Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΑΤΟΜΟ Ή Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ


Οκτώβριος του 1990 ,  Charles Sfar , Jacques Wajnsztejn


Το νεωτερικο ατομο 1

1Αυτό που κάνει την ιδιαιτερότητα του νεωτερικού ατόμου είναι ότι αντιλαμβάνεται και παρουσιάζεται ως άτομο έξω από την κοινωνικότητά του. Υπάρχει ως πρόσωπο πριν να είναι μέλος της κοινωνίας. Δεν είναι κοινωνικό παρά από την ικανότητά του να υφάνει τους δεσμούς με τους άλλους, να αναγνωρίσει ότι ζει σε ένα περιβάλλον (οικογένεια, εργασία), το οποίο συνιστά το πεδίο μιας υπέρθετης κοινωνικότητας. Είναι αυτή η αντίληψη που καθορίζει τον ατομικισμό και τη συνείδηση ​​της ατομικότητας. Αυτός ο ατομικισμός διαρρηγνύει σίγουρα την προηγούμενη ενότητα στην οποία θα επιστρέψουμε και θέτει την ύπαρξη του ατόμου ως διαρρηγμένη. Το νεωτερικό άτομο συνεχώς ανασυντίθεται από και μέσα στην καπιταλιστική κοινωνική σχέση. Η «αυτονομία» του όπως διακηρύσσεται, είναι μάταια δεδομένου ότι δεν ελέγχει τα στοιχεία της ανασύστασης που θεμελιώνουν την «κανονική» του ύπαρξη. Αλλά το άτομο παρουσιάζεται έτσι σε μια ιστορική στιγμή όπου αυτή η "αυτονομία" , που συνιστά την εξατομίκευση, είναι ακριβώς όλο και πιο προβληματική.
2Η παλαιός προλετάριος δεν ήταν τίποτα από μόνος του, έξω από την κοινωνική του τάξη, δεν ήταν άτομο παρά ως μέλος της τάξης του και πολύ λίγο ως μέλος της κοινωνίας. Γι' αυτόν, η σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας, ήταν η σχέση μεταξύ της ατομικότητάς του και της τάξης του, και είναι αυτή η θέση του στην τάξη του, που του έδωσε την κριτική ματιά και την πρακτική συμπεριφορά απέναντι στην κοινωνία στο σύνολό της, ανεξάρτητα από τη συγκεκριμένη μορφή αυτής της κοινωνίας (δημοκρατία στη Γαλλία, μοναρχία στη Βρετανία, αυταρχική των αριστοκρατών (Junkers) στην Πρωσία και στη Σαξονία), είναι αυτό που από καιρό που ονομάζεται ταξική συνείδηση.
3Αντίθετα, το νεωτερικό άτομο, κανονικοποιημένο (τυποποιημένο) 2,  είναι ενσωματωμένο στην δημοκρατική κοινωνία, διότι έχει γίνει κάποιος, γεγονός που του επιτρέπει να πει κάτι, να μιλήσει από ένα χώρο που είναι δικός του. Πράγματι, αν δεν μιλά πλέον ως μέλος μιας τάξης που δεν υπάρχει πια, ως κινητήρια δύναμη στην κοινωνία, δεν μιλά ακόμα, παρά σπάνια, εξ ονόματός του, αλλά περισσότερο ως μέλος της κοινωνίας. Δηλαδή, μιλάει από μια θέση στον δημοκρατικό κατακερματισμό (particularization), ως σιδηροδρόμικός, άραβας, νέος, γάλλος, αδειούχος, καταναλωτής, γυναίκα, κλπ.. Η συνείδηση της θετικότητας που αντλεί από τον εξειδικευμένο ρόλο του, ωθεί το άτομο να κρατάει τον λογαριασμό της ύπαρξής του, να κάνει την ποσοτική και ποιοτική αποτίμηση της σχέσης του με τον κόσμο. Λογιστής και μπακάλης, μετρά σε ένα είδος ισορροπίας τα οφέλη και τις ζημιές της κοινωνίας η οποία, ενώ του εμφανίζεται ως εξωτερική, εξασφαλίζει την αναπαραγωγή και την κοινωνικοποίηση του. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή εικόνα του προλεταριάτου, το οποίο δεν είχε να χάσει παρά μόνο τις αλυσίδες του, το νεωτερικό άτομο, έχει κάτι να χάσει ... και πιστεύει ότι έχει κάτι να κερδίσει (πάντα η ισορροπία!). Είναι αυτό που λέει "εμείς" κάθε φορά που μιλάει στο όνομα μιας δραστηριότητας με την οποία ταυτίζεται. Αυτό που καθορίζει το νεωτερικό άνθρωπο, τον μισθωτό στο τέλος του αιώνα, είναι ότι είναι ψυχολογικά και ηθικά ταυτισμένος με την μορφή εργασία και το συμπλήρωμά της, την καθημερινή ζωή. Είναι ο τραπεζικός υπάλληλος που λέει "εμείς" όταν μιλάει για την εταιρεία του, αυτό που λέει "κερδίσαμε" μπροστά στην τηλεόρασή του και "ζούμε στον καλύτερο κόσμο απ’ όλους» ή, πιο συγκρατημένα από την εκκαθάριση του κομμουνισμού, «ζούμε στην λιγότερο κακή από τις δυνατές κοινωνίες 3» . Αλλά είναι, αφ’ ετέρου, αυτό που λέει "εγώ", όταν δεν έχει τίποτα να πει και ευχαριστιέται με τις γλωσσικές επαναλήψεις. Όσο λιγότερα έχει να πει, τόσο περισσότερο η μορφή γίνεται επίμονη 4 , περιττή 5 , νεύοντας συναινετικά από το εγώ στο εμείς. Γι 'αυτό το άτομο, η πραγματικότητα είναι αναπόφευκτη, αρνείται κάθε ουτοπία, αφού η ουτοπία δεν είναι κατ’ εντολή της πραγματικότητας, τουλάχιστον από αυτό που εκλαμβάνει ως πραγματικότητα, δηλαδή αυτό που είναι μετρήσιμο, που μπορεί να λογαριαστεί.  Σε αυτό τον χονδροειδή περιορισμό εκφράζεται η ατομική διάσταση της εκτεχνίκευσης του κόσμου. Το άτομο έχει ενσωματώσει ως ατομική συμπεριφορά, το φετιχισμό της τεχνολογίας και της οικονομίας. Στην εποχή όπου η καπιταλιστική κοινωνική σχέση δεν παρουσιάζεται πλέον ως ένα πολιτικό σύστημα, μεταξύ άλλων, αλλά ως το Σύστημα, ο μεγάλος διαχειριστής, το άτομο αναπαράγεται εδώ στην ασήμαντη μορφή της διαχείρισης του χρόνου 6  του.

4Υπήρξε μια εποχή όπου ζητήθηκε από την κριτική να παραθέσει τις  αναφορές της («τους μεγάλους διανοούμενους») ή τα επιτεύγματά της (τις επαναστάσεις, τις σοσιαλιστικές χώρες) δεδομένου ότι  απάντησε στο: «Τι θα κάνετε αντ' αυτού;». Σήμερα όμως, που δεν υπάρχουν πλέον μεγάλοι φιλόσοφοι, για την ακρίβεια «νέοι φιλόσοφοι»- ανώτερη μορφή της δημοσιογραφίας -, που δεν υπάρχει ούτε πολιτική πρωτοπορία ούτε κατοχυρωμένες θεωρητικές αναφορές, η κριτική που παραμένει ως δυνατότητα, κατέφυγε, κρύφτηκε στην ίδια την καρδιά του ατόμου, σε τέτοιο βαθμό ώστε να χάσει τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Δεν εκφράζεται παρά μόνο σε ιδιωτικές σε συζητήσεις ομολόγων, πηγή συνενοχής και όχι πλέον δράσης. Η κριτική υποχωρεί στη συνέχεια από μόνη της, γίνεται κατάλληλη για το σύστημα ώστε να μην είναι τίποτα περισσότερο από ένας άλλος τρόπος για να κατακερματιστεί ... οι περισσότερες. Η σχέση ατόμου-κοινότητας αναδημιουργείται μέσα στο τέχνασμα. Καλύτερα, σε μερικά άτομα, τα οποία γνωρίζουν ότι ήταν ή είναι ακόμα "κριτικά", αυτός ο κατακερματισμός λαμβάνει τη μορφή του κυνισμού, κυνισμός που μπορεί να οριστεί ως η κριτική που έχει προέλθει από τα πάντα, καθώς επίσης και από τον εαυτό της.

 

Η πορεία της εξατομίκευσησ

5Κάποτε, το άτομο με τη μορφή του «έντιμου ανθρώπου», άντλησε την δύναμή του από τον αριστοκρατικό έλεγχο της εξατομίκευσης. Έχτισε την ενότητά του στην ανωτερότητα και την διαφορά με τις μάζες. Ήταν αυτή η κατακτημένη ελευθερία που μπόρεσε να δώσει τους Μονταίν, Ρουσσώ ... ή τον Σαντ, δηλαδή, ένα άτομο αστό όχι ακόμη ή όχι πλήρως υποκείμενο σε μια τάξη που ήταν μόνο για να θέσει τις βάσεις για την εμφάνισή του, για την εξουσία του. Είναι αυτή η αντίληψη του ατόμου που θα εξυπηρετούσε αργότερα το θεωρητικό μοντέλο της αστικής τάξης, στην επιθυμία της να επιβάλει αξίες, οι οποίες να είναι έγκυρες για όλους και κρύβουν την πραγματικότητα των ανταγωνιστικών κοινωνικών σχέσεων του καπιταλιστικού συστήματος.
6Στο τέλος της πορείας, το νεωτερικό άτομο του βιομηχανοποιούμενου χώρου, είναι επίσης, ένα καθολικό πρότυπο που επιβάλλεται παντού ως το μόνο έγκυρο. Αλλά σε αντίθεση με το παλαιό πρότυπο, αυτό είναι εξαιρετικά εύθραυστο, κυρίως επειδή το νεωτερικό άτομο τίθεται ως καθολικό ενώ δεν είναι παρά ένα άθροισμα των εξειδικευμένων ρόλων και δεν φτάνει ποτέ να είναι το σύνολο αυτών των εξειδικεύσεων, και ως εκ τούτου να είναι ο εαυτός του και στη συνέχεια, εξαιτίας της θετικότητας των εξειδικεύσεών του είναι συνεχώς υπό αμφισβήτηση, πιστεύει ότι αποφασίσει ενώ υφίσταται, δηλώνει «εργαζόμενος» και οι μετασχηματισμοί της οργάνωση της εργασίας τον αρνούνται ως τέτοιο, είναι «αυτοκινητιστής» και πιστεύει ότι οδηγεί την τίγρη ενώ μποτιλιάρεται, τα ατυχήματα και ο λογαριασμός τον επαναφέρουν στην τάξη, σε μια ζωή όπου ο κίνδυνος είναι απρόσωπος, η περιπέτεια είναι άμεσα συνώνυμη με τα χειρότερα προβλήματα, είναι ο «βασιλιάς-καταναλωτής», αλλά λουσμένος στη νοθεία και τη ρύπανση. Δεδομένου ότι η αντίληψη των στοιχείων αυτών παραμένει αποσπασματική και, σε γενικές γραμμές, περισσότερο θετική από αρνητική, η κριτική δεν αναδεικνύεται. Μετά βίας βλέπουμε να εμφανίζεται, στην επιφάνεια, μια μικρή γκρίνια ή να εκφράζουνται κάποιες αντεγκλήσεις. Αλλά αν εμφανιστεί η έλλειψη σύνδεσης μεταξύ αυτών των διάσπαρτων εξειδικεύσεων, τότε η κριτική μπορεί να αναπτυχθεί και να στοχεύσει την καθολικότητα. Αν αυτό δεν είναι η περίπτωση του κινήματος για την απελευθέρωση των γυναικών στο σύνολό του, τουλάχιστον έχουμε ένα παράδειγμα με την κριτική που ασκείται από γυναίκες για συγκεκριμένη μορφή του εξειδικευμένου ρόλου και την βούλησή τους να αποκαταστήσουν κάποια ενότητα της ατομικότητάς τους. Αυτό ήταν πάντα άμεσα αναιρούμενο από το γεγονός ότι οι περισσότερες από αυτές προσπαθούν να μιλήσουν ως γυναίκες και ως εκ τούτου από τη θέση τους στην εξειδίκευση την οποία ακριβώς επικρίνουν. Η κριτική που θα μπορούσαν να φέρουν, λόγω της κεντρικής θέσης τους μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων, έχει μετατραπεί σε ένα αγώνα για την θέση έναντι των ανδρών. Δεν είναι οι ρόλοι που κριτικάρουν αλλά τα άτομα που προσομοιάζουν με τους ρόλους τους. Αυτό τελειώνει στην μορφή μιας απλής μάχης των φύλων, ασήμαντη σε σχέση με την αρχική φιλοδοξία. Από μια θέση "πόνου", έχουμε ολίσθηση προς μια θέση για να κατακτηθεί (η "γυναίκα είναι εξίσου ευφυής και ικανή με τον άνδρα») ή να ανακτηθεί («η μητριαρχία προηγήθηκε της πατριαρχίας"). Αλλά μόνο ο πόνος, με την ευρεία έννοια από αυτό που είναι έντονα αισθητό ως αφόρητο, κάνει το άτομο να μιλάει εξ ονόματός του, σε μια μοναδικότητα που δεν μπορεί να μειωθεί στους εξειδικευμένους ρόλους του.

Ο πόνος και η κρίση της κοινωνικότητας

7Ο πόνος φαίνεται να σχετίζεται με μια ατομική αντίληψη της κρίσης της κοινωνικότητας και επομένως της αναπαραγωγής των ατόμων. Οι σχέσεις που εμφανίζονται φυσικές ξαφνικά δείχνουν το ψεύδος τους. Σταδιακά γίνονται αντιληπτές ως απαράδεκτες, αφόρητες. Οι παλιές καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις στη συνέχεια απορρίπτονται στο σύνολό τους, χωρίς αυτό να προκαλείται από μια ενδελεχή ανάλυση των «χρόνων της οργής» που έδωσαν ζωή στους εξειδικευμένους ρόλους μέσα στην ταπείνωση ή την δυστυχία. Αυτό που προηγουμένως εκτονώνεται στο μίσος μεταξύ των κοινοτήτων (συχνό σε χώρες όπου μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμα τις παλιές κοινότητες από τις καπιταλιστικές σχέσεις) ή στο ταξικό μίσος (κυρίως μεταξύ αστών και προλεταρίων) δεν αρκεί πλέον για να εκφράσει και να διοχετεύσει την αγανάκτηση που εμφανίζεται ως το υπόστρωμα του μί σους. Η δυσαρέσκεια επομένως δεν έχει εξαφανιστεί, όπως θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης, για τους οποίους όλος ο κόσμος έχει βρει τη θέση του και κατανοεί τη θέση που κατέλαβε στο σύστημα, όπως η αποδοχή του «ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. " Αυτό που έχει εξαφανιστεί είναι η συλλογική μορφή έκφρασης της δυσαρέσκειας. Η δυσαρέσκεια εξατομικεύεται στο βαθμό της κρίσης των παλαιών κοινοτήτων και των τάξεων. Θα έχει περισσότερη δύναμη από ότι το «δυσαρεστημένο» ("ressentimenteux" συνδυασμός δυσαρέσκειας και αυτοαπέχθειας) άτομο που ανήκε σε μια κυριαρχούμενη ομάδα (π.χ. το προλεταριάτο), που του εξασφάλιζε στο παρελθόν το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνικοποίησής του. Στη νέα κατάσταση, υπάρχει βέβαια αυτονόμηση του ατόμου σε σχέση με την ομάδα του, αλλά πολύ μερική, πολύ πρόσφατη για να προσφέρει άλλες προοπτικές. Αυτή είναι η διαφορά με την κρίση μιας κυρίαρχης τάξης ή ομάδας, επειδή τα άτομα των ομάδων αυτών ζουν την κρίση με λιγότερη αμεσότητα, γεγονός που τους επιτρέπει να ανακάμψουν ατομικά και να αναπροσαρμοστούν κοινωνικά.
8Αντίθετα, για τα άτομα των κυριαρχούμενων ομάδων, η αποδόμηση του "περιβάλλοντός" τους είναι μια καθαρή από-κοινωνικοποίηση, η οποία θα παράγει δύο κινήσεις φαινομενικά χωρίς έκδηλη σύνδεση. Από τη μία πλευρά, επιδιώκουν την επανακοινωνικοποίηση με κάθε κόστος μέσα σε μια κοινότητα-κουκούλι που υποτίθεται ότι θα τους επιτρέψει να επιτύχουν την ατομικότητά τους, πέρα από τις κακές εξειδικεύσεις των ρόλων. Η προσφυγή στην εθνική ταυτότητα, ο φονταμενταλισμός, είτε ισλαμικός, εβραϊκός ή καθολικός, εμφανίζεται ως λύση. Αλλά, από την άλλη πλευρά, τα άτομα δεν είναι ποτέ εντελώς απο-κοινωνικοποιημένα, έχουν να κάνουν με αυτή την "επισφαλή κοινωνικοποίηση" και είναι αυτό που συχνά οδηγεί στην παιδική υποταγή στους νόμους του κράτους. Είναι μέσα στην αντιφατική σχέση αυτών των δύο κινήσεων που το άτομο τοποθετείται σε σχέση με τη δημοκρατία, συναινετικά. Εάν η πρώτη κίνηση κυριαρχεί, η έκφραση της παίρνει τη μορφή του μίσους των άλλων, αν είναι η δεύτερη που κερδίζει, η έκφρασή της παραμένει μέσα στο επιτρεπόμενο πλαίσιο, η πολιτική έκφραση περιορίζεται στην ψηφοφορία και στις ιδιωτικές αντεγκλήσεις.

Αποκοινωνικοποίηση και το μίσος των άλλων

9Αν είναι το μίσος του άλλου που επικρατεί, δεν θα βρει τη νομιμότητα στο σύστημα που το παράγει. Γεγονός που σε αντίθεση με το ταξικό μίσος, στηρίζει τις οργανώσεις και τις μεθόδους του πολέμου με τάση ορθολογική, βασίζεται σε συγκεκριμένους κώδικες και αναγνωρίζεται από τη δημοκρατική κοινωνία (συνδικάτα, απεργίες, διαδηλώσεις, λαϊκές εξεγέρσεις), το μίσος του άλλου είναι ανορθολογικό και αν είναι αποδεκτό, είναι μόνο σε ιδιωτικά πλαίσια. Από τη στιγμή που γίνεται δημόσια, καταδικάζεται από την δημοκρατική κοινωνία ως μη-ανθρώπινο, τερατώδες. Είναι γιατί το ανορθολογικό αντιτίθεται στις λογικές κατασκευές που είναι χαρακτηριστικές του λογικού ανθρώπου, χαρακτηριστικές του ανθρώπου του καπιταλισμού που έχει νικήσει αυτό που υπάρχει φυσικά, το ζώο μέσα στον άνθρωπο. Αυτό το ανορθολογικό θεωρείται από το δημοκρατικό κράτος ως ένα απομεινάρι παλαιότερων εποχών, προ-καπιταλιστικών. Έτσι, επικαλείται συχνά την επιρροή της «παλαιάς γερμανικής ψυχής" για να εξηγήσει τον ενδημικό εθνικισμό και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, σε μια χώρα όπου η αστική τάξη δεν είχε ποτέ πραγματικά καταφέρει να εγκαταστήσει την ταξική κυριαρχία της πάνω στο σύνολο της κοινωνίας 7 .
10Η καπιταλιστική κοινωνική σχέση υπό την δημοκρατική ή γραφειοκρατική της μορφή, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει πάντα ως ουτοπία το συμβάν των ανθρώπων, το κυνήγι του πάθους, τα ένστικτα, τα αισθήματα και, γενικότερα, το συναίσθημα στην ιδιωτική σφαίρα. Η βασιλεία της είναι αυτή του αντικειμενικού, του φετιχισμού του πραγματικού και της οικονομίας. Ξαναβρίσκουμε εδώ την περίφημη "αστική ψυχρότητα" που καταγγέλθηκε από τον Αντόρνο.  Φυσικά, οι δημοκρατικές κοινωνίες συνεχώς προσπαθούν να επανεγχέουν το συναισθηματικό σε μια κοινωνική σχέση όλο και περισσότερο «πραγμοποιημένη», αλλά αυτό το συναίσθημα δεν έχει πλέον καμία διεισδυτικότητα, καμία δύναμη κοινωνικής διείσδυσης, επειδή έχει διασκορπιστεί στην διασπορά των κατακερματισμένων θέσεων. Για το άτομο, σε κάθε θέση αντιστοιχεί μια συναισθηματική υπερφόρτιση που είναι μόνο για να αντισταθμίσει την γελοιότητα αυτής της θέσης, η έλλειψη ουσίας του αντικειμένου της συναισθηματικότητας. Τα παραδείγματα αφθονούν: "συναισθηματική" σχέση με το αυτοκίνητο, αμφιθυμία των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών (κυριαρχία- υποταγή ), των ατομικών σχέσεων ανδρών και γυναικών (περιφρόνηση-κατοχή-εξάρτηση), αμφιθυμία 8  σε σχέση με την κατανάλωση ( ενθουσιασμός- απογοήτευση).
11Η γελοία πτυχή αυτών των θέσεων δεν οδηγεί απαραίτητα στην αμφισβήτηση της κοινωνικής σχέσης που τις παράγει, δεδομένου ότι βασίζεται πάντα στο σύστημα βάρους και αντίβαρου για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει. Η αμφισβήτηση δεν μπορεί να προέλθει από μια συνειδητή πράξη στοχασμού, αλλά μάλλον από μια κατάσταση ατυχίας ή αντιληπτής ως τέτοιας, από μια ατυχή κατάσταση που θα θέσει σε κίνδυνο το σύνολο της ισορροπίας της κατασκευής. Αυτή η ατυχία βιώνεται τότε ως μια επίθεση ενάντια στην ίδια την αναπαραγωγή του ατόμου. Είναι αυτή η κατάσταση που βιώνεται ως επιθετικότητα που οδηγεί σε μια νέα καθολικοποίηση της συναισθηματικότητας που πραγματοποιείται πάνω στη βάση αυτής την αποτυχίας: το μίσος των άλλων γίνεται επομένως για το αποκοινωνικοποιημένο άτομο μια προϋπόθεση της ίδιας του της αναπαραγωγής και, για ορισμένες πολιτικές ομάδες, μια επιχείρηση για την μετατροπή της ατομικής δυσαρέσκειας σε κοινωνική δυσαρέσκεια, δείχνοντάς του τις φιγούρες του Άλλου, φιγούρες που μπορεί να είναι τόσο «πραγματικές» (οι μετανάστες ή οι περιθωριακοί στα προάστια) όσο και απλά αντιπροσωπευτικές ή ενημερωτικές (μετανάστες ή Εβραίοι) σε περιοχές όπου αυτές οι φιγούρες δεν ανταποκρίνονται πολύ ή και καθόλου  σε μια συγκεκριμένη πραγματικότητα.

Το άτομο της κοινωνίας των εγώ 9

12Η δημοκρατική κοινωνία αποτελείται από άτομα που συλλογίζονται μέσα στην ετερονομία: το "υποκείμενο" του κλασικού ανθρωπισμού δεν υπάρχει πια. Το νεωτερικό άτομο δεν έχει κατακτήσει τη θέση του. Είναι ένα δεδομένο που θα πρέπει να επωφεληθεί από την κατάστασή του. Εκτός από την περίπτωση που είναι σε προσωπική κρίση, είναι κατάλληλο για την κοινωνία, επειδή δεν μπορεί πραγματικά να την κριτικάρει, αυτό είναι η εγγύηση της κατάστασής της, η οποία οφείλεται σε αυτό. Ένα καλό παράδειγμα είναι κατά την διάρκεια των απεργιών στις δημόσιες υπηρεσίες. Το νεωτερικό άτομο είναι αυτό που πιστεύει ότι το μετρό και οι σιδηρόδρομοι κινούνται από μόνα τους, και όταν το μηχάνημα σταματά, δεν το καταλαβαίνει, αλλά όπως ένα παιδί, χτυπάει τα πόδια του και αναστατώνει όλο τον κόσμο μέχρι αυτό να τον ικανοποιήσει. Είναι το άτομο χρήστης που καταναλώνει τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας του. Από αυτή τη συγκεκριμένη θέση πηγάζει προφανώς μια ατροφική οπτική του κόσμου, στο μέτρο της φθίνουσας σχέσης του με τον κόσμο.
13Δεν είναι πλέον παρά το άτομο-σωματίδιο που είναι το ον της περιόδου της διάλυσης των τάξεων. Ως διαρηγμένο "υποκείμενο", δεν μπορεί να βρει στην σχέσης του με τους άλλους, την επιβεβαίωση της αυτονομίας του, όπως αυτό συνέβαινε στην περίπτωση του υποκειμένου αστού. Το νεωτερικό άτομο δεν μπορεί να αναπτύξει την ελλειπή υποκειμενικότητά του παρά μόνο μέσα στην διυποκειμενικότητα και σ’ ένα νέο είδος σχέσης με τους άλλους. Αυτή η έλλειψη συγκεκριμένου περιεχομένου και επομένως πραγματικότητας του ατόμου το έχει παραδόξως οδηγήσει, κατά τα έτη 60-70, να ανάγει σε υπέρτατη αξία την έννοια της αυθεντικότητας, μια έννοια που λειτουργεί σαν ένα κενό περιτύλιγμα ενός αδιάφορου περιεχομένου: όλα είναι έγκυρα υπό την προϋπόθεση ότι είναι αυθεντικά.  Η αναγνώριση των διαφορών (του πολιτισμού, των ηθών) γίνεται με την ισοδυναμία ("καθένας τα πράγματά του"). Ο μισθωτός στο τέλος του αιώνα πιστεύει ότι αναγνωρίζεται αμέσως από κάθε άλλο άτομο και βλέπουμε σ’ αυτόν μια απόδειξη της άμεσης ένταξής του στην ανθρώπινη φυλή, χωρίς την ανάγκη των προηγούμενων διαμεσολαβήσεων που εξασφάλιζαν τους δεσμούς αλλά και επισήμαιναν τις διαφορές, εγκαθιστώντας φραγμούς. Είναι γι’ αυτό που νομίζει ότι υπερβαίνει τους κατακερματισμένους ρόλους για να οδηγηθεί σε μια νέα σχέση μεταξύ ατομικότητας και κοινωνικότητας. Είναι το προϊόν μιας ψευδούς συνείδησης του ατομικισμού: ο διαχωρισμός εκλαμβάνεται ως αυτονομία, η μη-διαφοροποίηση ως αναγνώριση του ίδιου μέσα στους άλλους, η επικοινωνία και η σύνδεση ως μια πραγματική σχέση. Είναι αυτή η «ελευθερία» χωρίς αληθινό υποκείμενο ούτε αντικείμενο η οποία, από τη δεκαετία του '80, έχει μετατραπεί σε επιθυμία για επανασύνδεση: ο λαός, η συλλογική ψυχή, η εθνική ή περιφερειακή επικράτεια είναι μεταξύ των αναφορών στην αξία του ριζώματος, αναφορές που επιτρέπουν την αναγνώριση των διαφορών με βάση ... έως και τον αποκλεισμό. Αυτή η επανασύνδεση μπορεί να εξηγηθεί, επειδή υπάρχει μια ολοκληρωτική κρίση της σχέσης με το συλλογικό και το καθολικό, ο κατακερματισμός των ρόλων, μακριά από το να έχει ξεπεραστεί, κατέχει τόσο μεγάλη δύναμη που δεν υποστηρίζεται από, ούτε τείνει πλέον προς την ιδέα της χειραφέτησης (η καθολικότητα που έδωσε το νόημά της στην εξατομίκευση). Κάθε ιδέα κοινωνικής ουτοπίας έδωσε τη θέση της σε μια επιθυμία για εκ νέου ρίζωμα, το οποίο φαίνεται ως το μόνο που μπορεί να λύσει την αντίφαση μεταξύ εξειδικευμένου και καθολικού: θετικοποίηση του παρελθόντος, πολιτιστική νοσταλγία, εθνικισμός, αντίθεση στην νεωτερικότητα είναι τα πιο αποκαλυπτικά σημάδια. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο είναι ότι αυτά τα σημάδια διακινούνται από άτομα ή ρεύματα που δεν ταυτίζονται πλέον με τους μεγάλους  πολιτικούς σχηματισμούς και διαχωρισμούς, τα παλιά ταξικά σύνορα. "Πράσινοι", "νέα δεξιά», «Νέα Αριστερά», πρώην αριστεροί αρχίζουν το χορό της αποκατάστασης 10 και τον εκτελούν συχνά από κοινού!

Περα απ’ όλα το ατομο ...

14Όποιες και αν είναι οι υπερβολές στις οποίες υποβάλλεται στην άσχημη παραλλαγή του ατομικισμού, η έννοια του ατόμου κρατάει, τόσο στην παλιά θεωρητική παράδοση όσο και στη λαϊκή χρήση της, μια χροιά θετική και αξιοποιητική που αποκλείεται να αγνοηθεί. Αυτό που είναι όλο και πιο λυπηρό, είναι το γεγονός ότι ακόμη και μέσα στη δημοκρατική μορφή που το φοβερίζει, το άτομο παραμένει, στην συνείδηση ​​των ανθρώπων, μια κριτική αναφορά έναντι της μαζικοποιημένης τυποποίησης που παράγεται από την τρέχουσα κοινωνική σχέση και κρατάει επομένως, σε σχέση με αυτό το φαινόμενο, μια αληθινή κριτική δυνατότητα. Είναι πράγματι στο πλαίσιο αυτής της ιδέας που ο σύγχρονος μισθωτός, σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, συνοψίζει το ποσό της ζημίας 11 που παρήγαγε σε αυτόν το σύστημα. Κρατώντας την δύναμή του, γιατί έχει πραγματικό αντίκτυπο στην καταγραφή του κριτικού λόγου: όταν ο κριτικός λόγος επανεκκινεί, είναι με το άτομο που "κολλάει" πιο εύκολα, που εκφράζει μια ορισμένη θετικότητα σε ευρετική αξία. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη αναφορά σε μια ανώτερη μορφή, πιο γεμάτη ανθρωπιά 12 , πρέπει να την λάβουμε υπόψη, τουλάχιστον ως βάση στήριξης. Εάν η εποχή είναι ήδη αυτή της κριτικής, δεν είναι ακόμη αυτή των συστηματικών αναφορών που δίνουν ελπίδα για τη γέννηση ενός άλλου ατόμου ή για κάτι άλλο εκτός από το άτομο. Η εποχή είναι ακόμα στην εκκένωση της παλιάς κομμουνιστικής ιδεολογίας της οποίας είχε ήδη αναγγελθεί το μνημόσυνο εδώ και πολύ καιρό. Ο εφησυχασμός και ο φόβος του κενού, θα συνυπάρξουν για κάποιο χρονικό διάστημα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου