Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ


Απόσπασμα από το κειμενο:

 

Et le navire va…

octobre 1993, Jacques Wajnsztejn
                  
[…]Στην προ-καπιταλιστικές μορφές, η εργασία ήταν κατά κύριο λόγο ένα μέσο κυριαρχίας και η οικονομική εκμετάλλευση δεν ήταν παρά μια δευτερεύουσα πτυχή, ο κύριος στόχος των εν λόγω κοινωνιών δεν είναι ούτε η συσσώρευση ούτε η διευρυμένη αναπαραγωγή.
Είναι με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ( ΚΤΠ ) που συγκολλήθηκε αξία και εργασία, ώστε να αναζητείται στην εργασία, η δημιουργία της αξίας, ενώ είναι επίσης πειθαρχία και καταναγκασμός, εργασία κατά παραγγελία, αν και αυτό συγκαλύπτεται από το καθεστώς του «ελεύθερου εργαζόμενου", ειδικό γνώρισμα στο καπιταλιστικό σύστημα. Η πίστη στην πρόοδο, την Επιστήμη και την Τεχνολογία έχει συχνά οδηγήσει κοινωνικές δυνάμεις που αγωνίζονται κατά του  ΚΤΠ  , να θέσουν κατ’ αρχήν την έννοια του εκμετάλλευσης, κρυμμένη κάτω από το μυστήριο του κέρδους (υπεραξία) και να απωθήσουν την έννοια της κυριαρχίας, ως εάν τελικά το σύστημα θα μπορούσε να υπονομευθεί, ως τέτοιο, επιστρέφοντας την κερδοφορία στους εχθρούς του.
Αυτή η υπεροχή που δόθηκε στην εκμετάλλευση είχε ως αποτέλεσμα αυτή της παραγωγικής εργασίας πάνω στις διάφορες μορφές της μη παραγωγικής εργασίας και το ζήτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης που διήρκεσε για δύο αιώνες τώρα. Στην παραγωγική εργασία αντιστοιχεί η φιγούρα της εργατικής τάξης. Είναι αυτό το ζευγάρι που έζησε ως μια ιστορική δύναμη μετασχηματισμού. Έχει δώσει τη θέση του σε μια κατάσταση διπλής αδιαφορίας: αυτής του κεφαλαίου σε σχέση με τη φύση της εργασίας που κινητοποιεί (τείνει ιδεατά να κάνει οποιαδήποτε ποιότητα και ποσότητα ένα παραγωγό κέρδους), στην οποία αντιστοιχεί η αφαίρεση της σχέσης με την εργασία για τον σύγχρονο εργαζόμενο.
Η απώλεια του περιγράμματος των συγκεκριμένων μορφών εργασίας, όπως παράλληλα και αντίστοιχα η απώλεια της φιγούρας της ταξικής ταυτότητας δεν διέγραψε την εκμετάλλευση, αλλά την εκκένωσε σε κάποιο βαθμό από τις προϋποθέσεις της, τις καθαρά οικονομικές. Είναι γι’ αυτό που προτιμούμε να χρησιμοποιούμε και να θέτουμε σε πρώτο πλάνο την έννοια της κυριαρχίας που καλύπτει όχι μόνο τις ανισότητες στις σχέσεις εργασίας (στην παραγωγή), αλλά στο σύνολο των κοινωνικών σχέσεων (αναπαραγωγή). Η έμφαση στην κυριαρχία δεν εξαλείφει τις αντιθέσεις. Δεν πρέπει επομένως να γίνεται η συζήτηση πάνω στην κυριαρχία, όπως από τον Νίτσε έως τον Φουκώ μέσω του Μαρκούζε τονίζοντας την κοινωνική λογική με την άρνηση της πραγματικότητας, του μεγάλου κινήματος της υποκειμενοποίησης που συνοδεύει την ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Η κοινωνία δεν είναι ούτε ομοιογενής ούτε ενιαία. Αυτός είναι ο λόγος που δεν μπορούμε να μιλάμε ούτε για μπλοκ (η οπτική της σύγχρονης κοινωνίας από τον Αντόρνο και τον Χορκχάιμερ) ούτε για ολοκληρωτισμό που εισβάλλει σε όλες τις καθημερινές πράξεις ενός μονοδιάστατου ατόμου (Μαρκούζε). Δεν πρέπει να συγχέεται η ανάλυση της κυριαρχίας στην κοινωνία με την ανάλυση της κυριαρχίας του κράτους. Δεν πρέπει επομένως να μειώνεται η πρώτη στη δεύτερη.
Η κοινωνία δεν είναι ενοποιημένη ... και τα άτομα δεν βρίσκονται εκτός. Η κοινωνία δεν είναι μια απλή σχέση κυριαρχίας, αποτελεί ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων στο οποίο σήμερα δεσπόζει αυτή η κυριαρχία στο εσωτερικό του ίδιου του κινήματος υποκειμενοποίησης των κοινωνικών σχέσεων. Είναι αυτή η υποκειμενοποίηση που "απελευθερώνει" τα κινήματα που αποδίδονται (ή εμφανίζονται) στις νέες  κυριαρχίες (για παράδειγμα, οι συνέπειες της "απελευθέρωσης" των γυναικών στην ανάπτυξη της βιομηχανίας τροφίμων και στην εξέλιξη μαγειρικών πρακτικών), αλλά η κυριαρχία δεν είναι ποτέ πλήρης.
Αυτό φαίνεται απαραίτητο για το χαρακτηρισμό ενός ΚΤΠ , ο οποίος με τη σημερινή του μορφή, έχει  γίνει περισσότερο ένας τρόπος αναπαραγωγής παρά ένας τρόπος παραγωγής. Πράγματι, η διαδικασία της συσσώρευσης του κεφαλαίου δεν είναι πλέον το σημείο εκκίνησης για την επέκταση της παραγωγής και την αναζήτηση νέων κερδών. Ως συντελεστή παραγωγής, το κεφάλαιο γίνεται αυτοσκοπός για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Όλα πρέπει να υπόκεινται σε κεφαλαιοποίηση και αυτό μπορεί επίσης να γίνει εκτός της παραγωγικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, σε επίπεδο επιχείρησης, αυτό σημαίνει ότι ο κύριος στόχος είναι η αποδοτικότητα (στρατηγική δύναμη της επιχείρησης) και όχι το κέρδος. Αυτό είναι προφανώς δυνατόν, όταν η ηγεσία των επιχειρήσεων οι διαχειριστές  έχουν αποκτήσει κάποια αυτονομία από τους ιδιοκτήτες του κεφαλαίου, τους μετόχους. Αυτό ονομάζεται "η πολιτική των ταμειακών ροών" , που μετρά το διαθέσιμο εισόδημα της εταιρείας για επενδύσεις. Με αυτό κατά νου, τα μερίσματα που διανέμονται στους μετόχους είναι ισοδύναμα με τα κόστη. Οι αμιγώς χρηματιστικοί παράγοντες υπερτερούν των στόχων της παραγωγής και οι επενδύσεις δεν είναι κατά κύριο λόγο παραγωγικές επενδύσεις, όπως φαίνεται από το φαινόμενο της κερδοσκοπίας. Η αξιοποίηση, όταν υπάρχει αξιοποίηση, επιτυγχάνεται όλο και περισσότερο έξω από τη διαδικασία της εργασίας: «καπιταλισμός καζίνο", ανάπτυξη των "συναλλαγών" και των μαφιόζικων πρακτικών. Η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας είναι συνώνυμο της μεγιστοποίησης της δύναμης!
Στο συνολικό επίπεδο της σημερινής κοινωνίας, το πλεόνασμα που παράγεται χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή (κυρίως υποδομές) ενός συστήματος που βασίζεται στην κατανάλωση και κατά συνέπεια την καταστροφή. Το γεγονός ότι σε ατομικό επίπεδο, η κατανάλωση αυτή παίρνει μια μορφή κατ 'ουσία ατομική, ενισχύει μόνο το πρόβλημα. Τα περισσότερα εργαζόμενα άτομα δεν παράγουν πλέον νέο πλούτο και  πρακτικά ο χρόνος εργασίας τους είναι αφιερωμένος στην ενίσχυση των θεμελίων του συστήματος και στην αντικατάσταση αυτών που καταστράφηκαν σε κάθε προηγούμενο κύκλο.
Η μέθοδος αναπαραγωγής που αναφέραμε, διαφέρει από το φεουδαρχικό τρόπο και από τον "ασιατικό" τρόπο (κινεζικό μανταρίνικο, φαραωνικό Αιγυπτιακό): η πρώτη διαφορά με αυτές τις προκαπιταλιστικές μορφές είναι ότι δεν συμβαίνει μέσα σε αδράνεια, αλλά αντίθετα σε συνεχή κίνηση που επιταχύνεται σήμερα σε ένα είδος φυγής προς τα μπρός με απώλεια του ελέγχου, η δεύτερη διαφορά είναι ότι υπάρχει εξατομίκευση και ψυχολογικοποίηση όλων των σχέσεων κυριαρχίας. Αντί να είναι το χωνευτήρι της αλληλεγγύης, η δουλειά γίνεται το έδαφος της ολοκλήρωσης των προσωπικών επιδόσεων, υποκείμενων σε αξιολόγηση. Υπάρχει ένα είδος εκδημοκρατισμού των σχέσεων κυριαρχίας. Αυτό που στις παραδοσιακές κοινωνίες, ήταν το προνόμιο μιας μειονότητας, μιας ελίτ, έγινε η παρτίδα ενός αυξανόμενου αριθμού των εργαζομένων και ακόμη και αν το νόημα δεν είναι το ίδιο (δεν ανεβαίνουμε στην ιεραρχία για να έχουμε περισσότερη εξουσία, αλλά επειδή είναι ένα σημάδι της προσωπικής επιτυχίας), και αν η προκύπτουσα κατάσταση είναι επισφαλής διότι οι λειτουργίες της δεν είναι θεσμοθετημένες με τη μορφή τίτλων: ο ευγενής ήταν ευγενής ότι και αν κάνει, το πλαίσιο δεν έχει θέση και ενδεχομένως εξουσία, στο βαθμό που είναι δεμένο χειροπόδαρα με την εργασία του. Η εργασία πρέπει να κολλήσει σε μια προσωπικότητα, αλλά αυτή η εργασία δεν έχει πραγματικό περιεχόμενο και η ευελιξία και η ελαστικότητα του εργαζομένου δηλώνει ότι αυτός δεν έχει πλέον συνοχή: είναι η εργασία του. Η κριτική δεν μπορεί επομένως να προέλθει παρά από μια δυσλειτουργεία του συστήματος που αποκαλύπτει το άτομο που είναι κάτι άλλο από την εργασία του. Υπάρχει χωρίς αυτήν: είναι η σχέση κεφαλαίου-εργασίας, που γίνεται εν μία νυκτί "άχρηστη", η οποία τον αρνείται ως άτομο: είναι η ανεργία και ο αποκλεισμός. Αυτό αποκαλύπτει ότι η εργασία είναι ένα εργαλείο της σχέσης κυριαρχίας μέσω του οποίου επιτυγχάνεται αντιφατικά μια εξατομίκευση αισθητή ως επιβράβευση.
Εάν η εργασία παραμένει το κεντρικό θέμα της σημερινής κοινωνίας, είναι γιατί, παραδόξως, ενώ δεν είναι πλέον το κεντρικό σημείο αναφοράς της παραγωγικής διαδικασίας, παραμένει το σημείο αναφοράς στο επίπεδο της διαδικασίας αναπαραγωγής της κοινωνίας (η κοινωνική διείσδυση και ο έλεγχος εξακολουθεί να πραγματοποιείται κυρίως μέσω της εργασίας: η ένταξη στην Κοινωνική Ασφάλαια, η μισθοδοσία που απαιτείται για την εξεύρεση κατοικίας και πίστωσης, κ.λπ.) .. Από την άλλη, δεν είναι πλέον βάση για τη δημιουργία μιας συλλογικής ταυτότητας. Η νέα αλληλεγγύη που θα μπορούσε να οδηγήσει τους αγώνες δεν μπορεί εύκολα να επιτευχθεί γύρω από την ιδέα της εργασίας για όλους.
Η ανάλυση της κατάστασης της απασχόλησης και τα είδη των συμβάσεων, η ανεργία, η "υποχρεωτική" μερική απασχόληση, η πρόωρη συνταξιοδότηση, θέτουν τα άτομα άμεσα στις διαφορές συμφερόντων τους και όχι πλέον στην κοινότητα των συμφερόντων που είχε τουλάχιστον επιτύχει η δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Αλλά σήμερα, οι μετασχηματισμοί του συστήματος θέτουν τους εργαζόμενους σε θέση άμυνας. Η ενότητα, σε μια κριτική πρακτική, μπορεί πλέον να τεθεί μόνο πέρα από τα άμεσα συμφέροντα, πέρα από την αξιοποίηση της εργασίας και την αξιοποίηση των ατόμων  μέσα από την εργασία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να αμυνθούμε παντού και ιδιαίτερα στο χώρο εργασίας, αλλά ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε τα όρια του εν λόγω τομέα.[…]
                                                                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου