Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

Οι αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, Σαλόνι ελευθεριακών εκδόσεων 2013

Δεκ.18,2013

Jacques Wajnsztejn και Gzavier

Εν είδει εισαγωγής:
Όμως γιατί να επιστρέψουμε στις μεταμορφώσεις των εργασιακών σχέσεων σήμερα, ιδιαίτερα στη Γαλλία;

Προτάθηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση Ολάντ και ψηφίστηκε στη Βουλή και τέλος στη Γερουσία, η νέα εθνική διεπαγγελματική συμφωνία, η ANI, στην  οποία, από τη δική μας σκοπιά, αξίζει να δοθεί προσοχή. Αυτό προσπαθήσαμε ήδη να κάνουμε, μέσω της συγγραφής και διάδοσης του συλλογικού κειμένου στην "Παρέμβαση" νούμερο 11 την άνοιξη, και, επίσης, αρχίζοντας να οργανώνουμε κάποιες δημόσιες συναντήσεις για το θέμα αυτό, φέρνοντας την αντίφαση στις συναντήσεις που συγκαλουνται από τις συνδικαλιστικές ενώσεις, κλπ..

Για να διευκρινιστεί ο σκοπός της συζήτησης: δεν έχουμε την πρόθεση εδώ να αναλύσουμε τη νομική πλευρά της ANI, όχι περισσότερο από ό, τι έχουμε κάνει στο παρελθόν, με στόχο να προσδιορίσουμε ακριβέστερα τι αλλάζει στον Κώδικα Εργασίας που ισχύει σήμερα στη Γαλλία. Όμως  έχουμε την πρόθεση να διερευνήσουμε περαιτέρω το τι επικυρώνεται και εντείνεται όσον αφορά τις αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, οι οποίες το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι εισήλθαν σε κρίση, πολύ καιρό πριν, στον απόηχο εξάντλησης των επαναστατικών προσπαθειών των ετών 1960-1970. Γεγονός που μας φαίνεται σημαντικό για πολλούς λόγους.

Έτσι, το γεγονός ότι, μερικοί από εμάς από εκείνα τα χρόνια, συμμετέχουμε στο κίνημα της κριτικής της εργασίας και έχουμε αισθανθεί τους περιορισμούς δεν μας εμποδίζει να συνεχίσουμε κριτικό έργο μας προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό γίνεται για να κατανοήσουμε καλύτερα ποια είναι η θέση της μισθωτής εργασίας στον κεφαλαιοποιημένη κοινωνία σήμερα και τι αλλαγές υφίσταται. Με σκοπό να συμμετέχουμε στην ανάπτυξη των κατάλληλων απαντήσεων από την άποψη του αγώνα.

Επειδή δεν ξεκινούμε από το a priori, αρκετά συχνό σήμερα στους χώρους που επικρίνουν την ιδεολογία της εργασίας, σύμφωνα με τους οποίους τίποτα ουσιαστικό, από την άποψη της αντιπαράθεσης με την  κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, δεν μπορεί να εμφανιστεί τώρα στο πεδίο της εργασιακής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, με το σκεπτικό ότι οι πολύ αδύναμες αντιδράσεις στην ANI, λιγότερο ή περισσότερο υπό την αιγίδα της CGT, που σχετίζονται με την  υπεράσπιση του φορντισμού, σταδιακά εξαφανίζονται, και λόγω της εξιδανίκευσης του εργατικού κώδικα από το πρόγραμμα της Αντίστασης.  Ούτε πολύ περισσότερο  δεν ξεκινούμε από το αξίωμα σύμφωνα με το οποίο αντιδράσεις που αφορούν, για παράδειγμα, τη διαχείριση της γης, όπως της  Notre-Dame-des-Landes, είναι a priori πιο ελπιδοφόρες, ως εάν είναι το ζήτημα της εργασιακής δραστηριότητας να μην τίθεται πλέον στο εσωτερικό τους.

Αυτές είναι κάποιες προκαταρκτικές θεωρήσεις που τίθενται, σας προτείνουμε να υπεισέλθετε σε περισσότερες λεπτομέρειες, στην καρδιά του θέματος.

Μέσα στην οργάνωση της παραγωγής
- Αντιστροφή της Φορντικής αλυσίδας (παραγωγής - κατανάλωσης) με τις αρχές του Τογιοταϊσμού (η ζήτηση ελέγχει την προσφορά).
Συνέπειες: μηδενικό στοκ και άλλα μηδενικά, μέθοδοι παραγωγής που στοχεύουν να ελαχιστοποιήσουν τα στοκ (just in time).
Ρευστότητα και μείωση του προσωπικού της γραφειοκρατικής δομής με outsourcing και υπεργολαβίες.  Θεραπεία αδυνατίσματος: Το μικρό είναι όμορφο   (π.χ. Chrysler την δεκαετία του 1970). Δεν πρέπει πλέον παράγουν περισσότερο για αγορές σε μεγάλο βαθμό κορεσμένες, αλλά να παράγουν καλύτερα.
- Πέρασμα από το εργοστάσιο-κέντρο στην επιχείρηση-δίκτυο, ως νέα στρατηγική των μεγάλων επιχειρήσεων με εσωτερικό καταμερισμό της εργασίας και του εμπορίου, τιμές σταθερές εκτός αγοράς, φορολογική βελτιστοποίηση με τμηματοποίηση των  "αυτόνομων" μονάδων σε όλο το δίκτυο. .
-Υποκατάσταση κεφαλαίου / εργασίας (η νεκρή εργασία αντικαθιστά τη ζωντανή εργασία), επειδή η αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 1980 γίνεται με βάση την αύξηση της παραγωγικότητας και όχι με βάση την αύξηση της παραγωγής (ρυθμός ανάπτυξης) . Συνέπεια: αριθμητική μείωση του εργατικού δυναμικού και εισαγωγή και ειδικότερα  πλήρης ενσωμάτωση της τεχνο-επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία (ρομποτοποίηση και μηχανοργάνωση).
- Το παραγωγικό πρότυπο (εργοστασιακό μοντέλο) αντικαθίσταται σταδιακά από το οργανωτικό πρότυπο (μοντέλο επιχείρηση-δίκτυο που ξεκίνησε από τις πολυεθνικές).
- Όλη αυτή τη διαδικασία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την "παγκοσμιοποίηση" της δεκαετίας του 1990 και τη χρηματιστικοποίηση των οικονομιών. Η αποστράγγιση των αποταμιεύσεων και ιδιαίτερα η συγκέντρωσή τους στα συνταξιοδοτικά ταμεία ή άλλα επενδυτικά funds επέτρεψαν την έκφραση μιας νέας μορφής εξουσίας μέσω της προτεραιότητας που δίνεται στην κεφαλαιοποίηση (βλ. η εντατική διαδικασία συγχωνεύσεων εξαγορών) σε σχέση με τη συσσώρευση (αυτό που λέμε περιορισμένη αναπαραγωγή σε σύγκριση με την παραδοσιακή έννοια της διευρυμένης αναπαραγωγής , βάση της καπιταλιστικής δυναμικής.
Η εύκολη πίστωση, υπό την εποπτεία των τραπεζών, οι οποίες είναι υπό τον έλεγχο των κρατών και γενικότερα διάφορες μορφές πλασματικού κεφαλαίου έχουν επιτρέψει την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, πολλές από τις οποίες δεν παρουσίασαν κριτήρια a priori αποδοτικότητας και ως εκ τούτου εμπίπτουν στο σοιχηματικό ρίσκο, συνήθως βασισμένο στη χρηματιστικοποίηση ( δεν υπάρχει αποσύνδεση ).
- Η ενσωμάτωση της τεχνο-επιστήμης, η αναστροφή της Φορντικής αλυσίδας, το just in time και μηδέν στοκ είναι απόπειρες να ελεγχθεί ο χρόνος για να συντηχθούν ο χρόνος σχεδίασης, ο χρόνος παραγωγής και ο χρόνος κυκλοφορίας, αλλά αυτό απαιτεί έλεγχο του χώρου, επομένως ένα δίκτυο μεταφορών και τον έλεγχο των ενεργειακών πόρων. Εδώ και πάλι, ξαναβρίσκουμε το ζήτημα του κράτους , ταυτόχρονα λιγότερο ισχυρό ως «εποικοδόμημα» (στην πραγματικότητα ποτέ δεν ήταν παρά μόνο για μια σύντομη ιστορική περίοδο) και πιο ισχυρό στο βαθμό που λειτουργεί ως «βάση» του κεφαλαίου.
Στην οργάνωση της εργασίας
- Στην ρευστότητα της παραγωγής πρέπει να αντιστοιχεί πρώτον μια ευελιξία στην εργασία:
ικανότητα να αλλάξουν θέση εργασίας, προσαρμοστικότητα, δια βιου μάθηση, ετησιοποίηση του χρόνου εργασίας, αμφισβήτηση του χρόνου εργασίας ως απόλυτο πρότυπο της σύμβασης εργασίας και ανακάτεμα του χρόνου (εργασία, εκπαίδευση,
stages) και των χώρων εργασίας (πότε αρχίζει και πότε σταματά ο χρόνος εργασίας;) και δεύτερον, η ευελιξία της εργατικής δύναμης  : εσωτερική και εξωτερική κινητικότητα, ανάπτυξη των άτυπων μορφών συμβάσεων εργασίας και στάτους (προσωρινές, ορισμένου χρόνου, επιδοτούμενες θέσεις εργασίας).
Σημείωση  : θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτή η ευελιξία έχει "επιστρέψει" από την αλλαγή του κύκλου. Στον κύκλο των αγώνων των ετών 1960-1970, η ευελιξία ήταν κυρίως εργατική (κοπάνες, αντιστροφή της σειρά παραγωγής ) και ήταν μέρος μιας επιθετικής πρακτικής  της  άρνησης της εργασίας ενώ έγινε εργοδοτική ευελιξία στον κύκλο αναδιάρθρωσης της δεκαετίας του 1980 και αποτελεί μέρος της κρίσης της εργασίας, στην οποία η εργατική δύναμη χάνει την πρωτοβουλία, ιδίως δεδομένου ότι δεν μπορεί να στηρίζεται στα παλαιά φρούρια  εργαζομένων που ήταν τα κύρια θύματα αναδιάρθρωσης. 
- Η αλυσίδα του φορντισμού έχει μειωθεί σημαντικά χωρίς να εξαφανιστεί, ακόμα και αν δεν υπάρχουν πλέον απεργίες και κινήματα ενάντια στον κολασμένο ρυθμό , ωστόσο το πρόβλημα των ρυθμών παραμένει στο βαθμό που λαμβάνουν άλλες μορφές με την επέκτασή τους στον τριτογενή τομέα (από τον αριθμό των φακέλων προς διευθέτηση για παράδειγμα).
- Από τα προσόντα που αποκτήθηκαν και τις εθνικά ή / και εταιρικά αναγνωρισμένες ενώσεις, περνάμε στα προσόντα που απαιτούνται από μια συγκεκριμένη εταιρεία της οποίας τα κριτήρια είναι πολύ θολά και εκφράζονται από τη νέα έννοια της (ατομικής) ικανότητας (competence). Πρόσληψη σύμφωνα με την υποτιθέμενη ικανότητα γίνεται ένα ταξίδι με ατομικά εμπόδια στο οποίο πρέπει να αναπτύξει τους δικούς του "ανθρώπινους πόρους" ως ανθρώπινο κεφάλαιο.
- Αυτή η εξατομικευμένη ικανότητα οδηγεί στην όλο και μεγαλύτερη  εξατομίκευση των μισθών ... και των στάτους . Ότι οι εργαζόμενοι κέρδισαν με την μείωση των ιεραρχικών επιπέδων που χαρακτήριζαν την αλυσίδα φορντισμού και τεϋλορισμού, δεν συνέθηκε με τον συλλογικό μισθό όπως θα μπορούσε να είναι εν μέρει στην περίπτωση του μεγάλου εργοστασίου του φορντισμού, επειδή κάθε εργαζόμενος (ή μια μικρή ομάδα) είχε τους δικούς του στόχους να επιτύχει.
- Αν τα συνδικάτα παραμένουν υποστηρικτές της εργατικής δύναμης εν γένει και μπορεί να χρειαστεί να συνδιαχειριστούν όπως στην Γερμανία και την Σουηδία ή να υπογράψουν γενικές συμφωνίες "win / win" ευελιξίας και ασφάλειας όπως στη Δανία ή να ζητήσουν να συμμετέχουν περισσότερο στις επιχειρηματικές αποφάσεις, όπως η θέση της CFDT και η τελευταία ANI φαίνεται να δείχνουν, δεν μπορούν πλέον να υπερασπιστούν τους εργαζόμενους από μέρα σε μέρα, καθώς η εργασιακή εμπειρία έχει γίνει ατομική  και  η εργατική ταυτότητα  ή του "εργαζόμενου" (αν υπάρχει) αρνητική.
Η ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων και το νέο μάνατζμεντ είναι τώρα στο επίκεντρο των οργανωτικών προτύπων και προχωρούν στην διεξαγωγή των διαφόρων μειώσεων προσωπικού και άλλων κοινωνικών σχεδίων για τα οποία οι εκπροσώποι του προσωπικού δεν μπορούν, ως επί το πλείστον, παρά να συμφωνήσουν.
- Η  εργασία-λειτουργία επιβάλεται ενώ η έννοια επί της παραγωγικής εργασίας χάνει την κεντρικότητά της. Για το κεφάλαιο, σε κάποιο βαθμό, κάθε εργασία είναι παραγωγική, αλλά ο όρος έχει αλλάξει νόημα. Η εργασία γίνεται μια ψυχαναγκαστική και πειθαρχική δραστηριότητα, μια καθεαυτή δαπάνη ενέργειας.
Στο επίπεδο της αγοράς εργασίας
- Η  γενική τάση είναι για πλεονάζον προσωπικό: η αγορά εργασίας δεν είναι σε θέση να απορροφήσει όλους τους νεοεισερχόμενους και αυτό ισχύει στη Γαλλία και στην Ευρώπη, όπου το φαινόμενο αυτό επιδεινώνεται με την επέκταση της εργασίας πέρα από τα 60 χρόνια, όπως και στην Κίνα! Το ποσοστό αυτό ανεβαίναι από τις απολύσεις, αλλά αποσβένεται σε χώρες που έχουν προστασία από το κράτος πρόνοιας. Η ανεργία θα μπορούσε επομένως να είναι πολύ υψηλότερη από ό, τι είναι και οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη δεν σημαίνει κατ 'ανάγκη αύξηση της απασχόλησης δεδομένου ότι οι εταιρείες θα δώσουν προτεραιότητα στην αύξηση της παραγωγικότητας και γνωρίζουμε ότι για την αύξηση της απασχόλησης πρέπει όλα τα πράγματα να είναι ίσα (π.χ. από δημογραφική άποψη αυτή θα είναι μια τροχοπέδη για ακόμα είκοσι χρόνια), ο ρυθμός αύξησης της παραγωγής πρέπει να είναι υψηλότερος από το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, γεγονός που θα απαιτούσε ρυθμό ανάπτυξη του επιπέδου της μεταπολεμικής έκρηξης, πράγμα απίθανο βραχυπρόθεσμα.
- Η ανεργία έχει γίνει δομική και άνεργοι δεν αποτελούν πλέον ένα βιομηχανικό εφεδρικό στρατό  σε αντίθεση με αυτό που αναφέρει ο  Μαρξ για τον δέκατο ένατο αιώνα. Κάθε άνεργος, όπως άλλωστε κάθε εργαζόμενος πρέπει να εργαστεί για την απασχολησιμότητά του. Αυτό είναι σαν να πρέπει να δημιουργήσει αυτός ο ίδιος την απασχόλησή του σε μια  κοινωνία εργαζομένων χωρίς εργασία. Εξ ου και η επιτυχία της ιδεολογίας του αυτο-επιχειρηματία (auto-entrepreneur).
- Η ρευστότητα της παραγωγής και η ευελιξία της εργασίας βρίσκονται εδώ με τη μορφή μιας νέας κατάτμησης της αγοράς εργασίας σε σχέση με εκείνη του φορντισμού η οποία στηρίχθηκε κεντρικά στα προσόντα και την ιεραρχική υπαγωγή μέσω των δικτύων Parodi. Ήταν ένα είδος εσωτερικής κατανομής κατά κάποιο τρόπο, για παράδειγμα, ανάμεσα στους ειδικευμένους και ανειδίκευτους εργάτες. Σήμερα έχουμε να κάνουμε με τον κατακερματισμό, με τη μορφή των διαφόρων αγορών εργασίας που διαχωρίζουν για παράδειγμα τους εισερχόμενους και εκείνους που έχουν ήδη θέση, τους νέους και του λιγότερο νέους, τους πάνω από 50 χρονών, κλπ..
- Η θηλυκοποίηση της απασχόλησης είναι σημαντική επομένως  η μισθωτή σχέση εξακολουθεί να επιβάλλεται παντού: η αποουσιαστικοποίηση της εργατικής δύναμης δεν σημαίνει το τέλος της εργασίας.
Αυτή η θηλυκοποίηση της εργασίας είναι κατάλληλη για μια  τριτογενοποίηση των δραστηριοτήτων στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Πράγματι, η φύση πολλών θέσεων εργασίας στον τριτογενή τομέα είναι εφήμερη, ρευστή και απαιτεί ευελιξία και ταιριάζει με τις απαιτήσεις ενός μέρους του γυναικείου εργατικού δυναμικού (και των "νέων") για θέσεις εργασίας με άτυπες συμβάσεις ( όλες οι θέσεις  μερικής απασχόλησης δεν είναι , συνεπώς «ταπείνωση» ).
- Οι άτυπες μορφές συμβάσεων είναι σε καθαρή αύξηση, αλλά αυτές αφορούν περισσότερο τις ροές (εισερχόμενους) απ’ ότι τα αποθέματα (εργαζόμενοι που έχουν ήδη θέση). Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο στην περίπτωση της Γαλλίας όπου αυτές οι συμβάσεις περιλαμβάνουν περίπου το 15% του εργατικού δυναμικού, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με τις κατηγορίες, οι άνδρες μεταξύ τριάντα και πενήντα χρόνια είναι οι πιο " εγγυημένοι " οι νέοι κάτω των τριάντα έχουν τις πιο επισφαλείς συνθήκες, ιδίως εάν είναι χωρίς προσόντα που αποκτήθηκαν ή επιβλήθηκαν.
Η γαλλική κατάσταση εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερη, διότι η ιδεολογία του εξειδικευμένου εργαζόμενου  παραμένει  περισσότερο από οπουδήποτε αλλού από την πλευρά των εργαζομένων, όπως και από την πλευρά των εργοδοτών. Το αποτέλεσμα είναι μια ισχυρότερη αντίσταση και από τις δύο πλευρές,  με την διακηρυγμένη απαίτηση για μια "πραγματική" εργασία και όχι απλά μια δουλειά που παρέχει πρόσβαση σε εισόδημα.
- Ακόμα και αν είναι οι ροές που έχουν πληγεί περισσότερο από την εργασιακή ανασφάλεια και οι ροές αυτές παραμένουν μειοψηφία, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός τους αυξάνεται μηχανικά. Αυτό δεν είναι τόσο η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ή ο κακός χαρακτήρας των εργοδοτών διψασμένων για κέρδος η αιτία όσο η ίδια η φύση της νέας παραγωγικής διαδικασίας που απαιτεί λιγότερη συσσώρευση και ακινησία (στην παραγωγή και στην εργατική δύναμη) και περισσότερη κεφαλαιοποίηση.
- Αλλά αυτή η τάση προς την ανασφάλεια δεν είναι ούτε μοιραία (π.χ. το γαλλικό κράτος σήμερα συνεχίζει να μόνιμο διορισμό, σύμφωνα με την αρχαιότητα, των βοηθητικών υπαλλήλων ή εργολάβων, ακόμη και αν το εξυπηρετούν κυκλικά ως μεταβλητή προσαρμογής ) ούτε φορέας μιας νέας μορφής υποκειμένου που διαμορφώνει ένα πρεκαριάτο σύμφωνα με το μοντέλο του παλιού  προλεταριάτου. Πράγματι, αν το πιστέψουμε αυτό πρώτα απ’ όλα συγκαλύπτεται η αποουσιαστικοποίηση της εργατικής δύναμης , τόσο από την άποψη του ρόλου της στην αξιοποίηση του κεφαλαίου όσο και από την άποψη της τάσης για μια σχετική αύξηση του πλεονάσματος του πληθυσμού από τη σκοπιά της καπιταλιστικής μισθωτής σχέσης και αυτό ισχύει τόσο για τις ανεπτυγμένες  χώρες όσο και για τις «αναδυόμενες» χώρες, όπως η Κίνα. Στη συνέχεια αυτό θα σήμαινε ότι αυτοί οι επισφαλείς εργαζόμενοι έχουν ίδιες ή ανάλογες συνθήκες.
Οι μετασχηματισμοί γύρω από την επισφαλή εργασία (Gzavier)
Συζητήσαμε σε αυτό το μέρος αρχικά  την αποστασιοποίησή μας από την έννοια του επισφαλούς  ή ακόμα του πρεκαριάτου στη γενικευμένη τους έννοια και όπως παρουσιάζεται σήμερα και αυτό για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, η κατάσταση των "επισφαλών" μπορεί να αναφέρεται σε πολλές διαφορετικές όσο και άνισες καταστάσεις: από τον φοιτητή κατά την διάρκεια κάποιων χρόνων έως τους περιστασιακά εργαζόμενους στο χώρο του θεάματος περνώντας στους πενηντάρηδες ανέργους τίποτα δεν τους συνδέει πραγματικά (αντικειμενικά). Θα το αναπτύξουμε αυτό με περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα.
Δεύτερον, η χρήση αδιακρίτως τόσο από τα μέσα ενημέρωσης όσο και από την άκρα αριστερά του όρου επισφαλής (όρος που εισήχθη από τους νεο-εργατιστές) όσο και του πρεκαριάτου εξιδανικεύει απολύτως το παρελθόν μετά τον πόλεμο μέχρι 70:
Μόνο μια μικρή υπενθύμιση, η ανωτέρω περίοδος δεν ήταν λαμπρή για όλους κάθε άλλο: από αυτήν προέκυψαν θανατηφόρες επαγγελματικές ασθένειες μη αναγνωρισμένες ως τέτοιες που σχετίζονται με τον αμίαντο και τον μόλυβδο, σιδερένια πειθαρχία που επιβλήθηκε από τους εργοδηγούς στην αυτοκινητοβιομηχανία όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας? οικοτόποι με ανθυγιεινές συνθήκες στέγασης, παρά την κατασκευή δημόσιων κατοικιών στα προάστια, φτωχογειτονιές των εργαζομένων μεταναστών, δημόσια λουτρά, κλπ ... όσον αφορά στις συνθήκες διαβίωσης.
Η «άνεση» ήταν τέτοια, η εργασία τόσο άφθονη και τέλεια ώστε αυτά να τελειώσουν με την έκρυξη του 68 στη Γαλλία και αλλού. Τα 30 ένδοξα χρόνια μας δεν είναι αυτό που φαίνονται να είστε σίγουροι: ένα μυθικό παρελθόν.
Και στο κάτω μέρος είναι το κόκκινο νήμα της ταξικής πάλης που έχει σπάσει καθώς η εργατική μνήμη απορρίπτεται από τα παιδιά των προλετάριων που προτιμούν να γίνουν σεκιουριτάδες ή οτιδήποτε άλλο παρά εργαζόμενοι σε οποιαδήποτε αλυσίδα.
Στο ίδιο πνεύμα, η έννοια του πρεκαριάτου τείνει να επιβληθεί αντί της εργατικής τάξης που είναι όλο και λιγότερο παρούσα σε οποιοδήποτε αγώνα, εκτός από αμυντικό. Για όλους εκείνους που δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το επαναστατικό υποκείμενο βρήκαν ένα νέο στους "επισφαλείς". Παρά ταύτα  αυτό το υποκείμενο μου φαίνεται ότι ξεφεύγει εντελώς από ό, τι θα μπορούσε να είναι τάξη, η διασπορά των συνθηκών  είναι πολύ έντονη και αυτό από την ευελιξία που απαιτείται παντού όπως στις υπεργολαβίες και είναι η εργατική κοινότητα που εξαφανίζεται.
Συνοψίζοντας:
Η φύση της επισφαλούς εργασίας είναι αυτή του ποδαριού (job), αρχέτυπο που εδραιώθηκε στην προσωρινότητα, αλλά βλέπουμε να επιβάλει επίσης άμεσα στις δημόσιες υπηρεσίες με τους συμβασιούχους. Η επισφαλής εργασία είναι ανάμεσα σε δύο καταστάσεις, μια προσωρινή κατάσταση όπου είναι συνδεδεμένη με τον κόσμο της εργασίας και την ίδια στιγμή όχι εξ ολοκλήρου καλυπτόμενη από αυτόν και όσων απορρέουν από αυτόν τα δικαιώματα και τα πλεονεκτήματα.
Στους αγώνες της δεκαετίας του '70 αυτή η μορφή απασχόλησης ήταν επίσης ένας τρόπος αντίστασης στο πρότυπο του μισθωτού, η αντιστροφή της αλυσίδας στα εργοστάσια και οι περίοδοι μιας περιθωριακής τότε ανεργίας. Σήμερα είναι το κεφάλαιο επιστρέφει σ’ αυτές τις πρακτικές και είναι οι εργάτες που είναι ικέτες. Ως εκ τούτου υπάρχουν θεμελιωδώς διαφορετικές στάσεις από τη μία δουλειά στην άλλη στην προβληματική των αγώνων που μπορεί να έχει αυτό το φευγαλέο πρεκαριάτο:
- Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι επισφαλείς εργαζόμενοι είναι πλήρως χαμένοι στη μάζα των άλλων εργαζόμενων και αυτό τους οδηγεί είτε να είναι ακόλουθοι σε σχέση τα κινήματα διεκδίκησης που δεν τους αφορούν απαραίτητα άμεσα ή να προωθούν τις δικές τους διεκδικήσεις, αλλά σε απομόνωση από τους άλλους.
- Αντίθετα, σε ορισμένους τομείς του εμπορίου και της εστίασης ή της φιλοξενίας, της οικοδομής και των δημόσιων έργων και γενικά σε πολύ μικρές επιχειρήσεις (ΠΜΕ), η απομόνωση είναι αρχέτυπη και γεωγραφική καθώς οι επισφαλείς είναι συχνά η μόνη κατηγορία εργαζομένων που απασχολούνται, αλλά μια κατηγορία διασκορπισμένη σε πολλούς εργασιακούς χώρους των οποίων η ενότητα δεν εκδηλώνεται, στην καλύτερη περίπτωση, παρά μόνο στον αγώνα.
Η ενότητα δεν μπορεί να επιβληθεί, ιδιαίτερα όχι από πάνω και ακόμη λιγότερο από τα συνδικάτα ή τα περιθώρια τους που τους θέλουν να «ανήσυχους». Η ενότητα στο χώρο εργασίας είναι να προσπαθήσουν να ξεπεράσουν τα εμπόδια της κατάστασης, της θέσης, τις κατηγορίας των μισθών, κ.λπ. ... Αλλά αυτό ποτέ δεν το έχουν οργανώσει τα συνδικάτα να περάσουν κάποιο εμπόδιο που θέτει το νόημα της επισφαλούς ή μη εργασίας. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ενδιαφέρον για έναν επισφαλώς εργαζόμενο να «κάνει καλά τη δουλειά του, του ποδαριού» ενώ είναι στο περιθώριο και μπορεί να απολυθεί χωρίς προειδοποίηση ή σχεδόν. Αλλά η «ειδίκευση» παραμένει μια μεγάλη συνδικαλιστική αξία, ενώ οι επισφαλείς εργαζόμενοι δεν δεσμεύονται παρά μόνο από το μισθό. Διαφορετικά, η ενότητα που δεν υπάρχει αντικειμενικά είναι πολύ δύσκολο να συσταθεί αλλιώς παρά μόνο με συνθήματα κενά νοήματος.
Αυτή είναι η αποουσιαστικοποίηση της εργατικής δύναμης, που εξηγεί την επισφαλή εργασία, επειδή δεν υπάρχει πρωτίστως η επιθυμία να γίνει η εργασία επισφαλής. Το φαινόμενο αποδίδεται στην πραγματικότητα στο πλαίσιο της ευρύτερης κρίσης της εργασίας εν γένει ακόμα και αν φυσικά μιλάμε για έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η μισθωτή σχέση με τη μορφή της απασχόλησης.
Αυτό που ενδιαφέρει ουσιαστικά το κεφάλαιο είναι να διατηρήσει τις δυνατότητες απασχολησιμότητας σε τέτοιο σημείο ώστε ο ίδιος ο άνεργος να πρέπει να σπαταλά ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του στην αναζήτηση μιας υποθετικής εργασίας.

Εν κατακλείδι: η μισθωτή σχέση ως σχέση υποτέλειας
- Η μισθωτή σχέση είναι καταναγκασμός στην απασχόληση και νομισματική υποταγή, αλλά ενεργεί επίσης ως δόμηση των κοινωνικών σχέσεων (κοινωνικοποίηση, ένταξη, δικαιώματα).  Κατά συνέπεια, αυτή η υποτέλεια δεν είναι υποταγή, αλλά  αλληλεξάρτηση. Το κεφάλαιο είναι επίσης κοινωνική σχέση και σε αντίθεση με ό, τι λέει ο Touraine στο τελευταίο του βιβλίο: υπάρχει ακόμα κοινωνία στον καπιταλισμό. Γι 'αυτό μιλάμε για την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία.
- εξακολουθεί να πλαισιώνεται από το κράτος, όπως επίσης και η «αγορά εργασίας» που δεν αποτελεί μια πραγματική αγορά, λόγω της ύπαρξης ενός ελάχιστου μισθού και μιας δομικής ακαμψίας, λόγω της ύπαρξης Κώδικας Εργασίας και γενικότερα από το γεγονός ότι η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα , ή σε κάθε περίπτωση δεν είναι ένα εμπόρευμα όπως κάθε άλλο.
Η μισθωτή σχέση περιλαμβάνει άλλωστε τώρα μια πολύ πιο άμεση σχέση με το κράτος μέσω των κοινωνικών εισοδημάτων, των ενισχύσεων για την απασχόληση, των εισοδημάτων αλληλεγγύης και άλλων μέτρων ένταξης ή επανένταξης, παρά μια σχέση με τις επιχειρήσεις. Η αντίφαση δεν είναι πλέον κεντρικά αυτή που προκύπτει μέσα από τις σχέσεις παραγωγής και έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε εκμετάλλευση ακόμη και εκτός της μαρξιστικής αναφοράς (υπεραξία και ποσοστό εκμετάλλευσης), αλλά στην δυσκολία να αναπαραχθεί η κοινωνική σχέση του συνόλου.

- Ο αγώνας πρέπει να είναι η πρώτη πάλη εναντίον αυτής της υποτέλειας, χωρίς να πέσουμε στην καθαρότητα της άρνησης της εργασίας που δεν λαμβάνει υπόψη τη συνολική δομή των κοινωνικών σχέσεων και το χαρακτήρα της αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Πρέπει να επωφεληθούμε σήμερα τόσο από το γεγονός της αποουσιαστικοποίησης της εργατικής δύναμης που παράγει η ίδια στην καλύτερη περίπτωση ένα χάσμα σε σχέση με το εργασιακό πρότυπο ή τουλάχιστον μια αποστασιοποίηση σε σχέση με την εργασία ως αξία που οι εργοδότες και το κράτος επιθυμούν να προωθήσουν, παρά ή εξαιτίας της απόδειξης της ανεπάρκειας, αν όχι του ψεύδους του μαρξιστικού νόμου της αξίας  όσο και των πρακτικών ανυποταξίας που υπάρχουν ήδη εδώ και εκεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου