αποσπασμα
από το κειμενο:
Η
πολιτικη εναντια στην ηθικη (2 απο 3)
Φεβρουάριος
του 1999 ,
Ενάντια σε μια ηθική κριτική
17Η εξαφάνιση κάθε πολιτικής στιγμής είναι μια νίκη της
ολοκληρωμένης δημοκρατίας. Προωθώντας την έκφραση και την υπεράσπιση
των συμφερόντων, εκτονώνει οποιαδήποτε πολιτική κριτική. Επίσης, δεν
επιτρέπει οποιαδήποτε πολιτική δράση, όχι απαγορεύοντάς την ρητά αλλά αντίθετα
πιέζοντας να μετατραπεί σε απλή κοινωνική δράση υπέρ ενός οποιουδήποτε
πληθυσμού. Δίνει τη δυνατότητα στα κοινωνικά
συμφέροντα να εκφραστούν χωρίς να αμφισβητούν την κοινωνία όπως αυτή υπάρχει. Η ενσωμάτωση των
συμφερόντων δεν γίνεται ούτε από χειραγώγηση (από την πλευρά της δημοκρατίας), ούτε
από προδοσία (από την πλευρά των πρώην
«διαφωνούντων»). Γίνεται μέσα από ένα μεγάλο άνοιγμα του πλαισίου του
κράτους και του δημοκρατικού παιχνιδιού στις διάφορες κοινωνικές απόψεις, από
την στιγμή που αυτές δεν αμφισβητούν την κοινή άποψη, δηλαδή, την υπεροχή του
κοινωνικού.
18Αυτό το χαρακτηριστικό της ολοκληρωμένης δημοκρατίας καθιστά
εξαιρετικά αδύναμες τις κριτικές που, κατά γενική ομολογία, φαίνεται, από την
πλευρά τους, ότι «παίζουν το παιχνίδι» με αποφασιστικότητα. Είναι πράγματι αρκετά
αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις κριτικές απόψεις, που είναι
νοσταλγικές (υποστηρικτές της επιστροφής στο κράτος παραγωγό της κοινωνίας εν
συντομία) ή εναλλακτικές (φεμινισμός, αντισπισισμός, οικολογία, τραγουδιστές
της εθνότητας κατά της παγκοσμιοποίησης), συναντιούνται, στην κοινή απόρριψη
της πολιτικής με την έννοια που της δίνω εδώ. Όχι ότι η άρνηση
αυτή υποστηρίζεται. Αντίθετα, η τάση είναι μάλλον να δηλώνεται
είτε "μια επιστροφή στην πολιτική» είτε ότι «όλα είναι πολιτική». Οι θέσεις περί
«επιστροφή της πολιτικής» είναι γνωστές και δημοσιοποιημένες και τελικά καρικατούρες
ώστε να μην αξίζουν να αναπτυχθούν εκτεταμένα. Πίσω από αυτή την
"πολιτική" είναι στην πραγματικότητα μια επιστροφή στο κράτος. Στο εθνικό κράτος
ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, στο κράτος που προωθεί την παραγωγή ενάντια σε
οτιδήποτε χρηματιστικό, στο Ρεπουμπλικανικό κράτος ενάντια στο κοινωνικοποιημένο
κράτος. Φυσικά, προτείνεται επίσης μια επιστροφή
στην ιερή-άγια ιδιότητα του πολίτη, αλλά είναι μόνο μια παράκαμψη μέσω του μύθου,
η φιγούρα του πολίτη που συμμετέχει στη ζωή της πόλης δεν έχει καμία ιστορική
αλήθεια και δεν είναι παρά μια ιδεολογική σάλτσα της κυριαρχίας του
έθνους-κράτους. Η επιστροφή του πολίτη είναι είτε η
επιστροφή στην «υπευθυνότητα του πολίτη» (civisme) - μια ηθική του
κράτους – είτε μια μεγαλύτερη συμμετοχή των ατόμων σε θέματα που τους αφορούν
ως ιδιώτες (η συνοικία, οι παιδικοί σταθμοί, κλπ), και συνεπώς μια επιβεβαίωση
ακόμα πιο μεγάλη του κοινωνικού. Παραδόξως, οι
επικριτές των περιπλανήσεων του κοινωνικοποιημένου κράτους γίνονται μερικές
φορές θαυμαστές του και σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να ζητήσουν μια
πραγματική συμμετοχή στις πολιτικές αποφάσεις εκτός της καθολικής ψηφοφορίας. Το κράτος
εμφανίζεται έτσι ως εξωτερικός παράγοντας στις διαδικασίες που οδήγησαν στη
σημερινή κατάσταση ως διαιτητής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, αν και
επηρεάζεται επίσης από τις δυνάμεις του κακού. Για τον Dominique
Meda, η λύση στην κρίση της εργασίας περνά μέσα από μια «μεταρρύθμιση του
κράτους», για άλλους πρέπει το κράτος να επιβληθεί σε σχέση με τις δυνάμεις του
χρήματος ή να αποκαταστήσει τις δημόσιες υπηρεσίες ... αφού τις έχει αμφισβητήσει. Είναι λίγο σαν όλος
ο κόσμος να έχει εστιάσει στο γεγονός ότι «το κράτος είμαστε εμείς» (η
κοινωνικοποίηση του κράτους), ενώ αρνείται να δει ότι αυτή η κοινωνικοποίηση
είναι ιεραρχική, ότι ομάδες συμφερόντων δεν έχουν την ίδια δύναμη και ως εκ
τούτου ότι το κράτος δεν είναι απλώς ένας διαιτητής. Αν υποστηρίζεται (με
άλλες δομές, όπως είναι οι εταιρείες) από την αναπαραγωγή των ατόμων, εάν
αντιπροσωπεύει φαινομενικά το δημόσιο συμφέρον μέσω του ρόλου του στις δημόσιες
υπηρεσίες, είναι πάνω απ’ όλα το διακύβευμα των αγώνων των συμφερόντων . Πώς να ζητηθεί από
το κράτος να αναιρέσει αυτό που συνεισφέρει κάθε μέρα για να δημιουργήσει και
το οποίο αντιστοιχεί περίπου με την ισορροπία των
κυρίαρχων συμφερόντων; Η προώθηση της ιδέας
ενός δημόσιου συμφέροντος σήμερα περνά από μια κριτική του κράτους και όχι από
την έκκληση για την επιστροφή του.
19Για τους υποστηρικτές του «όλα είναι πολιτική» που βρίσκονται στην
πλειοψηφία στο ελευθεριακό κίνημα, ότι και αν βρίσκεται στην ιδιωτική σφαίρα,
της οικειότητας - σεξουαλικότητα, τρόποι διατροφής, πολιτιστικές συνήθειες - περιέχουν
ένα πολιτικό στοιχείο. Η σεξουαλική επιλογή δεν είναι μια
σεξουαλική επιλογή είναι πάνω απ 'όλα μια πολιτική επιλογή επειδή το να είναι κάποια-ος
λεσβία ή ομοφυλόφιλος δεν είναι πολιτικά το ίδιο με το να είναι ετεροφυλόφιλος. Διαφορετικά, το να
είναι λεσβία ή ομοφυλόφιλος συνεπάγεται μια αλλαγή στις σχέσεις ισχύος μεταξύ
των ατόμων. Ομοίως, δεν νομίζω ότι κάνω λάθος λέγοντας
ότι οι αντισπισιστές θεωρούν ότι μη τρώγοντας τα ζώα πρέπει να αλλάξουμε τις
κοινωνικές σχέσεις. Βρισκόμαστε εδώ στον κοινωνικό αμεσοτισμό που
υποθέτει τον αυτοματισμό της κοινωνικής αλλαγής από τη μετατροπή των ατόμων
στην αληθινή φύση τους (όπως στην μυστικιστική οικολογία) ή από ένα υψηλότερο
επίπεδο συνείδησης αντιπατριαρχικής ή αντισπισιστικής 15. Εγκαταλείψετε τον
καταναλωτισμό, σεβαστείτε τη φύση, αποκηρύξτε την πατριαρχία, είναι μεταξύ
άλλων μετατροπές που πρέπει να ενεργοποιηθούν, μαζί ή ξεχωριστά. Ωστόσο, δεν υπάρχει
καμία εγγύηση ότι ένας homo δεν μπορεί να είναι macho, ότι μια λεσβία δεν
μπορεί να διατηρήσει σχέσεις κυριαρχίας "πατριαρχικής" φύσης με τη
σύντροφό της. Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ένας
χορτοφάγος είναι λιγότερο αυταρχικός ή βίαιος από έναν που τρώει κρέας ή ακόμη
ότι ένας καταναλωτής βιολογικών προϊόντων είναι περισσότερο ή λιγότερο κριτικός
έναντι της σημερινής κοινωνίας απ’ ότι ένας καταναλωτής λάμδα 16 . Αυτό ισοδυναμεί
ουσιαστικά στο να κρίνουμε τους ανθρώπους σύμφωνα με τις προτιμήσεις και τα
ενδιαφέροντά τους (π.χ. ενδιαφέρον για την υγεία τους ή όχι) και όχι με αυτό
που είναι οι πράξεις τους, οι σκέψεις τους, κλπ..
20Για μένα, αυτός ο αμεσοτισμός είναι αντίθετα το σημάδι της
εγκατάλειψης της πολιτικής ως μια καθοριστική στιγμή για τον προσδιορισμό της
"συμβίωσης" έξω από τα συμφέροντα και τις προσωπικές προτιμήσεις. Στο πλαίσιο αυτό,
στην πραγματικότητα, οι προσωπικές προτιμήσεις και συμφέροντα θα πρέπει να
επιστρέψουν στην ιδιωτική σφαίρα, από τη στιγμή, φυσικά που δεν θίγουν τους
κανόνες της κοινής ζωής. Τα ζητήματα της
εξουσίας δεν μπορούν να αφορούν παρά μόνο τη δημόσια σφαίρα, η οποία εξ ορισμού
επηρεάζει το σύνολο των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα,
λέγοντας ότι τα πάντα είναι πολιτική, σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχουν για όλους
τους τομείς της κοινωνικής ζωής, τα κοινωνικά πρότυπα που η θεσμική εξουσία
πρέπει να καθορίσει, με βάση τα υπάρχοντα κοινωνικά συμφέροντα και ότι αυτά τα
πρότυπα θα πρέπει να επιβληθούν στην κοινωνία . Δεν είναι τίποτε περισσότερο
ή λιγότερο από ότι κάνει η θεσμική εξουσία στο κοινωνικοποιημένο κράτος. Το γεγονός της
αντιμετώπισης συστηματικά των ζητημάτων των προσωπικών προτιμήσεων και συμφερόντων
ως πολιτικά προβλήματα και επομένως ως προβλήματα της εξουσίας εμποδίζει στην
πραγματικότητα αυτές τις κριτικές να φέρουν μία πολιτική τοποθέτηση και γίνονται
συνήθως ασυνείδητα σύμμαχοι της εξουσίας, δηλαδή όλων των θεσμικών δομών της
κυριαρχίας (κράτη, εταιρείες). Μακριά από το να είναι επιτιθέμενο, το
κράτος εμφανίζεται πολύ συχνά ως σύμμαχος κατά τη διαδικασία μετατροπής. Πράγματι, οι εξουσίες
στις οποίες επιτίθενται οι επιχειρήσεις της μετατροπής είναι κοινωνικές και όχι
πολιτικές (εξουσία των ανδρών πάνω στις γυναίκες, των καταναλωτών και των
κρεατοφάγων ενάντια στους ασκητές και τους χορτοφάγους, των ετεροφυλόφιλοι
ενάντια στους ομοφυλόφιλους, κλπ..), αυτό που πρόκειται να μετατραπεί είναι
"οι άνθρωποι" και όχι η εξουσία. Στοχεύοντας τις
πολλαπλές εξουσίες που συνυπάρχουν - τις εξουσίες των ανδρών πάνω στις
γυναίκες, των ενήλικων πάνω στα παιδιά, των λευκών πάνω στους μαύρους, των
κατοίκων των πλούσιων χωρών πάνω σ’ αυτούς των φτωχών χωρών - ο στόχος - η
θεσμοθετημένη εξουσία - είναι χαμένη. Οι διαφορές στη φύση
μεταξύ των δύο, όμως, είναι βαθιές. Ο κατάλογος των είναι
εξουσιών ατελείωτος 17 , ενώ η θεσμική εξουσία
συνίσταται από περιορισμένες λογικές,
συγκεκριμένους τόπους στους οποίους εξασκείται, καθορισμένες διαδικασίες. Εδώ είναι απαραίτητο
να γίνει μια διάκριση μεταξύ των «κοινωνικών σχέσεων (rapports) » που συνθέτουν
τις περισσότερο ή λιγότερο σταθερές δομές και το πλήθος των κοινωνικών σχέσεων (relations) στο οποίο
«κολυμπούν» οι πρώτες. Για να δώσω μερικά παραδείγματα η μισθωτή
σχέση ή οι σχέσεις της τάξης ή των καστών είναι οι «κοινωνικές σχέσεις (rapports)», η φιλία και η
αγάπη είναι κοινωνικές σχέσεις (relations). Οι πρώτες έχουν,
λόγω της δομικής πτυχής τους, έναν βαθμό προβλεψιμότητας, ενώ οι κοινωνικές
σχέσεις (relations) είναι σε ένα πεδίο ανεξέλεγκτο και
εκφράζουν όλη την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Φυσικά, οι δύο
περιοχές δεν είναι κλειστές. Αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια «κοινωνική
σχέση (rapport)» - η σχέση λευκού/ μαύρου την εποχή της
δουλείας (στο Δυτικό κόσμο) - προκαλείτε σήμερα από την κοινωνική σχέση (relation): καμία δομή δεν απαιτεί
από τους λευκούς να περιφρονούν τους μαύρους, ακόμη και αν έχει γίνει αδίκημα. Αντίθετα, μια «κοινωνική
σχέση (rapport)» μπορεί να παρακαμφθεί από τις
κοινωνικές σχέσεις (relations). Ευτυχώς, οι
κοινωνικές σχέσεις (relations) επιτρέπουν στα άτομα να ξεφύγουν από την
θεσμική εξουσία, ακόμα και σε ολοκληρωτικά συστήματα. Η ιδέα μιας καθαρά
τυπικής άσκησης της εξουσίας, μέσω των διαδικασιών και ανεξάρτητα από τις
κοινωνικές σχέσεις (relations) είναι μυθοπλασία. Είναι πάντως αλήθεια
ότι οι δύο τομείς παραμένουν χωριστοί. Μπορούμε να
θεωρήσουμε ότι στις κοινωνικές σχέσεις (relations) ο χώρος είναι
ανοικτός, υπάρχει άμεσα μια κάποια δημιουργικότητα, ενώ στον τομέα των «κοινωνικών
σχέσεων (rapports)», η ύπαρξη μιας θεσμικής εξουσίας κάνει
πολύ χαμηλότερα τα περιθώρια ελιγμών. Είναι δύσκολη η διαφυγή
από την θεσμική εξουσία, διότι δεν βασίζεται εξ ολοκλήρου στην εξουσία των ατόμων.
21Στο πλαίσιο αυτής της διάκρισης, είναι πλέον σαφές ότι οι
λεγόμενες εξουσίες της κυριαρχίας εμφανίζονται κατά κύριο λόγο στον τομέα των
κοινωνικών σχέσεων (relations). Από τη σκοπιά της
θεσμικής εξουσίας ο αντισεξισμός, η αντιομοφοβία, ο αντιρατσισμός, η αντίθεση
στην κακοποίηση των ζώων έχουν γίνει τα πρότυπα που επιτρέπουν να ξεφύγουμε από
τις εξουσίες. Μπορούμε να αντισταθούμε στην εξουσία των
σεξιστών, των ομοφοβικών και των ρατσιστών διότι αυτές οι συμπεριφορές έχουν
γίνει προσωπικές, μη περιλαμβανόμενες πλέον στις δομές (είναι αντίθετα
παράνομες), αλλά στο σώμα των κοινωνικών σχέσεων (relations). Το ζήτημα είναι επομένως
αυτό μιας αντιπαράθεσης μεταξύ των ατόμων στην καθημερινή ζωή και η
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα καλά και στα κακά γίνεται πολύ πιο δύσκολη. Υπάρχουν γυναίκες αντι-φεμινίστριες
και άνδρες μη σεξιστές. Και η ύπαρξη αυτών των συμπεριφορών είναι
λόγω του βάρους των κοινωνικών σχέσεων (relations) που δεν μπορούμε
ποτέ να θεσμοθετήσουμε ή να χαράξουμε με μια μονοκονδυλιά - σε αντίθεση με τις «κοινωνικές
σχέσεις (rapports)».
22Η ηθικίστικη κριτική συναντά την λειτουργία του κοινωνικοποιημένου
κράτους που είναι να ενσωματώνει και να ιεραρχεί τα διάφορα συμφέροντα που
έχουν την ικανότητα να επιβληθούν. Τα παραδείγματα αφθονούν
για τον πρωτοποριακό χαρακτήρα των εξουσιών. Είναι η κυβέρνηση που
στηρίζει τις διάφορες εκδοχές του «γάμου» των ομοφυλοφίλων ενάντια στις
προκαταλήψεις της Γαλλικής επαρχίας. Με τον καθορισμό των
ποσοστώσεων για την απασχόληση των γυναικών, τα κράτη και οι μεγάλες
επιχειρήσεις είναι συχνά πολύ πιο φεμινιστικά από το γαλλικό μέσο όρο. Πρωτοβουλίες για την
προστασία του περιβάλλοντος του αέρα και του νερού προέρχονται από το κράτος -
φυσικά όταν θα έχει αναγνωρίσει την κοινωνική χρησιμότητα τους - και τις
μεγάλες επιχειρήσεις - όταν βέβαια αυτές έχουν αναγνωρίσει την οικονομική
χρησιμότητα τους – και όχι από την μάζα της κοινωνίας, η οποία έχει γίνει η
μεγαλύτερη πηγή ρύπανσης 18 . Όπως φαίνεται στην
επιτυχία της επιχείρησης γκέι (gay business), οι ομοφυλόφιλοι
είναι πιθανώς πολύ πιο αποδεκτοί (και σεβαστοί αλλά για την αποτελεσματικότητά
τους και όχι για τα ήθη τους) στην επιχείρηση από οπουδήποτε αλλού.
23Οι θεσμικές εξουσίες δεν ήταν χωρίς αμφιβολία ποτέ πιο κοντά στις
ανάγκες και τα συμφέροντα της κοινωνίας. Κάθε κριτική που
στοχεύει στην κοινωνική αναγνώριση ενός συμφέροντος, μιας μειονότητας ή μιας
κοινωνικής πρακτικής οδηγεί, επομένως, να βασίζεται στην θεσμική εξουσία, επιβαλλόμενη
σε αυτή - μέσω της προσφυγής στις ομάδες συμφερόντων και μέσω της δράσης των
μέσων ενημέρωσης - ως μια νόμιμη κοινωνική δύναμη. Έναντι των άλλων
ομάδων συμφερόντων, οι σχέσεις είναι περίπλοκες, αποτελέσματα του αμείωτου
ανταγωνισμού, της δαιμονοποίησης του εχθρού, της απολυτοποίησης των διαφορών
(όλοι οι ομοφυλόφιλοι εναντίον όλων των ετεροφυλόφιλων,
όλες οι γυναίκες ενάντια σε όλους τους άνδρες), αλλά επίσης και των συμμαχιών,
προσωρινών ή μακροπρόθεσμων (φεμινιστές και αντισπισιστές για παράδειγμα), τα
οποία δείχνουν μια επιδείνωση, στην κατάσταση των σημερινών πρακτικών του ανταγωνισμού
μεταξύ των οικονομικών δυνάμεων.
24Η αποπολιτικοποίηση της κριτικής οδηγεί στο να δικαιολογηθεί τελικά η χρήση του νόμου ως
μέσο για τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η τάση λαμβάνει
η ίδια τον καθοριστικό ρόλο της ηθικής στη γένεση αυτών των κριτικών. Είναι η
μετατροπή των ατόμων σε μια νέα ηθική της ζωής. Αντισπισιστική
ηθική, μη πατριαρχική ηθική, οικολογική ηθική, υποτίθεται ότι είναι τα στοιχεία
που επιτρέπουν μια κοινωνική ρήξη. Ωστόσο, αυτή η ηθική
θέση αποδεικνύεται γρήγορα αβάσιμη. Από τη μία πλευρά η
εφαρμογή αυτής της ηθικής στις συνθήκες της ύπαρξης θέτει δυσεπίλυτα προβλήματα 19 , από την άλλη τα
καθήκοντα της μετατροπής εμφανίζονται μακριά από την δυνατότητα των υπαρχόντων δυνάμεων. Τέλος, η προσφυγή σε
ένα αντικειμενικό πρότυπο επιβάλλεται ή τουλάχιστον προβάλει στον ορίζοντα της
κριτικής, δείχνοντας σε αντίθεση (a contrario ) με τα βασικά
χαρακτηριστικά μιας πολιτικής στιγμής με σκοπό τον καθορισμό των κανόνων της
κοινής ζωής. Το παράδοξο εδώ είναι ότι στις τρέχουσες
κριτικές, αυτοί οι κανόνες της κοινής ζωής αφορούν το σύνολο των ανθρώπινων
σχέσεων. Αυτό, φαίνεται να είναι, ο καθορισμός ενός
πλαισίου που να επιτρέπει τη ρύθμιση όλων των συμπεριφορών ώστε να
προσαρμόζονται σε όλες τις καταστάσεις της κοινωνικής ζωής. Το φαινόμενο δεν
είναι νέο, όλη η ιστορία της ηθικής φιλοσοφίας (ξεκινώντας από τον Καντ)
αποδεικνύει ότι οποιαδήποτε πολιτική βασίζεται στην ηθική οδηγεί στο νόμο και
στη συμφιλίωση με τη θεσμική εξουσία. Τίθεται εκ των προτέρων ένας
ορισμός του τι είναι καλό να κάνουμε από μια ορθολογική οπτική και
στη συνέχεια προσπαθούμε να την εφαρμόσουμε στις κοινωνικές σχέσεις. Αλλά μετά, καθώς
το έργο αυτό γίνεται πολύ περίπλοκο, εγκαταλείπουμε την καθαρή ηθική για να
βασιστούμε στο νόμο και ορίζουμε το σύνολο των συμπεριφορών που θεωρούνται
ορθολογικές από την οπτική της θεσμικής εξουσίας.
25Αντιμέτωποι με το παράδοξο του ηθικισμού,
είναι απαραίτητο να τονίσουμε τον ατομικό χαρακτήρα της ηθικής, ή τουλάχιστον
ότι είναι αδύνατο να προσδιοριστούν ηθικά πρότυπα που ισχύουν για όλους και σε
όλους τους χώρους. Με άλλα λόγια, η κοινωνική ηθική πρέπει να διακρίνεται από
τις πολιτικές αρχές, τις αρχές της συνύπαρξης. Είναι εξίσου
απαραίτητο να τονίσουμε την αρνητική φύση των αγώνων για τα δικαιώματα ακριβώς
επειδή τα δικαιώματα είναι τα βασικά οχήματα των εξουσιών και ιδιαίτερα των
παραγόντων που προσδιορίζουν την ιεραρχεία των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων 20 .
26Η απανταχού παρουσία των φυσικών προσδιορισμών στις κριτικές
αναλύσεις, δεν οφείλεται στην τύχη. Το οικείο, όλα όσα
σχετίζονται με το σώμα φαίνεται να έχουν γίνει το τελευταίο οχυρό που
αντιστέκεται ακόμα στην κοινωνικοποίηση της κοινωνίας και μπορεί με κάποιο
τρόπο να χρησιμεύσει ως ένα σημείο κριτικής υποστήριξης. Οι σαφείς κοινωνικές
διαφοροποιήσεις μεταξύ κυρίαρχων (των αστών) και κυριαρχούμενων (των
εργαζομένων) έχουν εξαφανιστεί υπέρ των εκρηκτικών διαφοροποιήσεων και των
λογικών του αποκλεισμού που δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν υποστηρικτικά για
τις πραγματικές ομάδες συμφερόντων. Επιπλέον, η κοινωνικοποίηση της εξουσίας, η
πρωτοποριακότητα (avant-gardisme) του κράτους οδηγεί σε μια κατάσχεση της
κριτικής από την εξουσία. Όλα όσα φαίνονται ως καθοριστικά στην
καταγγελία της εξουσίας (η νομική υποταγή των γυναικών, η λογοκρισία κλπ..)
εξαφανίζονται και το κράτος είναι στην ουσία ένας χώρος διαχείρισης της αδικίας
και των διαφορών. Σε αυτό το καθαρά κοινωνικό πεδίο, η διαμαρτυρία
είναι επομένως μόνο προσωρινή, κάθε κριτική ενσωματώνεται γρήγορα. Η παραδοσιακή
διάκριση ριζοσπαστισμός-οπισθοδρόμηση χάνει την αξία της. Δεδομένου ότι η
εξουσία είναι σε ακρόαση με την κοινωνία και πολλαπλασιάζει τους θεσμικούς
διαύλους επικοινωνίας, είναι σε θέση να εξετάσει τα πάντα. Η ριζοσπαστικότητα
των αγώνων μειώνεται επομένως σε αναλογία όχι με την αδυναμία τους, αλλά με την
αποτελεσματικότητά τους. Επιτυγχάνοντας να αναγνωριστεί από την
Ευρωπαϊκή Κοινότητα - που τον χρηματοδοτεί - ο αντι-σεξιστικός αγώνας θριαμβεύει
και χάνει κάθε κριτική αξία μέσα από την ίδια κίνηση 21 . Επομένως δεν εξυπηρετεί
σε τίποτα να επικρίνεται η εξομάλυνση της περιβαλλοντικής κριτικής ή της φεμινιστικής
κριτικής μέσα από τους συμβιβασμούς των Πρασίνων ή των επίσημων φεμινιστών. Αντίθετα, αυτοί οι
συμβιβασμοί είναι η εκδήλωση της επιτυχίας της κριτικής. Με το να γίνει
πραγματικά κοινωνική, δηλαδή αναγνωρισμένη από την εξουσία, κερδίζει την δυνατότητα
να αλλάξει, να επηρεάσει τις κοινωνικές σχέσεις.
27Στο πλαίσιο αυτό, το οικείο εμφανίζεται επομένως σε πολλούς ως το
τελευταίο σύνορο της κριτικής. Η υπεράσπιση των φυσικών προσδιορισμών 22 (ο άνθρωπος ως
φυσικό ον, η γυναίκα ως αμείωτα γυναίκα και ο άνδρας ως αμείωτα άνδρας) είναι ταυτόχρονα
μια επιστροφή στο θεμελιώδες άτομο μη-κοινωνικοποιημένο και μια επιστροφή στο
είδος ως συλλογική οντότητα που συγκεντρώνει «φυσικά» άτομα. Δεν μπορεί παρά να επιτευχθεί
από την συμφωνία αυτής της πνευματικής επιστροφής και της εξέλιξης της
σύγχρονης κοινωνίας. Η εξαφάνιση των μεγάλων δομών της
κοινωνικής διαφοροποίησης και της ιεραρχίας, όπως οι τάξεις, η αποδυνάμωση της
πολιτικής έννοιας του έθνους-κράτους, η παγκοσμιοποίηση των πολιτιστικών
πρακτικών και του εμπορίου, οδηγεί σε μια κατάσταση στην οποία η εξατομίκευση των
ατόμων αναφέρεται σε μια κοινωνικοποίηση όλων των πτυχών της ζωής. Το άτομο δεν έχει
πλέον δικό του πεδίο το οποίο μπορεί να επηρεάσει (την ιδιωτική του σφαίρα), όλα
αντιμετωπίζονται στο επίπεδο των παγιωμένων κοινωνικών συμφερόντων που
αρνούνται κάθε αξία σε κοινωνικές σχέσεις μη-διαμεσολαβούμενες και μη-αναγνωρισμένες
από την κοινωνία. Τα εξατομικευμένα άτομα έχουν επομένως την
τάση να καθορίζονται μόνο από αυτό που κάνουν που εξακολουθεί να είναι κάπως
έξω από την αφηρημένη τους ύπαρξη, τα σώματά τους, και να μην δημιουργούν
κοινωνικούς δεσμούς παρά μόνο από την σωματική τους ιδιαιτερότητα . Με το σώμα, εννοείται
το φυσικό σώμα (το φύλο, η διατροφή, η συνείδηση του ότι είναι ένα απλό μέρος
του σύμπαντος), αλλά επίσης η σκέψη του σώματος, το σώμα που αναφέρεται στις
βιολογικές ρίζες (τη φυλή, την εθνικότητα ). Θα ξαναβρούμε εδώ σε αυτή την
απολυτοποίηση των φυσικών προσδιορισμών, πολλές από τις παραδοσιακές φιλοσοφίες
και ιδιαίτερα τις ανατολικές φιλοσοφίες: η ζωή, ως φυσικός κύκλος που
επανεκκινεί συνεχώς, η μοίρα των ειδών να είναι πάντα αυτό που αυτά είναι και
ταυτόχρονα η σημασία της καθαρά ατομικής εμπειρίας του ατόμου που μπορεί να
επιτευχθεί σε ένα άλλο επίπεδο συνείδησης από την πνευματική μετατροπή 23 .
28Είναι στις ηθικολογικές κριτικές που αυτοπροσδιορίζονται ως
«ριζοσπαστικές φεμινιστικές» που η ολοκληρωτική γραμμή - με την έννοια του
ορισμού του συνόλου των ατόμων σε συνάρτηση με τους αρχέγονους προσδιορισμούς -
είναι η σαφέστερη. Διακηρύσσοντας τις διαφορές μεταξύ των
φύλων ως ανυπέρβλητες και την υπεράσπιση της αρχής του ενός φύλου (non-mixité, σ.μ. οργανώσεις
μόνο από γυναίκες), επιστρέφουν τα άτομα σε μια αρχέγονη ετερότητα. Συναντούν σ’ αυτό,
τις προσπάθειες να καθοριστούν τα όρια των τάξεων με βάση τα οικογενειακά
ιστορικά, προσπάθειες που μπορούν να αναπτυχθούν στην Κίνα και στην Καμπότζη. Η μαοϊκή αντίληψη των
τάξεων προέβαλε ουσιαστικά τον κληρονομικό χαρακτήρα των κοινωνικών
συμπεριφορών. Ήταν αστοί ή
προλετάριοι μέσω της κληρονομιάς. Ο εγγενής χαρακτήρας
της ταξικής κατάστασης δεν μπορούσε να ξεπεραστεί παρά με μια αργή εκπαίδευση
την οποία θα έφερε ο γιος ενός αστού ή γαιοκτήμονα για να εντοπίζει τις κακές
τάσεις του και να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στην «λαϊκή εξουσία». Η ίδια αντίληψη
διέπει τις πρακτικές του "μόνο ένα φύλο (non-mixité) ," ένας άνδρας δεν μπορεί να μην έχει
κυριαρχικές τάσεις και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθεί ώστε να καταστεί
δυνατός ο απελευθερωτικός λόγος. Πρέπει να
αναγνωρίσει αυτή την «ακούσια» κυριαρχική θέση και να εντοπίζει ανά πάσα στιγμή
τις φυσικές κλίσεις του. Ευτυχώς, και αυτή είναι η μεγάλη διαφορά
με την μαοϊκή Κίνα, οι άνδρες, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε αυτή την αυτο-ενοχοποίηση
το έκαναν με τη θέλησή τους και δεν εξαναγκάστηκαν από μια αστυνομική δύναμη. Παρ 'όλα αυτά, η
απόδραση από τον οικείο είναι μια ψευδαίσθηση, διότι το οικείο είναι ο εαυτός
του στην πορεία της κοινωνικοποίησης24 όχι πλέον μόνο με καταναγκαστικό τρόπο
αλλά και με την αναγνώριση των επιθυμιών. Όχι μόνο δεν
απαγορεύει την έκφραση των επιθυμιών, η σημερινή κοινωνία, αλλά την κάνει πλέον
μία από τις μηχανές της. Το κοινωνικοποιημένο κράτος είναι ανοικτό
σε όλα τα γούστα, από τη στιγμή που αυτά είναι κοινωνικοποιημένα, με άλλα λόγια
αντιπροσωπευτικά και νομιμοποιημένα. Φυσικά, κάποιες
επιθυμίες δεν είναι επιτρεπτές, όχι μόνο επειδή κάθε εξουσία παίζει με την
διαλεκτική ικανοποίηση / απογοήτευση, αλλά και επειδή κάθε κοινωνία περιορίζει,
ευτυχώς, τις επιθυμίες των μελών της. Αλλά αυτό που χαρακτηρίζει
τα κοινωνικοποιημένα κράτη, είναι ένας «δημοκρατικός» προσδιορισμός των
επιθυμιών, με την έννοια ότι η νομιμότητα των επιθυμιών περνά μέσα από το
παιχνίδι του αγώνα μεταξύ των κοινωνικών συμφερόντων. Δεν
είναι
εξαίρεση, ότι από τη στιγμή που κάποια γούστα, σήμερα απαγορευμένα, γίνουν αντιπροσωπευτικά,
αποκτούν μελλοντικά μια κατάσταση ευυποληψείας ή τουλάχιστον νομιμότητας. Με άλλα λόγια, οι
ατομικές επιθυμίες, ακόμα και οργανωμένες σε μια συλλογικότητα, δεν μπορεί να
χρησιμεύσουν ως σημείο αναφοράς σε μια κριτική. Ακριβώς όπως η ηθική δεν μπορεί
να αποτελέσει τη βάση για μια πολιτική συζήτηση με κίνδυνο να χαθεί μέσα σε σοφιστείες
σχετικά με την αξία των διαφόρων εμπλεκόμενων ηθικών , έτσι και οι επιθυμίες
(εξ ορισμού άπειρες, μεταλλασσόμενες και μερικές φορές επικίνδυνες), δεν
μπορούν να αποτελούν αυτοσκοπό στο ζήτημα της "συμβίωσης". Η είσοδος στη διαμάχη
των επιθυμιών είναι επίσης είσοδος σε
ένα είδος μαθηματικής ηθικής που ζυγίζει τις καλές και τις κακές επιθυμίες από εσωτερικά
κριτήρια (ποιά είναι εκ’ φύσεως (εγγενώς) μια καλή επιθυμία) και όχι από τους εξωτερικούς
παράγοντες των ίδιων των επιθυμιών (το κοινό καλό).
29Εκείνοι που βρίσκουν στη φύση και στις παρορμήσεις της επιθυμίας
τα απόλυτα στοιχεία της κριτικής συμβάλουν άθελά τους στην κοινωνικοποίηση του
οικείου. Δεν μπορούν μάλιστα να παραμείνουν στο επίπεδο των φυσικών αναφορών
χωρίς να ευθυγραμμιστούν με τις πιο ριζοσπαστικές βιταλιστικές θεωρίες. Η
απολυτοποίηση
της φύσης οδηγεί στη δικαιολόγηση του αγώνα για τη ζωή και της βασιλείας του
ισχυρότερου, προσφεύγοντας στο ένστικτο ως φορέα κοινωνικής οργάνωσης, ή
αντιστρόφως, υποστηρίζοντας το θάνατο του ανθρώπου, ζώο εκ του περισσού, που μπορεί
να καταστρέψει τη φύση (Deep Ecology). Για να ξεφύγουν από
αυτές τις καταχρήσεις, είναι απαραίτητο να εισάγουν το κοινωνικό στην κριτική,
με τη μορφή της ηθικής, της κρίσης των πράξεων και των επιθυμιών σε συνάρτηση με
μια ορισμένη ανθρώπινη φύση ή με μια ορισμένη ιδέα για το τι θα πρέπει να είναι
ο άνθρωπος. Αλλά όπως και η πολιτική στιγμή, η
κατασκευή ενός αντικειμενικού προτύπου, που βρίσκεται έξω από το ατομικό και
κοινωνικό συμφέρον δεν γίνεται δεκτή, η μόνη επίκληση είναι το νομικό πρότυπο
το οποίο εξακολουθεί να βασίζεται στα ατομικά συμφέροντα. Στη διαδικασία αυτή,
το οικείο, μακριά από τη διατήρηση της αυτονομίας του, εμφανίζεται ως
ενσωματωμένο στην κοινωνική κρίση. Η απελευθέρωση των
επιθυμιών, η έκφραση της φύσης οδηγεί σε μια κοινωνική λογιστική, σε διαμάχες
για το καλό και το κακό, το δίκαιο και το μη δίκαιο. Έρχονται επομένως να
προσπαθήσουν να καθορίσουν όλα τα συστατικά της οικειότητας. Σε περιπτώσεις
σεξουαλικής παρενόχλησης, πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι μια ματιά ή ανάρμοστη χειρονομία,
να κάνουμε την διαφοροποίηση ανάμεσα σε
ένα χαμόγελο σεξουαλικού χαρακτήρα και ένα χαμόγελο φιλικού χαρακτήρα. Θα πρέπει, αντίθετα,
να αποφύγουν τις προκλητικές στάσεις με ενδυμασίες σαν σακιά (κακόγουστες). Θα πρέπει άραγε να χαϊδεύουμε
ένα σκυλί, κατ’ εξοχήν πράξη υποταγής, θα πρέπει να έχουμε παιδιά δεδομένου ότι
η αναπαραγωγή δημιουργεί μια σχέση κυριαρχίας; Με άλλα λόγια, είναι
απαραίτητη η παρακολούθηση κάθε χειρονομίας, κάθε λέξης, κάθε βλέμματος, καθενός
από τα εφόδιά μας για να παραμείνουμε στο πρότυπο που παραμένει αδύνατο να
προσδιοριστεί με σαφήνεια. Φτάνουν να αρνηθούν ότι είναι ανθρώπινο
στις κοινωνικές σχέσεις, το γεγονός ότι είναι σχέσεις μεταξύ ανθρώπινων όντων,
απρόβλεπτων και σύνθετων. Αυτό που δίνει αξία σ’ αυτές τις σχέσεις, ο
ασαφής χαρακτήρας, εξελίξιμος και πολύπλευρος εξαφανίζεται προς όφελος μιας
ηθικής οικονομίας της σχέσης. Αυτή την ηθική οικονομία των κοινωνικών
σχέσεων, δεν την βρίσκουμε μόνο στην κριτική της δημοκρατικής κοινωνίας, μπορεί
να βρεθεί στην δραστηριότητα αυτής της ίδιας της κοινωνίας. Η ηθικολογία (πολιτική
ορθότητα) και η νομικοποίηση (σ.μ. αύξηση
των νόμων και κανονισμών) είναι δύο σύγχρονες τάσεις 25 .
30Σε τελική ανάλυση, η αναφορά στη φύση επιστρέφει παραδόξως σε ένα
συνολικό εξανθρωπισμό της φύσης. Οποιαδήποτε σχέση με
τη φύση, κάθε σχέση με τη ζωή γίνεται μια σχέση με τον άνθρωπο, με την
ανθρώπινη φύση. Η παραλληλία με τις ωφελιμιστικές θεωρίες
είναι προφανής 26 . Οι ωφελιμιστές κάνουν
την αναζήτηση της ευχαρίστησης για τους περισσότερους (απολαύσεις, λιγότερα βάσανα)
το στόχο κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας. Η κινητήρια δύναμη
της ανθρώπινης φύσης και της ζωής γενικά γίνεται η τάση προς την αναζήτηση της
ευτυχίας γιατί όλα τα όντα έχουν τις χαρές και τις λύπες, αναζητούν τις χαρές
και αποφεύγουν τις λύπες. Με άλλα λόγια, όπως σημειώνει η Arendt,
στον ωφελιμισμό, ότι οι άνθρωποι έχουν από κοινού δεν είναι ένας κόσμος, είναι
μια φύση. Οδηγούνται έτσι στο να κάνουν τον άνθρωπο,
την ανθρώπινη ζωή το πρότυπο όλων των πραγμάτων. Η κριτική χάνει έτσι
κάθε ισχύ καθώς ο ωφελιμισμός είναι ουσιαστικά το θεμέλιο της κοινωνικοποιημένης
κοινωνίας. Θεωρείται σήμερα καλό να μεγιστοποιήσουμε
την ευτυχία, όχι την ευτυχία των ατόμων μεμονωμένα, αλλά την ευτυχία του
είδους, μέσω κυρίως βιολογικών κριτηρίων (παιδική θνησιμότητα, προσδόκιμο ζωής,
άνεση του σώματος). Αυτή η ευτυχία "επίσημη" και
"αφηρημένη" είναι ποσοτικοποιημένη, η συμμετοχή λιγότερο ή
περισσότερο έντονη των ατόμων στην ευτυχία εξαρτάται από την ικανότητά τους να συνδέουν
το συμφέρον τους με αυτό των κυρίαρχων κοινωνικών συμφερόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου