αποσπασμα από το κειμενο:
Πίσω από την οικονομική κρίση, η πρόβληματικη ενοποίηση του
κεφαλαίου
Απρίλιος
του 2012 , Jacques Wajnsztejn
... Σε μια οικονομία του χρέους
Σύντομο Ιστορικό
24Το δημόσιο χρέος
αρχίζει με τις αντι-πληθωριστικές πολιτικές και τις πολιτικές προσφοράς που
διεξάγονταν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι Πολιτικές ανάκαμψης
από την ζήτηση δεν θεωρούνται πλέον εφικτές λόγω "εξωτερικών περιορισμών 11 ", οι πολιτικές οι
λεγόμενες της προσφοράς, δηλαδή, που στοχεύουν στην ανάκαμψη με προτεραιότητα
στην μείωση του χρέους και στην εταιρική κερδοφορία θα οδηγήσουν σε συρρίκνωση
του προσωπικού και κατά συνέπεια στην αύξηση της ανεργίας, στην μείωση των
εσόδων από φόρους και στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών (κοινωνική
αντιμετώπιση της ανεργίας). Μια πτώση των εσόδων ενισχυμένη από την εφαρμογή των θέσεων του
Laffer, σύμφωνα με την οποία «υπερβολικοί φόροι σκοτώνουν τους φόρους», δηλαδή
ότι από ένα ορισμένο επίπεδο φορολογίας των φυσικών προσώπων δεν επιθυμούν
πλέον εργαστούν σκληρότερα ή καλύτερα γιατί αυτή η επιπλέον προσπάθεια είναι
προς όφελος του κράτους. Μια σειρά από φορολογικά οφέλη θα συσταθούν για να απαλλάξουν τους
εύπορους και όχι μόνο "τους πλούσιους", ενθαρρύνοντας τους επενδυτές
με τη δημιουργία φορολογικών κενών 12 . Αλλά στην άλλη όψη του
νομίσματος, οι πολιτικές αυτές συμβάλλουν στη μείωση των κρατικών εσόδων
(φορολογικές περικοπές για τους πλούσιους και πτώση των μισθών και επομένως
χαμηλότερη φορολογία για το σύνολο των μισθωτών), ενώ δεν είναι πραγματικά σε
θέση να μειώσουν τις δαπάνες. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού αυξάνεται καθώς και η ανάγκη χρηματοδότησης,
ωστόσο όλες οι χώρες δεν απολαμβάνουν το προνόμιο των ΗΠΑ που χρηματοδοτεί το
χρέος της από τους άλλους.
25Παράλληλα το ιδιωτικό
χρέος αυξήθηκε λόγω των υψηλότερων πραγματικών επιτοκίων και της αργής ανάπτυξης
όπου προστίθενται οι επιχειρηματικές επενδύσεις και η κατανάλωση των
νοικοκυριών με την χρήση πιστωτικής. Ωστόσο αυτό είναι αναγκαίο για να
αντισταθμίσει την αργή ανάπτυξη της δραστηριότητας, όταν τα κέρδη που επιτυγχάνονται
εξυπηρετούν κυρίως στην μείωση του χρέους και όταν η αυτο-χρηματοδότηση είναι
ανεπαρκής.
26Το χρέος
συνεχίζει επομένως να αυξάνεται τόσο το δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό και αυτό
στις περισσότερες χώρες που αντιμετωπίζουν τις ίδιες περίπου συνθήκες. Αλλά η αντιμετώπιση του
προβλήματος δεν είναι ταυτόσημη.
27Από εκείνη την εποχή,
εκδηλώνεται η τάση που ξαναβρίσκουμε σήμερα μιας αντίθεσης ανάμεσα στη
δυνατότητα των ΗΠΑ να διεξάγουν αντικυκλικές πολιτικές κατά τη διάρκεια μιας
ύφεσης - στην προκειμένη περίπτωση μια ευέλικτη και χαλαρή πολιτική που
ανταποκρίνεται στις βραχυπρόθεσμες ανάγκες - και την αδυναμία των ευρωπαϊκών
χωρών να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, λόγω της έλλειψης μιας κοινής
ευρωπαϊκής πολιτικής, ενώ οι οικονομίες των χωρών αυτών είναι ολοένα και πιο αλληλοεξαρτώμενες. Αυτή είναι πράγματι η πολιτική του
ισχυρού νομίσματος συνδεδεμένου με το γερμανικό μάρκο που έχει θριαμβεύσει, κατόπιν
αυτή του κοινού νομίσματος, του ευρώ, το οποίο είναι ένα είδος γερμανικού
Μάρκου στα χρώματα της Ευρώπης. Αλλά αυτή η πολιτική επιβάλλεται πάνω στις υποθετικές βάσεις μιας
ανάκαμψης της ανάπτυξης με το ρυθμό των «τριάντα ένδοξων χρόνων». Έτσι, τα κριτήρια σύγκλισης του
Μάαστριχτ αναπτύχθηκαν δέκα χρόνια αργότερα, με μια πρόβλεψη ανάπτυξης 5%
ετησίως που επιτρέπει να καλυφθεί εύκολα ένα έλλειμμα 3% και να μειωθεί το χρέος
κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Αλλά από τη δεκαετία του 1980, η τάση έχει
αντιστραφεί, ο ρυθμός ανάπτυξης επιβραδύνεται ή γίνεται αρνητικός.
28Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ανταποκριθεί σ’ αυτό με την εγκατάλειψη κάθε
πολιτικής δημοσιονομικού ελλείμματος, απαραίτητη ωστόσο, για την κυκλική
σταθεροποίηση. Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετείται γίνεται επομένως
προκυκλική δεδομένου ότι η ύφεση είναι αντιμέτωπη με μια λιτότητα που την ενισχύει,
αρχικά τουλάχιστον και έτσι εμποδίζει ή καθυστερεί μια επιστροφή στην ανάπτυξη 13 .
29Ωστόσο, αυτές οι
πολιτικές λιτότητας δεν έκαναν πραγματικά να μειωθεί το χρέος, γιατί η
συνειδητή μείωση του δημοσίου ελλείμματος αντισταθμίζεται πλήρως από την
επίδραση της οικονομικής ύφεσης και την αύξηση των επιτοκίων. Αυτό είναι σήμερα που
μας υπόσχονται Μέρκελ, Σαρκοζί καθώς και η ΕΚΤ.
30Με αυτές τις
πολιτικές, είναι επίσης η εκδίκηση των εισοδηματιών που εκδηλώνεται. Μια
εκδίκηση που εκτείνεται σε νέες κατηγορίες, όχι μόνο εκείνων που συμμετέχουν
στον καπιταλισμό των μετόχων, αλλά και των συνταξιούχων ολοένα και πιο εύπορων 14 και πολυάριθμων λόγω της δημογραφικής
γήρανσης, οι οποίοι διαδραματίζουν ενεργό ρόλο σε αυτή την αναβίωση μέσω των
συνταξιοδοτικών ταμείων τους . Ο Κέινς πίστευε ότι η καλή πλευρά της κρίσης του 1930, ήταν τουλάχιστον
η ευθανασία των εισοδηματιών. Η γενίκευση της μισθωτής σχέσης και ο μακροχρόνιος πληθωρισμός
φάνηκαν να τον επαληθεύουν, αλλά αν ο προηγούμενος τύπος εισοδηματία δεν ζούσε
παρά μόνο από τα εισοδήματα, που στην πραγματικότητα έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, ο
νέος εισοδηματίας που συνδυάζει εισόδημα από εργασία (συμπεριλαμβανομένων των
υπό συνταξιοδοτική μορφή) και τα εισοδήματα από κεφάλαιο επεκτείνεται διαρκώς
μέσω του χρηματοπιστωτικού εκδημοκρατισμού που αντιπροσωπεύουν τα νέα
χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Το άνοιγμα του κεφαλαίου των εταιρειών και η μαζική είσοδο τους
στο χρηματιστήριο, οι επενδυτικές μετοχές ή συμμετοχών, τα αμοιβαία κεφάλαια,
συνταξιοδοτικά ταμεία, τα δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών άλλαξαν την
κατάσταση.
Η μετατροπή του
χρέους σε χρηματοοικονομικά προϊόντα
31 Οι τράπεζες θα εφεύρουν την τιτλοποίηση των χρεών που συνίσταται
στην ανασύνταξη διαφόρων ειδών χρεών με τα διαφοροποιημένα ρίσκα, από τα οποία ορίζεται
η αναμενόμενη συνολική απόδοση, ώστε δημιουργείται ένα νέο οικονομικό προϊόν
ομολογιακού τύπου. Αυτός ο τίτλος μπορεί να πωληθεί ή να ανταλλαγεί στην αγορά έναντι
οποιουδήποτε άλλου τίτλου 15 . Τα "παράγωγα
προϊόντα" που ακολουθούν χρησιμεύουν στην διασφάλιση του παίκτη έναντι
απροσδόκητων αυξήσεων ή πτώσεων των τιμών. Τα προϊόντα αυτά θα εκραγούν με
την επέκταση ενός αυξανόμενου επιπέδου κερδοσκοπίας.
32Μέχρι την
ανακάλυψη αυτής της διαδικασίας, εθεωρείτο ότι το ενεργητικό των τραπεζών και
κυρίως ο φάκελος των πιστώσεων ήταν μη ρευστοποιήσιμος γιατί αυτές οι πιστώσεις
αποτέλεσαν το αντικείμενο μιας σαφούς σύμβασης μεταξύ του δανειστή και του
δανειολήπτη με τον όρο των ιδιωτικών πληροφοριών της οποίας η τράπεζα ήταν ο
ιδιοκτήτης (αυτή ήταν η βάση του «τραπεζικού απορρήτου»). Δεν θα μπορούσαν επομένως
να πωληθούν σε μια δημόσια αγορά. Τιτλοποίηση έχει αφαιρέσει αυτό
το εμπόδιο καθώς ξαφνικά αυτές οι πιστώσεις θα μπορούσαν να αποτελούν
αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην αγορά. Η τράπεζα δεν έχει πλέον να
κρατήσει και επομένως να χρηματοδοτήσει τα δάνεια που έχει χορηγήσει, μπορεί να
τα πουλήσει και ως εκ τούτου να αναλάβουν άλλοι, όπως τα επενδυτικά κεφάλαια, με
προμήθεια, τα ρίσκα της πίστωσης. Αυτό οδήγησε σε μια μείωση της επιλεκτικότητας
των χορηγούμενων πιστώσεων καθώς έγιναν
πολύ επικίνδυνα και σε μια αύξηση του όγκου των κεφαλαίων καθώς οι τράπεζες δεν
συγκρατούνται πλέον από την απαίτηση της αναλογικότητας των ιδίων κεφαλαίου σε
σχέση με τα χορηγούμενα δάνεια 16. Παρ' όλα αυτά, και για να μην αφεθούν στην σημερινή ευκολία της
ανεύρεσης αποδιοπομπαίων τράγων και να υποκρίνονται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο (σαν
την παροιμία με τον βοσκό και τον λύκο), η αναζήτηση ρευστότητας σε ένα πλαίσιο
αβεβαιότητας είναι μια "φυσιολογική" συμπεριφορά από την πλευρά του
κάθε μεμονωμένου οικονομικού παράγοντα (σε μικροοικονομικό επίπεδο επομένως). Ηρεμεί το φόβο καθενός ότι η
απρόβλεπτη συμπεριφορά των άλλων θα έχει αρνητικό αντίκτυπο σ' αυτόν. Αλλά μόλις η ατομική αντίδραση
μετατρέπεται σε συλλογική δράση, ο πανικός εξαπλώνεται με συνακόλουθη μια έλλειψη
ρευστότητας, δηλαδή δημιουργείται, με τρόπο πολύ ορθολογικό, το αντίθετο από
αυτό που ήταν αναμενόμενο από τους οικονομικούς παράγοντες. Είναι αυτό το είδος της κατάστασης
που προκαλεί απαισιοδοξία για την ικανότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών να
κατευθύνουν, από μόνες τους, τις επενδύσεις σε μια προοπτική της καινοτομίας βραχυπρόθεσμα
καθώς και να επενδύσουν σε μια πιο μακροπρόθεσμη βάση. Αυτό δεν είναι αυτόματο. Πρέπει να υπάρχουν οικονομικοί
παράγοντες που να λαμβάνουν αυτή την απόφαση και αν αυτοί δεν είναι ιδιωτικοί
παράγοντες πρέπει τότε να είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Διαφορετικά, το πιστωτικό σύστημα
θα πρέπει να κοινωνικοποιηθεί. Αυτό είναι που η γκωλική κυβέρνηση προσπάθησε να επιτύχει το 1945
με την εθνικοποίηση της Τράπεζας της Γαλλίας και τεσσάρων μεγάλων τραπεζών
καταθέσεων.
33Το κράτος κάνει
το ίδιο με το δημόσιο χρέος των δανείων που λαμβάνονται από το δημόσιο, όπως
έκανε η Γαλλία με την κυβέρνηση του R. Barre το 1976 και στην συνέχεια με τρόπο πιο γενικευμένο με την
έκδοση εντόκων γραμματίων. Οι κεντρικές τράπεζες έχουν μεταξύ
τους συμφωνίες ανταλλαγής (swap), δηλαδή μηχανισμούς
διασφάλισης που αναπτύχθηκαν ενάντια στον κίνδυνο και διαχειρίζονται με αδιαφανή τρόπο
τα είδη των προϊόντων που εκδίδουν, διότι κανείς δεν τους ζητά ποτέ το
λογαριασμό. Τα πάντα στηρίζονται στην εμπιστοσύνη και στην ιδέα της εθνικής
κυριαρχίας. Αλλά η υπογραφή των κρατών είναι, ως αρχή, αλάθητη και οι ανάγκες
χρηματοδότησής τους ανεξάντλητες. Αυτή των μεγάλων πολυεθνικών είναι
ελάχιστα λιγότερο.
34 Οι τράπεζες από τη μία πλευρά, οι μέτοχοι των συνταξιοδοτικών ταμείων
από την άλλη θα επωφεληθούν στο μέγιστο από αυτή τη λαχτάρα για χρηματοδότηση,
αλλά καθώς τα δικά τους χρήματα δεν είναι ατελείωτα, κάποια στιγμή θα απευθυνθούν
στην χρηματοοικονομική αγορά στα ταμεία που εξακολουθούν να έχουν ρευστότητα
χωρίς ακόμα να χρησιμοποιείται. Αλλά μερικά από αυτά τα κεφάλαια δεν είναι παρά κερδοσκοπικά
κεφάλαια (hedge funds) που αυξάνουν
σημαντικά το τελικό κόστος της πίστωσης.
35Στο τέλος της
διαδικασίας, η ανάληψη κινδύνου από ορισμένες τράπεζες, αυτών που εμπλέκονται
περισσότερο στη συναλλαγή παραγώγων, φτάνει να οδηγείται αποκλειστικά από αυτή
την κερδοσκοπικού τύπου δραστηριότητα και όχι πλέον από την παραδοσιακή δραστηριότητα
της τράπεζας 17 . Αυτό έχει βέβαια διευκολυνθεί από
το τέλος της εξειδίκευσης των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Το τέλος του
διαχωρισμού μεταξύ των καταθετικών τραπεζών και των επενδυτικών τραπεζών (σε
ισχύ από το 1966 στη Γαλλία και ενισχυμένη και αποτελεσματική το 1982), για
παράδειγμα, η Credit Lyonnais πολύ μπλεγμένη σε ριψοκίνδυνες επενδύσεις στις
αναδυόμενες χώρες, εξαγορές-συγχωνεύσεις, όπως η Paribas αγοράστηκε από την BNP, το τέλος του
διαχωρισμού μεταξύ ασφαλιστικών και τραπεζικών
δραστηριοτήτων με τα μεγάλα έργα της AXA και τελικά την δυνατότητα που
προσφέρεται σε οποιαδήποτε μεγάλη επιχείρηση να δημιουργήσει τράπεζα και πιο
ειδικά για πιστώσεις (Auchan και Carrefour18 , αλλά επίσης Peugeot και Renault).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου