Αναρτήθηκε από tempscritiques
http://blog.tempscritiques.net/archives/1573
Το παρακάτω κείμενο είναι αρχικά ένα γράμμα σ’ ένα βέλγο σύντροφο που απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με το κράτος και τις μεταμορφώσεις του στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Θα καταλήξει σε μια μορφή επαναδιατυπωμένη στο τεύχος 18 του περιοδικού που θα δημοσιευθεί αυτό το φθινόπωρο, 2016.
Η θεωρία και η λήθη του ζητήματος του κράτους
Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα «σύστημα» με νόμους που διέπουν αυστηρά την πορεία του κόσμου ειδικά τώρα που ο κόσμος φαίνεται σε τροχιά ενοποίησης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πιο κοινές θέσεις αντιλαμβάνονται αυτή την πορεία του κόσμου ( «όπως πάει» λένε μερικοί) ως καταστροφική ή ως αναπόφευκτη. Με εξαίρεση λίγους που θα ήθελαν να ανοικοδομήσουν μια κομμουνιστική θεωρία (Théorie Communiste) ή που διατηρούν πιο συγκρατημένα μια θέση κριτικής θεώρησης (βλ Temps critiques ή Krisis-Exit), η γενική εντύπωση είναι αυτή μιας θεωρητικής έλλειψης. Δεν εμφανίζεται πλέον η άποψη ή η προοπτική που θα επέτρεπε, στην γενικότητά της, να απελευθερωθεί μια άλλη κοσμοθεώρηση και οι οδοί πρόσβασής της.
Αυτό που κυριαρχεί, είναι διάφορες μορφές αμεσοτισμού (immediatism) που προκύπτουν τελικά ενάντια στην εντύπωση του χάους. Υπήρχε η "Επερχόμενη Εξέγερση (l’insurrection qui vient)" υπάρχουν τώρα κλήσεις για την λήψη επαναστατικών μέτρων ως εάν μερικές ZAD (ζώνες άμυνας) να μπορούσαν να μετατρέψουν τη συνολική ισορροπία δύναμης που είναι εξαιρετικά δυσμενής. Το ίδιο πόρισμα ενός αμεσοτισμού ικανοποιημένου και άβουλου, αντανακλάται στις εκδόσεις των μεταγραμμένων εμπειριών στην επιτυχία (σχεδόν 20.000 αντίτυπα) του βιβλιοπωλείου Αστερισμοί (Constellations): Επαναστατικές τροχιές του 21ου αιώνα (L’Éclat, 2014). Επιχειρεί κυρίως να επιβεβαιώσει τις πρακτικές αυτοπροσδιορίζοντάς τες ως επαναστατικές. Η ιστορική απορία δύο αιώνων για τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη έχει λυθεί με μια ταχυδακτυλουργία μάγου. Η σκέψη γίνεται καταφατική, πρέπει πάνω απ 'όλα να είμαστε θετικοί και να μην ασκούμε κριτική. Ιδού ένα νέο δόγμα.
Αντιμέτωπος με την απαξίωση των θεωριών του προλεταριάτου, την έλλειψη ουσίας και αξιοπιστίας των νέων υποκειμένων (όπως το «πλήθος») που είναι αντιληπτά με τον ίδιο τρόπο όπως η παλιά τάξη, αυτός ο αμεσοτισμός βρίσκει σθένος, επειδή επανενεργοποιεί τις γραμμές ρήξης που θα του επιτρέψουν να δει ξεκάθαρα και έτσι να αναλάβει δράση. Στο πιο βασικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι αντιμέτωποι μ’ ένα μεγάλο έργο μπορούμε να είμαστε μόνο υπέρ ή κατά, το ίδιο και απέναντι σε μια μεταρρύθμιση ή μια νέα νομοθεσία. Δεν υπάρχει τίποτα αμφισβητήσιμο με την πλήρη έννοια. Σ’ ένα πιο στοχαστικό επίπεδο (του αμεσοτισμού ανηγμένου σε σύστημα που μπορεί να εφοδιαστεί με μια στρατηγική), επιχειρεί να αναδημιουργήσει τις γραμμές ρήξης εχθρών / φίλων που είναι τόσο εκείνες του φασισμού (βλ τις θέσεις του Σμιτ (Schmitt)), όσο και του σοσιαλισμού (οι «ταξικές γραμμές»), αλλά οι οποίες έχουν ξεθωριάσει σε μεγάλο βαθμό με την μεσο-ορο-ποίηση (moyennisation) των κοινωνιών και τη μετατροπή του παλιού ιστορικού ανταγωνισμού των τάξεων σε διάφορες πρακτικές δυσαρέσκειας που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου των συγκρούσεων που εκπροσωπούνταν κεντρικά μέχρι τώρα από τους αγώνες στο χώρο εργασίας.
Δεν πρόκειται να τις κρίνουμε εκ των προτέρων, αλλά να τις δώσουμε κάποια χαρακτηριστικά και, ενδεχομένως, να τις αποδώσουμε μια άλλη εικόνα από εκείνη με την οποία παρουσιάζονται. Ομολογουμένως είναι μια αντίδραση σε μια κεφαλαιοποιημένη κοινωνία της οποίας οι γραμμές ρήξης φαίνεται να ξεθωριάζουν. Υπάρχει επομένως η ανάγκη είτε να ελαχιστοποιηθεί ο εχθρός (απλά παράσιτα που εκμεταλλεύονται τη γενική διάνοια για τους νεοεργατιστές υποστηρικτές του πλήθους, κολοσσός με πήλινα πόδια για τους εξεγερσιακούς) είτε να διογκωθεί ή να τονιστεί υπερβολικά κάποιο στοιχείο του υπό την μορφή σκοτεινών δυνάμεων που κυριαρχούν στον κόσμο (χρηματοοικονομικά, Πολυεθνικές, αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, Σιωνισμός) όπως κάνουν συχνά τα ρεύματα της αντι-παγκοσμιοποίησης είτε τέλος με τη μορφή μιας αφηρημένης δομής κυριαρχίας: το κεφάλαιο γίνεται σύστημα.
Όλα αυτά δεν επινοήθηκαν, υπάρχει σίγουρα μεγάλη δυσκολία στην αποσαφήνιση των ολοένα και πιο αφηρημένων πτυχών που καλύπτονται από το κεφάλαιο και την κοινωνία του. Εξ ου και οι αναλύσεις με όρους «αυτόματου κεφαλαίου» (το γερμανικό περιοδικό Krisis, Postone και Jappe) ή η επιστροφή στην επικαιρότητα του Αλτουσέρ μέσα από τις έννοιες των περιπτώσεων (instances) και του επικαθορισμού (surdétermination), π.χ., από το περιοδικό Κομμουνιστική Θεωρία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ αυτού που είναι της τάξης ενός "συστήματος" μιας δομής και αυτού που είναι της τάξης του κράτους. Η κριτική ή ακόμη και η απλή ενασχόληση για το τι είναι το κράτος σήμερα και για το που αυτό εμπλέκεται στις πολιτικές πρακτικές απουσιάζει. Αυτή η λήθη ή σε κάθε περίπτωση αυτό το πέρασμα του κράτους σε δεύτερο πλάνο παραμένει μια ασυνήθιστη θέση ιδίως όταν βασίζεται γενικά σε ένα δηλωμένο θεωρητικό θεμέλιο, για παράδειγμα αυτό που έχει ως προοπτική την "κομμουνιστικοποίηση" (το περιοδικό Κομμουνιστική Θεωρία και οι επίγονοί του) και μια περιορισμένη διάδοση των θέσεών του. Αυτό που κυριαρχεί μάλλον και εκτείνεται σε ορισμένους τομείς των μέσων ενημέρωσης δεύτερης τάξης, όπως η Le Monde Diplomatique και το περιοδικό Alternatives économiques, είναι οι θέσεις που ψάχνουν να αποκαλύψουν τι είναι πίσω από το χρηματοοικονομικό νεφέλωμα και την φαινομενική απροσωπία της γραφειοκρατικής και τεχνολογικής κυριαρχίας ή πίσω από την παγκοσμιοποίηση (βλ. τις επεξηγηματικές θεωρήσεις με όρους συνωμοσίας και μερικές φορές τις "εναλλακτικές" ή οικολογικές θεωρήσεις). Οι θέσεις αυτές επίσης βάζουν το κράτος σε δεύτερο πλάνο, τουλάχιστον στην εθνική του διάσταση στο βαθμό που όλες προβάλουν μια απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ακριβώς με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης (globalisation/mondialisation).
Οι νέες διαρθρώσεις της εξουσίας
Με την οπτική αυτή, το εθνικό κράτος στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό γίνεται αντιληπτό ως εγκλωβισμένο σε μια διελκυστίνδα αφενός της ανάγκης να γίνει συμβατό με τα συμφέροντα της εθνικής του οικονομίας ενώ ο οικονομικός ανταγωνισμός είναι διεθνής, και αφετέρου της ανάγκης επιβίωσής του αντιληπτής με όρους ασφάλειας με την έννοια ενός κράτους μειωμένου σε Υπουργείο Εσωτερικών σε μια «κοινωνία φυλακή 3» (Αστυνομία παντού, δικαιοσύνη πουθενά) στην οποία βασιλεύουν η παρακολούθηση με κάμερες και το γενικευμένο φακέλωμα. Και πάλι, τίποτα δεν επινοήθηκε. Η συζήτηση και οι δράσεις υλοποιούνται αποτελεσματικά ώστε αφενός να αποκατασταθεί η φιγούρα ενός εχθρού από το εσωτερικό (συνήθως απεικονίζεται "αναρχοαυτόνομος"), όταν αυτή του παραδοσιακού ταξικού εχθρού έχει εξαφανιστεί υπέρ των εκτεταμένων διαμαρτυριών και των καινοτόμων «επαναστατικών τροχιών», και αφετέρου για την αντιμετώπιση της διάχυτης φύσης του ασύμμετρου πολέμου που διεξάγεται με τις διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις οι οποίες δεν ξέρουμε αν δικαιούνται το όνομα του εξωτερικού εχθρού ή εσωτερικού εχθρού.
Η ενίσχυση των μέσων ελέγχου του κράτους μέσω των νέων τεχνολογιών (έλεγχος των επικοινωνιών, βίντεο επιτήρηση, αρχεία DNA, ηλεκτρονικά βραχιόλια) και μια τάση να ποινικοποιηθούν οι αγώνες μέσω μιας κατασταλτικής πολιτικής, υποτίθεται ότι ανταποκρίνονται στην γενική ανάπτυξη ενός αισθήματος ανασφάλειας διάχυτου και διευρυνόμενου. Φαίνεται να συνδέονται όχι μόνο με τους φόβους των «εχόντων» όλο και πιο πολλά, όλο και πιο ποικίλα γιατί οι όλο και πιο "μικροί" (ιδιοκτήτες του σπιτιού τους έως το αυτοκίνητό τους και το κινητό τους) και επίσης χαρακτηριστικοί μιας κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας στην οποία η αυξημένη «ελευθερία» συνδέεται με μια διαδικασία εξατομίκευσης όλο και πιο ανεπτυγμένη, που πληρώνεται με μια ευελιξία και μια ανασφάλεια επίσης αυξανόμενες. Το κεφάλαιο παράγει κίνδυνο και ανασφάλεια. Το αποτέλεσμα είναι μια διάχυτη απειλή που ωθεί τα άτομα πιο πολύ στην απόσυρση από την κοινωνικοπολιτική παρέμβαση. Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση το κράτος, μπορεί να παρουσιαστεί ως αυτό που έχει όλα τα δικαιώματα καθώς είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των συνολικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν δεσμεύεται από ένα κοινωνικό συμβόλαιο όπως πιστεύει η αριστερή σκέψη, δεδομένου ότι δεν είναι πλέον μόνο το υποκείμενο όπως στο απόγειο του κράτους πρόνοιας, αλλά σήμερα μάλλον η συνέπεια ως εάν φαινομενικά να ήμασταν πίσω στο ελάχιστο κράτος της εποχής του Χομπς.
Είναι η εποχή της "απόλυτης δημοκρατίας 4", που απαγορεύει όλο και περισσότερο τις συμπεριφορές που θεωρούνται επικίνδυνες, ενώ «απελευθερώνει» όλο και περισσότερο τα ήθη. Το νέο νόημα του πολίτη είναι αυτό της υπευθυνότητας με την αρχή αντεστραμμένη. Αυτός που θεωρούνταν χαφιές και συνεργάτης στο πλαίσιο του φασισμού γίνεται ένας απλός επάγρυπνος στην απόλυτη δημοκρατία, που επιτρέπεται να προβεί σε καταγγελία των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Σε αντίθεση με αυτό που λένε μερικοί 5, η πρωτοβουλία αυτών των πολιτικών δεν είναι μονομερής πράξη του κράτους, ακριβώς επειδή τα δημοκρατικά-άτομα και οι νέες μορφές των ενώσεών τους προηγούνται της κλήσης στην ιδιότητα του πολίτη από το κράτος μετατρέποντας οι ίδιοι τις άμεσες και προσωπικές αντιδράσεις τους σε απαιτήσεις του νόμου ή καταθέσεις καταγγελιών όπως δείχνουν επίσης πολλοί κάτοικοι των συνοικιών που δεν ανέχονται πλέον την "ενόχληση" που προκαλείται από τους φτωχούς ή τους μη ενταγμένους, ή με τον τρόπο που μεταχειρίζονται το θέμα του μπούλινγκ. Για παράδειγμα, για το θέμα του φακελώματος, το γεγονός ότι σήμερα, είτε μέσω των νέου τύπου δελτίων ταυτότητας, είτε της κάρτας υγείας, των πιστωτικών καρτών ή των διαφόρων καταναλωτικών καρτών είτε με τη χρήση του e-mail ή των τηλεφώνων τους, το φακέλωμα είναι ευρέως διαδεδομένο ... και έγινε αποδεκτό ως μέρος ενός πάρε-δώσε. Αυτή είναι η αρχή του «καπιταλισμού και της δημοκρατίας ως το λιγότερο κακό σύστημα». Κάθε Δημοκρατικό-άτομο τηρεί τον λογαριασμό και την ισορροπία που καθιερώνει μια αναλογία πλεονεκτημάτων / μειονεκτημάτων. Αυτό κάνει κάθε αγώνα λίγο μάταιο ή τουλάχιστον επί της αρχής. Αυτό συνέβη στον αγώνα ενάντια στο φακέλωμα των παιδιών στο δημοτικό σχολείο στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του 2008.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να επανατοποθετήσουμε όλα αυτά τα μέτρα, αυτή την πολιτική στο πλαίσιο των νέων διαρθρώσεων της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας και να μην έχουμε την τάση, για παράδειγμα, που παρουσιάζει την ανάπτυξη μιας "κοινωνίας φυλακών" ως την κυρίαρχη ή ακόμη και μοναδική τάση. Αυτό που πρέπει να αναδείξουμε, είναι αυτή η διάρθρωση μεταξύ πολιτικού, κοινωνικού και νομικού με την συχνή μείωση του πολιτικού στο νομικό είτε στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπως στην Ιταλία τα «μολυβένια χρόνια» είτε ως μέρος του φιλελευθερισμού που μειώνει τον αγώνα για την ισότητα στον αγώνα κατά των διακρίσεων και υπέρ της ισονομίας. Διάρθρωση επίσης μεταξύ κοινωνικοποίησης, αναπαραγωγής, κυριαρχίας και υποταγής. Τέλος διάρθρωση μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου, δεδομένου ότι το κράτος δεν θεωρείται ως όργανο της εν λόγω διάρθρωσης όταν μιλάει και ενεργεί με τη μορφή δικτύου. Το όλον μόνο εν μέρει διαμεσολαβείται από τους παλιούς θεσμούς (κρίση του κράτους υπό τη μορφή του έθνους-κράτους), αυτό το όλον φαίνεται σαν ένας Λεβιάθαν που μας είναι εξωτερικός. Θα το αντιμετωπίσουμε σαν να μην συμμετείχαμε στην αναπαραγωγή του, ενώ ακούγονται από κάθε πλευρά φωνές που εγκαλούν το κράτος που δεν πληροί πλέον την προστατευτική του λειτουργία ή κάνουν κλήσεις για συμπεριφορές πολίτη που έχουν ως στόχο την ανοικοδόμηση μιας κοινωνίας των πολιτών για να αποφύγουν να αντικρίσουν κατά πρόσωπο αυτό για το οποίο έχουμε μιλήσει. Σήμερα, η πληροφορικοποίηση του κοινωνικού συνεπάγεται μια αυξανόμενη διαλεκτική μεταξύ των σύγχρονων μορφών ελέγχου ενός κράτος το οποίο χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό την τεχνολογία και τον αυτοέλεγχο των δημοκρατικών-ατόμων, σταθερών και αναγνωρισμένων τα οποία συνθέτουν την εργατική κοινότητα. Σ’ αυτήν αντιπαρατίθεται η σημερινή εποχή, αυτή της εξατομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων, της κρίσης της εργασίας και της οικογένειας και η αίσθηση ανασφάλειας που προκύπτει.
Τα φαινόμενα των ομάδων, ακόμα και εντός των εξεγέρσεων των προαστίων δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά με όρους ταξικών αγώνων, αλλά με όρους συμμοριών, ακόμα και όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν μια αστυνομία που και η ίδια συμπεριφέρεται μερικές φορές σαν συμμορία. Η ανάπτυξη στο φως της ημέρας θρησκευτικών δραστηριοτήτων καθώς ενθαρρύνονται από το κράτος και τους επίσημους εκκλησιαστικούς θεσμούς, όπως και η ανάπτυξη των παράλληλων παράνομων δραστηριοτήτων σε μεγάλο βαθμό ανεκτών από την ίδια την αστυνομία καθώς είναι ευρέως ανεκτές από το κράτος, πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας σταθεροποίησης, ακόμη και αν δεν γίνονται όλα "ασφαλή". Μέχρι ένα σημείο, οι νόμιμες και παράνομες κοινωνικές δραστηριότητες αντισταθμίζουν εν μέρει την έλλειψη της παραδοσιακής εργασιακής δραστηριότητας.
Από τις Θεωρητικές ελλείψεις στα πρακτικά ολισθήματα
Το κράτος δεν γίνεται αντιληπτό ως ένα συμπύκνωμα της κοινωνίας και ως σύμφυση την οποία προσπαθεί να περιγράψει η θεώρησή μας για την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια επιστροφή στην ιδέα της κοινωνίας των πολιτών σε απόκλιση από το κράτος, την πολιτική και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Αυτή η έλλειψη κριτικής αιχμηρότητας παράγει μια αύξηση αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ποσοστό αντιστάθμισης με την ανάπτυξη θέσεων κυρίως "αντι", αντι-Μπερλουσκόνι ή αντι-Σαρκοζί, αντι-καπιταλιστικών χωρίς να είναι πιο συγκεκριμένες, αντι-αμερικανικών, αντι-σιωνιστικών και αντι-φασιστικών. Κάθε επαναστατική προοπτική εμφανίζεται ουτοπική, είμαστε μάρτυρες μιας υποχώρησης πικρόχολης ή αντιθέτως ξέφρενης στους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές. Οι κομμουνοταρισμοί αντικαθιστούν τον διεθνισμό, η δυσαρέσκεια αντικαθιστά την ταξική συνείδηση, η καχυποψία αντικαθιστά τον προβληματισμό.
Αυτή η θεωρητική έλλειψη συνοδεύεται από μια πρακτική ολίσθηση όταν κινήματα όπως το αντι-TAV στο Val de Suze ή το NDDL ή εναντίον του σχιστολιθικού φυσικού αερίου τείνουν να παίξουν με το τοπικό ενάντια στο συνολικό, δηλαδή, συγκεκριμένα με την δημοτική εξουσία ενάντια στο κράτος ως εάν οι τοπικές αρχές να μην αποτελούν τμήματα του συνολικού δικτύου. Το παράδοξο είναι ότι συχνά είναι οι ίδιοι άνθρωποι που επέκριναν την "κοινωνία των πολιτών (citizenism)" χθες αυτοί που βάζουν την παλιά φορεσιά σήμερα. Αλλά αν η ιδεολογία δεν συσκοτίζει την άποψή μας, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που ήταν ζωντανό στο τοπικό επίπεδο τείνει όλο και περισσότερο να εξαφανιστεί κάτω από την επιρροή των μετασχηματισμών της προαστιοποίησης και αυτό που προκύπτει συχνά δεν είναι παρά ένα αναδημιουργημένο τοπικό, τεχνητό μέσα στην αντίθεσή του με το παγκόσμιο που γίνεται συχνά με τα όπλα και τα μέσα του ίδιου του παγκόσμιου. Αυτή η απεδαφοποίηση συντελείται πάνω σε μια αποτοπικοποιήση ήδη αρκετά προχωρημένη.
Σήμερα, είναι το κράτος με την δικτυακή μορφή του, το οποίο είναι ο θεματοφύλακας του πολλαπλού ... ως μια νέα μορφή του Ενός. Η δράση κατά του κράτους παίρνει τώρα τη μορφή μιας κριτικής και, ενδεχομένως, μιας μάχης ενάντια στις παλαιές θεσμικές διαμεσολαβήσεις που εμφανίζονται ως αντιπροσωπευτικές μιας καθολικής νόρμας που έχει χάσει κάθε προοδευτικό ή απελευθερωτικό νόημα. Είναι η αμεσότητα που παράγεται από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, που τείνει να εξασφαλίσει την ισοδυναμία μεταξύ αυτού που είναι της τάξης της ατομικότητας και αυτού που είναι της τάξης της καθολικότητας μέσω του θριάμβου του πολιτιστικού και ιδεολογικού σχετικισμού.
Εδώ και πάλι η επανάσταση του κεφαλαίου πέτυχε και δεν είμαστε μακριά από το «άμεσα κοινωνικό άτομο» που ήταν επιθυμία του Μαρξ.
Όπως το έθνος-κράτος υπήρξε ένα κράτος στρατηγός (και υπήρξε εμφατικά), το κράτος-δίκτυο μπορεί επίσης να είναι ένα κράτος-στρατηγός. Όμως είναι με το δικό του τρόπο, δηλαδή με τη δημιουργία ή την ενεργοποίηση ομάδων και οργανώσεων που θα είναι οι φορείς μιας συγκεκριμένης πολιτικής και ιδεολογικής δράσης. Η δράση του περνά πολύ λιγότερο από θεσμικές διαμεσολαβήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος (επιθεωρήσεις, εκπαιδευτικές αρχές, κατευθύνσεις των σχολείων, κατάρτιση των εκπαιδευτικών, διευθυντές καριέρας, αξιολογήσεις, κλπ), αν και δεν τους αντιτίθεται, αλλά περισσότερο επιδιώκει να τις υπερκεράσει. Πράγματι, περνά περισσότερο από την κινητοποίηση ad hoc δικτύων, ομάδων και ατόμων-διαμεσολαβητών. Πρόκειται για μια στρατηγική τύπου πολιτικής και ηθικής εκστρατείας, μια νεο-agitprop δράση κατά κάποιο τρόπο (Το 1954, ο Mendes-France ήταν προάγγελος με την εκστρατεία του «ένα ποτήρι γάλα το πρωί στο σχολείο για όλους τους μαθητές»). Έτσι, η εκστρατεία ABCD που προετοιμάστηκε από μια μικρή μερίδα του κρατικού μηχανισμού (Υπουργείο Δικαιωμάτων των Γυναικών) μαζί με εμπειρογνώμονες που συνδέονταν με ομάδες πίεσης (εδώ τα λόμπυ των έμφυλων θεωριών) και κάποιες ενώσεις «πολιτών» στη συνέχεια θα εισαχθεί στην οργάνωση του σχολείου, στο πρόγραμμά του, στις μεθόδους διδασκαλίας του, κ.λπ. Η θέση του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο εδώ έχει μια λειτουργία ρύθμισης και ελέγχου της στρατηγικής, μπορεί να προκαλέσει πολιτικές συγκρούσεις συμφερόντων στην διακυβέρνηση της σοσιαλιστικής εξουσίας.
Ένα σύγχρονο κράτος σήμερα είναι ένα κράτος που γίνεται συμπύκνωση της κοινωνίας με τον ίδιο τρόπο που εκφράζει την σύμφυσή του με το κεφάλαιο 6. Αλλά η διαδικασία της ολοποίησης δεν λαμβάνει τη μορφή ενός νέου Λεβιάθαν ή Big Brother.
Υπάρχει ολοποίηση σε δίκτυο στο οποίο οι δυνάμεις της εξουσίας διαχέονται κεντρομόλα ενώ συσσωρεύονται και συγκεντρώνονται με τρόπο παραδοσιακά φυγοκεντρικό. Το οικολογικό ζήτημα είναι αποκαλυπτικό της νέας λογικής των κρατών. Όποιες και αν είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνών-κρατών, αυτά, όταν εξακολουθούν να μετρούν από την άποψη της εξουσίας, επιβεβαιώνουν την κυριαρχία και την εξουσία τους μέσω του ελέγχου της ενέργειας, των περιβαλλοντικών πολιτικών και μην ξεχνάτε, των τροφίμων. Στη Γαλλία, η τεχνική αρμοδιότητα συγκεντρώνεται στο κράτος (το έθνος-κράτος, δεδομένου ότι διαρκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ακολουθώντας τις ιδιαιτερότητες της Γαλλικής Επανάστασης) μέσω κάποιων θεσμών υψηλής αρχής ή δορυφορικών εταιρειών, όπως η EDF ή ινστιτούτων όπως το INRA. Στη Γερμανία υπάρχει μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατιδίων, του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, των δήμων και των διοικητικών δικαστηρίων. Η μετάβαση στο κράτος-δίκτυο είναι πιο προηγμένη εκεί καθώς αυτή η πολύπλοκότητα των διασυνδέσεων χρησιμεύει στην συγκέντρωση, την αντιμετώπιση και την σύνθεση των διαφορετικών συμφερόντων. Αλλά σε αυτές τις δύο περιπτώσεις αν και διαφορετικές υπάρχει μια αύξηση της δύναμης των διοικήσεων και των εμπειρογνωμόνων τους, πολλοί από τους οποίους εργάζονται σε διασύνδεση με μεγάλες επιχειρήσεις ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεν ισχύει το ίδιο στις αγγλοσαξονικές χώρες με τη φιλελεύθερη παράδοση οι οποίες ώθησαν περεταίρω την απορρύθμιση. Το κράτος θα πρέπει επίσης να είναι έντονα παρόν, αλλά όχι για τους ίδιους λόγους. Δεν θα πρέπει να επιβραδύνει τα πράγματα για να αναδειχθεί, διότι ο σκοπός του είναι να επιταχύνει τη διαδικασία κεφαλαιοποίησης ακόμα και εκτός κάθε δημοκρατικής διαδικασίας.
Οι παράδοξες σχέσεις με το κράτος
Παραδόξως, οι υπέρμαχοι και οι πολέμιοι του παρεμβατισμού συναντιούνται πάνω στην αναγκαιότητα της βαρύτητας του κράτους, αλλά ενός μετασχηματισμένου κράτους. Δεν υπάρχει πλέον ζήτημα περί «αυτονομίας» του κράτους ή το αντίστροφο ενός ταξικού κράτους. Ούτε πλέον περί αυτονομίας της κοινωνίας των πολιτών, που είναι εξίσου νεκρή με την πολιτική κοινωνία. Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα που υποτίθεται ότι παράγει την διαφορά με το κράτος, την αμφισβήτηση της αυθαιρεσίας καθώς τίθεται ως θεματοφύλακας του ενός και της κοινωνικής αλλαγής παράγει σήμερα το άτομο της αγοράς και του φιλελευθερισμού με τους πολλούς παρτικουλαρισμούς. Το λιγότερο παράδοξο δεν είναι αυτός που βλέπει σήμερα τους "αγανακτισμένους" να ζητούν "πραγματική δημοκρατία", δηλαδή, την αποκατάσταση της κοινωνίας των πολιτών, αλλά ότι αυτό το αίτημα δεν μπορεί απλά να πραγματοποιηθεί σ’ ένα κράτος που έγινε ο θεματοφύλακας του πολλαπλού.
Η συναίνεση γύρω από τα νέα δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο του νόμου (ο τελευταίος συχνά γίνεται αντιληπτός ως προ-επαναστατικό φυσικό δικαίωμα) αντικαθιστά τον πολίτη (με την έννοια του 1789), αν και ο κρατικιστικός λόγος κάνει ακροβασίες προκειμένου να γίνουν αυτά τα δύο συμβατά.
Το κράτος ξαναβρίσκει μια νομιμότητα αυταρχική, στο βαθμό που είναι επιφορτισμένο να κρατήσει μαζί αυτά τα στοιχεία του πολλαπλού όταν δεν φαίνεται πλέον δυνατό να αποφασίσει μεταξύ αφενός των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που εντάσσονται στους παραδοσιακούς θεσμούς που αποτελούν το θεμέλιο της κυριαρχίας και αφετέρου των νέων δικαιωμάτων που αμφισβητούν τα παλιά πρότυπα του θεσμισμένου.
Το πέρασμα από το έθνος-κράτος στο κράτος-δίκτυο είναι επομένως κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση, γιατί όπως έχουμε πει επανειλημμένα, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα «σύστημα», ακόμη και αν ο όρος είναι δύσκολο να αποφευχθεί, μόνο για λόγους ευκολίας της γλώσσας. Έτσι, η μορφή έθνος-κράτος και η δημοκρατική μορφή έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση και τον έλεγχο των μετασχηματισμών που οδήγησαν από την τυπική κυριαρχία στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, ακόμη και αν έπρεπε να περάσουν μέσα από δύο παγκόσμιους πολέμους και την μαζική καταστροφή των πληθυσμών και των αγαθών. Αλλά σήμερα, η μορφή κράτος-δίκτυο δεν φαίνεται να κινείται με τον ίδιο ρυθμό. Οι μετασχηματισμοί σίγουρα συνεχίζουν αλλά χωρίς οι διαμεσολαβήσεις να παίζουν ακόμα τον συγκολλητικό τους ρόλο που θα μπορούσε να τους δώσει στήριγμα και να αναπτύξουν μια νέα δυναμική. Το καθολικό κοινωνικό συμβόλαιο που ένωσε τις τάξεις, ακόμη και πέρα από τον ανταγωνισμό τους στο πλαίσιο του έθνους εξαφανίζεται στην μορφή δικτύου για να κάνει χώρο σε μια γενικευμένη συμβασιοποίηση αλλά ιδιαιτεροποιημένη σχεδόν κατά περίπτωση και συχνά αποτοπικοποιημένη και αποκεντρωμένη.
Αυτή η χειροπιαστή απουσία ανταγωνισμού και μετωπικών αγώνων είναι αγχωτική για τις κατεστημένες εξουσίες (όποιες κι αν είναι) επειδή η εξουσία τους εμφανίζεται ελάχιστα νομιμοποιημένη: η εικόνα των «απατεώνων αφεντικών» και το «οι πολιτικοί είναι όλοι σάπιοι» μας το υπενθυμίζει. Δεν είναι ότι η εξουσία τους που είναι σεβαστή και για μας που εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ο αγώνας έχει αποστολή να γίνει ένα κίνημα ανατροπής αυτού του κόσμου, είναι η εικόνα της αδυναμίας μας που επικρατεί και αποθαρρύνει: είναι η εξέγερση που (δεν) έρχεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου