Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (1 ΑΠΟ 2)


Δεκέμβριος του 2012 , Jacques Wajnsztejn
Posted in: Variations no 17 ( http://variations.revues.org )


1Όπως πάντα, όταν ένας επαναστατικός κύκλος φθάσει στα όριά του, είναι πάνω στα όριά του που ευδοκιμεί ο επόμενος κύκλος, είτε πρόκειται για ένα αντεπαναστατικό κύκλο όπως αυτόν στα χρόνια 1920-1930 που διαδέχτηκαν τις ρωσικές και γερμανικές επαναστάσεις είτε πρόκειται αν ένα κύκλο από αναδιαρθρώσεις όπως αυτόν που διαδέχτηκε τα έτη 1960-1970. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η διαδικασία προχωρά με την ανατροπή αυτών των ορίων προς όφελος του.
2Η κριτική και το κίνημα άρνησης της εργασίας έχουν έτσι ανατραπεί προς όφελος του κεφαλαίου. Οι συχνές απουσίες και η αναστροφή έγιναν ευελιξία και ανασφάλεια. Οι εργαζόμενοι σε αλυσίδα έχουν εν μέρει αντικατασταθεί από ρομπότ και τα μεγάλα οχυρά των εργαζομένων κατεδαφίστηκαν. Η αναδιάρθρωση έχει γίνει μέσω μιας οργάνωση σε δίκτυο που συνδυάζει διάφορα κέντρα παραγωγής (reengering ). Έχουμε περάσει από ένα βιομηχανικό πλέγμα στην επιχείρηση- δίκτυο.
3Η κοινωνία της εργασίας έφτασε στο τέλος της ... και δεν υπάρχει λόγος να λυπόμαστε, αλλά η καπιταλιστική κοινωνική σχέση δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Προσπαθεί να αντισταθμίσει όλη την μάζα της ζωντανής εργασίας που έχει γίνει άχρηστη, μετατρέποντας κάθε δραστηριότητα, ακόμα και εκείνες που παρέμεναν στο περιθώριό της, σε χρήσιμες απασχολήσεις (ανάπτυξη αμειβόμενης «οικιακής» εργασίας, της επιμέλειας των παιδιών, του κοινωνικού τομέα, κλπ. .). Δεν πρέπει επομένως να συγχέεται η από-ουσιαστικοποίηση της δύναμης της εργασίας και το τέλος της εργασίας.
4Η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία συνδυάζει την τάση για αξιοποίηση χωρίς την εργασία και την διατήρηση της εργασίας ως πειθαρχία, στοιχείο κυριαρχίας περισσότερο απ’ ότι εκμετάλλευσης.

Τι είναι η εργασια;

εργασία είναι μια δραστηριότητα ξεχωριστή από τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Δεν είναι πλέον η ζωτική δραστηριότητα που εκφράζει μια ορισμένη σχέση με τον κόσμο που την περιλαμβάνει, αλλά μια σχέση με μια φύση που έχει γίνει εξωτερική. Η δραστηριότητα αυτή συνδυάζει επομένως τον διπλό χαρακτήρα μιας τάσης για κυριαρχία πάνω στην φύση και την ίδια στιγμή είναι μια έκφραση μιας κυριαρχίας των ανθρώπων πάνω στους άλλους ανθρώπους. Το πλαίσιο αυτό είναι αρκετά προγενέστερο από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η κυριαρχία είναι αυτό που είναι κοινό σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, συμπεριλαμβανομένου αυτού του κεφαλαίου. Αλλά αυτή η κυριαρχία παίρνει τη συγκεκριμένη μορφή της εκμετάλλευσης της ελεύθερης εργασίας στο καπιταλιστικό σύστημα και πολύ ειδικά στη φάση της τυπικής κυριαρχίας του κεφαλαίου (από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση έως το 1914) και στην πρώτη φάση της πραγματικής κυριαρχίας 1(1920/30). Μόνο σε αυτό το πλαίσιο η εργασία βρίσκεται στην καρδιά των κοινωνικών σχέσεων και έχουμε να κάνουμε με ένα «τρόπο παραγωγής», ενώ στα προ-καπιταλιστικά συστήματα, ακόμα και αν η πλειοψηφία του πληθυσμού εργάζεται, το κεφάλαιο συσσωρεύεται με πρωτόγονο τρόπο και η αξία εξαπλώνεται, η εργασία εξακολουθεί να περιλαμβάνεται σε ένα ευρύτερο σύνολο σχέσεων που ορίζονται από τους δεσμούς της προσωπικής εξάρτησης. Όπως είπε ο Μαρξ: οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων διαμεσολαβούνται από τα πράγματα, ενώ ο καπιταλισμός ορίζεται από τη σχέση μεταξύ των πραγμάτων που διαμεσολαβείται από τους ανθρώπους. Επομένως, η εξαφάνιση της μορφής του αστού ή ακόμα και του σύγχρονου καπιταλιστή δεν οδηγεί αυτόματα στην εξαφάνιση της εργασίας, όπως δείχνουν, αντιθέτως τα παραδείγματα της Ρωσικής Επανάστασης και του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από τη μία πλευρά και η έλευση της «κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας» από την άλλη.
6Δεν πρόκειται επομένως για "απελευθέρωση" της εργασίας από τον καπιταλιστικό ζυγό της, η οποία θα σήμαινε την μη κριτική της εργασίας παρά μόνο με τη μορφή της μισθωτής εργασίας και ως εκ τούτου να κάνουμε την έννοια της εργασίας («εργασία γενικά»), την μοναδική έκφραση του μεταβολισμού με τη φύση 2 .
7Η δραστηριότητα δεν κρύβεται, όχι πλέον, κάτω από την εργασία στο βαθμό που η δραστηριότητα είναι πανταχού παρούσα ως δραστηριότητα σε κρίση και δραστηριότητα της κρίσης. Σε αυτή την κρίση, οι σχέσεις ανάμεσα σε εργασία και δραστηριότητα συνεχώς αντιστρέφονται: οποιαδήποτε δραστηριότητα φαίνεται να μετατρέπεται σε εργασία καθώς τίποτα δεν πρέπει να ξεφεύγει από την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, αλλά η εργασία παραμένει μια ευκαιρία για δραστηριότητα (τεχνογνωσία, καινοτομίες, εφευρέσεις, κοινωνικές σχέσεις), παρά την αλλοτρίωση που προσιδιάζει στην καπιταλιστική κοινωνική σχέση.
8Αν η κρίση της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων έγινε τόσο βαθιά, είναι επειδή το ίδιο το κεφάλαιο είναι σήμερα στην πρώτη γραμμή της αμφισβήτησης της κεντρικότητας της εργασίας. Η πρακτική του δεν περνά μέσα από μια συνειδητή και πλήρη κατάργηση της εργασίας, αλλά από συγκεκριμένες αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, που παράγουν μια τάση για αποουσιαστικοποίηση της δύναμης της εργασίας, μια τάση για αξία χωρίς εργασία από την υποκατάσταση της ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) από την νεκρή εργασία (πάγιο κεφάλαιο). Η εργασία δεν είναι πλέον το κέντρο της διαδικασίας αξιοποίησης, δεν μπορεί πλέον να είναι κεντρική στο πλαίσιο της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας και οι αξιώσεις τις ως εκ τούτου απο-νομιμοποιούνται.  Αλλά, το κεφάλαιο την οργανώνει ακόμα μέσα από τις κατηγορίες των εργαζομένων και των αξιών τους, όπως αυτή της «αξίας-εργασία» όπως λένε οι πολιτικοί ηγέτες που συγχέουν την εργασία ως ιδεολογική αξία με την εργασία ως παραγωγό της υλικής αξίας. Όπως σε όλες τις μεταβατικές περιόδους, των μεγάλων ανακατατάξεων, το παλαιό συναντά το νέο.
9Για μας, η εργασία παράγεται ιστορικά από την επικράτηση της υλικής παραγωγής, που επέβαλε, για να δανειστώ μια φράση από τον Αντόρνο, μια σχέση κυριαρχίας στην εξωτερική φύση και όχι μια απλή ανταλλαγή ουσίας με τη φύση. Αυτή η κύρια δραστηριότητα επικεντρώνεται σε μια επικράτηση της υλικής παραγωγής που προκαλεί τον διαχωρισμό από τις άλλες δραστηριότητες και τη δυνατότητα συσσώρευσης ενός υπερπροϊόντος πέρα από τις συλλογικές ανάγκες της κοινότητας προέλευσης. Είναι σε αυτή τη βάση που σταδιακά η δραστηριότητα της εργασίας θα γίνει οικονομία της κοινωνίας και που οι θεωρίες για την αξία-εργασία και την παραγωγική εργασία θα αναπτυχθούν σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε «τυπική κυριαρχία του κεφαλαίου. " Σε αυτή τη φάση, μπορούμε να πούμε ότι η ζωντανή εργασία είναι πραγματικά στο επίκεντρο των κοινωνικών σχέσεων, αν και προφανώς, δεν βρίσκει την χρήση της παρά  στην ύπαρξη και τη μεσολάβηση του άλλου πόλου της κοινωνικής σχέσης, δηλαδή στην πλευρά του κεφαλαίου που συνίσταται στην νεκρή εργασία. Αλλά με το πέρασμα στην «πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου» (από το 1933 στις Ηνωμένες Πολιτείες και από το 1945  στην Ευρώπη και γενικευμένα από τα τέλη του 1960 έως το 1970), η διαδικασία αξιοποίησης τείνει να αυτονομηθεί από την διαδικασία της εργασίας. Είναι σε αυτή τη βάση που η κριτική της εργασίας θα λάβει τόσο μεγάλη σημασία για παράδειγμα στις  θέσεις των καταστασιακών και αυτές του περιοδικού Socialisme ou Barbarie σε θεωρητικό επίπεδο, στο Μαϊ του 1968 στην Γαλλία και στο Ιταλικό κίνημα άρνησης της εργασίας στα μεγάλα εργοστάσια του Βορρά 1969 - 1973. Αλλά η κριτική θεωρία, ποτέ δεν αιωρείται στον αέρα, το ζήτημα της κριτικής της εργασίας εν γένει - και όχι μόνο της μισθωτής εργασίας - προϋποθέτει ότι η συγκεκριμένη εργασία, η ζωντανή εργασία, δεν είναι πλέον η κύρια πηγή αξιοποίησης.
10Ωστόσο, αυτή η πλευρά της επίθεσης που συνιστούσε η κριτική της εργασίας δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι αυτό που είναι σημαντικό, τελικά, είναι η κριτική του κεφαλαίου ως ολότητα, ιδιαίτερα καθώς η αναδιάρθρωση που πραγματοποιήθηκε στις επιχειρήσεις εκείνη την εποχή, όπως το παράλληλο φαινόμενο της glo­ba­li­sa­tion/mon­dia­li­sa­tion (σ.μ. ο όρος glo­ba­li­sa­tion διακρίνεται από τον όρο mon­dia­li­sa­tion από το γεγονός ότι αναφέρεται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες εκτός της οικονομικής), σηματοδότησε μια εξέλιξη προς μια διαδικασία ολοποίησης που αντιληφθήκαμε λανθασμένα τότε.

Εργασια και πρακτικές αντι-εργασίας

11Σήμερα, η πρακτική αντι-εργασίας είναι η έκφραση μιας συγκεκριμένης υποκειμενικότητας η οποία, ως τέτοια, δεν έχει περισσότερη  επίδραση στις κοινωνικές σχέσεις από μια πρακτική που οδηγεί, πέρα απ’ όλα, να προσπαθήσει να κάνει κάποιος καλά την δουλειά του, τουλάχιστον στις περιόδους που δεν προσφέρουν τη δυνατότητα του περάσματος σε κάτι άλλο. Αυτή η αντίφαση είναι παρούσα από την αρχή του επαναστατικού κινήματος, όπως μπορεί να δει κανείς στην αντίθεση ανάμεσα σε ατομικιστές αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές. Αλλά η θέση της αντι-εργασίας των ατόμων όπως οι Darien ή Libertad παραμένει μια μειονότητα, διότι εκδηλώνεται ενάντια στο  ιστορικό ρεύμα της διαδικασίας που μετατρέπει τους προλετάριους των «επικίνδυνων τάξεων» σε εργαζόμενους. Αυτή η κριτική είναι επομένως ορισμένη από το εξωτερικό της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, όπως ήταν κατά την διάρκεια της εκδήλωσής της, στην εποχή που βασιζόταν στη σχέση εξάρτησης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αυτό είναι που θα κάνει τη ριζοσπαστικότητα μολονότι περιορίζει τα περιθώρια της πρακτικής. Είναι αυτή η ίδια εξωτερικότητα που χαρακτηρίζει την κριτική αντι-εργασίας που οδηγεί την Καταστασιακή Διεθνή στη δεκαετία του 1960. Εξωτερική κριτική επειδή δεν προκύπτει άμεσα ούτε από την κομμουνιστική θεωρία ούτε από την  πρακτική της ταξικής πάλης της εποχής. Αυτή τις προβλέπει από μια ευρύτερη ανάλυση των αντιφάσεων του κεφαλαίου και των κοινωνικών σχέσεων στην πορεία επαναστατικοποίησής τους με τη χρήση της τεχνο-επιστήμης, της επικοινωνίας κλπ..
12Αν αυτή η κριτική ξαναγίνεται δυνατή και ακουστή μετά από περισσότερο από μισό αιώνα  μαρξιστικής ιδεολογίας φανατικής της εργασίας, δεν είναι κατά κύριο λόγο επειδή αυτή αντανακλά σε ένα μικρό τμήμα της εργαζόμενης νεολαίας ή των φοιτητών της εποχής, αλλά επειδή η καπιταλιστική κοινωνική σχέση ξεκίνησε τη δική της κριτική της εργασίας. Η υποκειμενική κριτική βρίσκει εδώ τις αντικειμενικές συνθήκες της. Βλέπουμε έτσι να επανέρχεται παράλληλα, έστω και αν είναι λίγο αργά, ο Λαφάργκ και το δικαίωμα στην τεμπελιά και η ουτοπία μιας συνολικής αυτοματοποίησης, που κατέστη δυνατή από τον υψηλό βαθμό συσσώρευσης, αρχή ενός τέλους της εργασίας ως αλλοτριωμένη δραστηριότητα. Η θέση της IS από την άποψη αυτή δεν είναι διαφορετική από εκείνη των άλλων μαρξιστικών ρευμάτων της εποχής: η τεχνική πρόοδος δοξάζεται γιατί παραμένουμε στην πίστη της απελευθέρωσης ή από-αλλοτρίωσης από την Πρόοδο. Η ιδεολογία της αυτοματοποίησης της IS βασίζεται σε αυτό 3 .
13Στις άτυπες ομάδες που συμμετείχα εκείνη την εποχή 4 , η κριτική της αντι-εργασίας είναι συνδεδεμένη με προλεταριακές πρακτικές (απουσίες και σαμποτάζ, άγριες απεργίες χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα που είναι συνήθεις κατά το πρώτο εξάμηνο του 1970).  Επιπλέον, η κριτική αυτή συνδέεται σε θεωρητικό επίπεδο, με την ιδέα της αυτο-άρνησης του προλεταριάτου. Αυτή είναι η τάση η πιο προηγμένη, εκείνη την εποχή, για να προσπαθήσει να λύσει, τουλάχιστον θεωρητικά, την περίφημη αντίφαση στην οποία ο Ντεμπόρ και η IS απέτυχαν, δηλαδή αφενός την άσκηση κριτικής της εργασίας στο υψηλότερο επίπεδο ("Μην εργάζεστε ποτέ") και αφετέρου την υπεράσπιση των εργατικών συμβουλίων.
14Κατανόηση της παραγωγής του κεφαλαίου ως αντιφατική κοινωνική σχέση σημαίνει την άρνηση μιας προσέγγισης τύπου ή / ή (ή το ένα ή το άλλο) (π.χ. εργασία ή τεμπελιά), επειδή η εργασία είναι ένα συστατικό της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης, κατάφαση και άρνηση συνυπάρχουν στο ίδιο άτομο προλετάριου.
15Άρνηση της εργασίας δεν μπορεί επομένως να είναι μια διαχωριστική γραμμή, διότι δεν είναι ούτε μια θέση (αυτό είναι μια έκφραση της υποκειμενικότητας), ούτε μια απαίτηση ούτε μια συγκεκριμένη δράση (όπως η κατάργηση της εργασίας στην επανάσταση). Πρόκειται για ένα επαναστατικό κίνημα που έχει τεθεί ιστορικά, μια συγκεκριμένη μορφή της ταξικής πάλης, αλλά περιστασιακή. Είναι η ριζοσπαστικοποίηση αυτού του κινήματος που θα μπορούσε μόνο να δημιουργήσει τις επαναστατικές συνθήκες και την αυτοαναίρεση του προλεταριάτου προς μια ανθρώπινη κοινότητα (μια επανάσταση με τίτλο "ανθρώπινο 5  "). Εν τη απουσία του, το κίνημα θα υποχωρήσει γρήγορα, διότι δεν είναι μια υπερασπίσιμη συλλογική θέση.
16Η άρνηση της εργασίας δεν αποτελεί στοιχείο της ταξικής συνείδησης, γιατί αυτή περιλαμβάνει τη επιβεβαίωση της εργασίας ως δυνητική ικανότητα της παραγωγικής τάξης, ικανότητα να μεταμορφώσει τον κόσμο. Η άρνηση της εργασίας ως άρνηση είναι η ρήξη με αυτή τη διαδικασία επιβεβαίωσης και δεν αναπτύσσεται παρά σε στιγμές κρίσης στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων. Για το λόγο αυτό η διαμάχη της εποχής μεταξύ του J. Zerzan (άρνηση της εργασίας ως ριζοσπαστική επιθυμία) και Ch. Reeves (άρνηση της εργασίας ως έκφραση ενός ευνοϊκού συσχετισμού δύναμης) παραμένει μάταιη αν εκλάβουμε την διαμάχη σε θεωρητικό επίπεδο, ενώ αυτή εκφράζει ένα σημείο ανατροπής της ιστορίας: για την κατάργηση του κεφαλαίου και της εργασίας από τους προλετάριους ή για το τέλος της κεντρικότητας της εργασίας για το κεφάλαιο 6 .
17Τώρα ξέρουμε ποιος κέρδισε, τουλάχιστον προσωρινά, αλλά όπως σε κάθε πράγμα ουδέν κακό αμιγές καλού, υπάρχει τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα στη σημερινή κατάσταση, είναι ότι η εργασία δεν μπορεί πλέον να επιβεβαιωθεί, ούτε όπως εκφράστηκε από μια τάξη ούτε ως ουσία ή μέτρο της αξίας. Η παλιά αντίφαση, εσωτερική στο προλεταριάτο, μεταξύ επιβεβαίωσης και άρνησης κατέστη άκυρη. Η επιβεβαίωση της εργασίας που ήταν εν μέρη η εργατική τάξη διαλύθηκε στην αποβιομηχάνιση, στους αγώνες για τη συνταξιοδότηση, στην παραίτηση στην εργασία-εισόδημα συστατικό των αδιαφοροποίητων ατόμων-μισθωτών. Δεν υπάρχει χώρος για ένα μεσσιανικό όραμα του προλεταριάτου ως τάξη στην οποία είχε ανατεθεί το διπλό έργο μιας προοδευτικής εκβιομηχάνισης, σε συνεργασία με την αστική τάξη και μιας προλεταριακής επανάστασης ανταγωνιστικής στο κεφάλαιο.
18Δεν υπάρχει επομένως πλέον μια απόλυτη ταύτιση με μια εργασία που θα ήταν μια θετικότητα αφεαυτή, αλλά απομάκρυνση και αυτό είναι που είναι δυνητικά ανατρεπτικό. Αυτή η απομάκρυνση που υπερβαίνει το ζήτημα της εργασίας (μισθωτής ή όχι) και η οποία  κάνει το άτομο να μην συγχωνεύεται ποτέ με το αντικείμενο της δραστηριότητάς του, είναι ακριβώς αυτό που καθορίζει τον άνθρωπο και κάνει την ιδιαιτερότητά του, αλλά δεν εμφανίζεται συνεχώς. Αυτή η ιδιότητα του ανθρώπου είναι επίσης αυτή που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το μυστήριο της συμμετοχής στην εργασία. Η εργασία δεν είναι παρά κυριαρχία και εκμετάλλευση, που ορίζεται από το γεγονός ότι είναι μια δραστηριότητα κατά παραγγελία, είναι επίσης πειραματισμός, τεχνογνωσία και κάποιες φορές επίσης πάθος για δραστηριότητα. Φυσικά, όσο απομακρυνόμαστε από την εργασία τύπου τεχνήτη και συγκεκριμένα από τις απτές μορφές εργασίας, η πτυχή αυτή γίνεται όλο και πιο δευτερεύουσα ή εξαφανίζεται, ακόμη και αν αυτό συνεχίζει να λειτουργεί στη εργατική συνείδηση ​​μιας συλλογικής εργασίας.
19Από την άποψη της σαφήνειας της γλώσσας, θα ήταν καλύτερα να γίνει διάκριση μεταξύ της αξίας-εργασίας (ή ακριβέστερα της θεωρίας της αξίας-εργασίας) και της ιδεολογίας της εργασίας ως αξία, αλλιώς συσκοτίζεται η οικονομική και αντικειμενική πτυχή του πράγματος και δεν μπορούμε να καταλάβουμε ότι το ένα δεν πάει χωρίς το άλλο, ότι δεν είναι μια μάσκα. Συσκοτισμένοι από την αναπαράσταση (φετιχισμός) και το αποτέλεσμα στην αγορά (τα προϊόντα), κάποιοι επικεντρώνονται στην μορφή-αξία και την αφηρημένη εργασία η οποία θα είναι το περιεχόμενο, ξεχνώντας ότι το σημείο εκκίνησης είναι η δραστηριότητα μετασχηματισμού της εξωτερικής φύσης, μέσω της υλικής παραγωγής και όχι μόνο των σύγχρονων συνθηκών της ύπαρξης, μέσα σε καθορισμένες κοινωνικές σχέσεις που δεν αποτελούν το αντικείμενο παρά μιας ιδεολογικής αμφισβήτησης. Διαφορετικά, δεν θα καταλάβουμε γιατί ο ελεύθερη εργαζόμενος του καπιταλισμού συνεχίζει να εργάζεται, εάν η εργασία είναι μόνο tripalium . Η μισθωτή εργασία είναι στην πραγματικότητα μια διάσταση της υπόθεσης και όταν οι εργαζόμενοι της Continental, της Arcilor-Mittal και άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ακόμη παραγωγικοί και χρήσιμοι, δεν είναι κατά κύριο λόγο επειδή ελπίζουν πείσουν τα αφεντικά τους ή το κράτος, αλλά επειδή εξακολουθούν να πιστεύουν στη θεωρία της αξίας-εργασίας (είναι αυτοί που παράγουν πάντα και στις ίδιες αναλογίες, το κοινωνικό πλούτο) και στην εργασία ως αξία σε σχέση με την κερδοσκοπία, τον απεχθή χρηματοπιστωτικό τομέα κλπ.. Δεν καταλαβαίνουν τη ρίζα της διαδικασίας της  από-ουσιαστικοποίησης της δύναμης της εργασίας. Ωστόσο, δεν μπορούν πλέον να διεκδικήσουν την εργασία και γι 'αυτό είναι λιγότερο διστακτικοί να χρησιμοποιούν μεθόδους αγώνα ανάλογα με την απελπισία τους.  Μια απελπισία των εργαζομένων που εξακολουθεί να καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την εργασία τους, ενώ τους ζητείται να μην εργάζονται πλέον ή για κάποιους, να έχουν μια απασχόληση που δεν τους φαίνεται πλέον ως εργασία αλλά ως μια απλή δραστηριότητα επιβίωσης ή μια θέση 7 .
20Τοποθετούμενος κάποιος πέρα από την εργασία, γεγονός που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στη δύναμη της άρνησης, σημαίνει να επανεκκινήσει πάνω στις ίδιες βάσεις όπως και στην προγενέστερη περίοδο. Αυτό εξακολουθεί να σκοντάφτει πάνω στο ζήτημα της δραστηριότητας, των κοινωνικών σχέσεων, όλων αυτών που δεν τίθενται μόνο από την άποψη της άρνησης, όπως φαίνεται στην τρέχουσα ανάπτυξη των εναλλακτικών πρακτικών που δεν μπορούν να μειωθούν σε καθαρό ρεφορμισμό.
21Δεν μπορεί να σωθεί η κεντρικότητα των παραγωγών στο προλεταριακό πρόγραμμα καλώντας για μια ενότητα μεταξύ των παραγωγών και των καταναλωτών. Αυτό αντιστοιχεί ίσως σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα που έχει εγγραφεί στο θεωρητικό του αέτωμα: κατάργηση όλων των διαχωρισμών," αλλά τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό αν συμφωνηθεί να αναγνωριστεί ακριβώς ότι  το κεφάλαιο έχει, δυνητικά, διαγράψει τους παραγωγούς και ενοποιήσει τη διαδικασία του; Και πάλι όμως δεν μπορούμε να ισοπεδώσουμε τις συνταγές του προλεταριακού προγράμματος σε μια κατάσταση που δεν είναι πλέον αυτή της ταξικής πάλης μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου. Είναι η θέση της αυτοάρνησης του προλεταριάτου που είναι άκυρη. Αυτή η θέση θεμελιωδώς α-ταξική και, συνεπώς, αδύνατο να κρατηθεί σε μια ταξική συζήτηση, γίνεται ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που το κεφάλαιο έχει ενσωματώσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των τάξεων, από τη στιγμή που είναι αυτό που επιδιώκει να αρνηθεί την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ των δύο πόλων των κοινωνικών σχέσεων, με λίγα λόγια, αυτό-προϋποτίθεται όπως δείχνει σήμερα ο ρόλος του πλασματικού κεφαλαίου 8 ως αυτοπροϋπόθεση του κέρδους («Χ-Χ (χρήμα-χρήμα) τείνει να συμβεί χωρίς να περάσει από Χ-Ε-Χ (χρήμα-εμπόρευμα-χρήμα) ').
22Υπάρχει πρόβλημα όταν προβάλλεται ένα πρόγραμμα χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι αλλαγές και ως εκ τούτου οι συνθήκες από τις οποίες θα πρέπει να εκκινήσει. Βρίσκουμε αυτό το πρόβλημα όταν κάποιοι εγείρουν το ζήτημα της οικιοποίησης του παραγόμενου πλούτου. Η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία δεν χαρακτηρίζεται πλέον  παρά από αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων. Αυτό που συσσωρεύεται σήμερα, είναι όλο και περισσότερο μη οικειοποιήσιμα πράγματα που θέτουν το ζήτημα της χρήσης τους. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν είμαστε πλέον στο πλαίσιο της υπεροχής της υλικής παραγωγής και στο σχέδιο της διαλεκτικής των τάξεων, «η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωμένων» και «τίποτα δεν είναι δικό τους όλα είναι δικά μας" είναι μόνο συνθήματα για επαγγελματίες επαναστάτες και όχι τα εργαλεία της πολιτικής παρέμβασης. Έτσι, η επανενεργοποίηση του συνθήματος «να πάρουμε από το σωρό (Σ.Μ. «prise sur le tas» από τον Κροπότκιν)», δεν έχει κυριολεκτικά καμία έννοια έξω από αυτή μιας πρόσκαιρης δράσης λεηλασίας σε μια αυθόρμητη εξέγερση. Πρόκειται για μια δράση και όχι πράξη.
23Σε αυτή τη βάση δεν μπορούμε παρά να καταφύγουμε σε ένα από τα πιο σκοτεινά ζητήματα της θεωρίας του Μαρξ: αυτό των αναγκών και εν τέλει αυτό της κοινωνικής χρησιμότητας. Δεν θα αναπτύξω εδώ αυτό που θα μπορούσε να είναι μια διαλεκτική αναγκών / επιθυμιών, αλλά η συζήτηση είναι ανοιχτή με τεράστια θέματα που εγείρει, τόσο για τις σχέσεις με την εξωτερική φύση όσο και με την εσωτερική φύση. Άλλωστε, πολλά πράγματα που ήταν χρήσιμα μόνο σε σχέση με τη λογική του κεφαλαίου θα εξαφανιστούν αντίθετα σ’ αυτό που φαίνεται να πιστεύει το ρεύμα της "κομμουνιστικοποίησης." Το ερώτημα τίθεται για την ανθρώπινη δραστηριότητα σε όλες τις μορφές της. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου