κόσμο που έζησαν οι
άνθρωποι, ο πολίτης δεν είναι πλέον παρά μια λέξη. Ο συμβιβασμός μεταξύ ατομικότητας και
κοινωνικότητας που εκφράζεται ακόμα με τις παλιές μορφές (συμβάσεις, αστικός χώρος) έδωσε τη θέση του στο κενό,
από την μια πλευρά μια ατομικότητα που όλα κάνουν κύκλους, από την άλλη μια
αντικειμενοποιημένη κοινωνικότητα που συχνά παίρνει τη μορφή της διοικητικής πίεσης
(το κράτος ως μία συσκευή, μηχανή, είναι πανταχού παρόν) και της οικονομικής
αναγκαιότητας («Παγκόσμια Τάξη»). Είναι
για να καλυφθεί αυτό το κενό, χωρίς αμφιβολία, που ακούγονται συνεχώς
συζητήσεις σχετικά με την ανάγκη για μια «νέα ιδιότητα του πολίτη», για την
ανάγκη κατάρτισης των πολιτών, κλπ.. Όσο
περισσότερο το κράτος "ολοποιεί" την κοινωνία, τόσο περισσότερο την αγνοεί
και την κάνει εξαφανιστεί ως «Κοινωνία των Πολιτών», αλλά και πάλι τότε
επιδιώκει, για αντιστάθμισμα, να επαναφορτιστεί καλώντας τα μέλη αυτής της αφαιμαγμένης
κοινωνίας των πολιτών, έτσι ώστε να συμμετέχουν σε ένα εξανθρωπισμό της Πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου