αποσπασμα από το κειμενο:
Μερικές διευκρινισεισ
για τον καπιταλισμό, το κεφάλαιο, την
κεφαλαιοποιημενη κοινωνια
Ιανουάριος 2010,
20Είναι η ίδια επιλογή, αυτή της επικέντρωσης σε μια δυναμική προοπτική,
η οποία μας οδήγησε στην ενσωμάτωση των αναλύσεων του Φ. Μπρωντέλ 17 σχετικά με τις
μορφές του κεφαλαίου που προηγούνται της έλευσης του καπιταλισμού οριζόμενου ως
σύστημα 18 . Περιέγραψε πώς ένας
τρόπος συσσώρευσης κεφαλαίου σέρνεται αρχικά σε μια περιοχή συναλλαγών που
προϋπάρχει, μέχρις ότου αυτή η συσσώρευση γίνεται αυτοσκοπός.
21Στην πραγματικότητα, χρησιμοποιούμε το σχήμα του Μπρωντέλ των
διάφορων ιεραρχημένων επιπέδων του εμπορίου ώστε να το προσαρμόσουμε στη
σημερινή κατάσταση, αλλά δίνοντας ένα διαφορετικό νόημα στις έννοιες. Για τον Μπρωντέλ, είναι
το υψηλότερο επίπεδο, αυτό του υπολογισμού και της κερδοσκοπίας 19 (ήδη!) που αξίζει το
όνομα του καπιταλισμού, ακόμα κι αν δεν αντιπροσωπεύει (από τον XV ο έως
τον XVIIIο αιώνα) παρά ένα
μικρό μέρος της συνολικής οικονομικής δομής. Για μας, είναι το
κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες μορφές του (οικονομική, εμπορική,
παραγωγική) που βρίσκεται στο κορυφαίο αυτό επίπεδο (επίπεδο 1) από τη στιγμή
που το θεωρούμε ως μια ολότητα, δηλαδή
από μια οπτική όχι καθαρά οικονομική, αυτή του πλούτου, αλλά μια οπτική
των παιχνιδιών της εξουσίας και της δύναμης.
22Στο μέτρο αυτό, μπορούμε να πούμε ότι η ιστορία του ανωτέρω κεφαλαίου,
διασχίζει και υπερβαίνει τη βιομηχανική επανάσταση. Πράγματι, χάρη στην
οικονομική ευρωστία του, ο «καπιταλισμός κορυφής» μπόρεσε να κυριαρχήσει και να
κατευθύνει μακροπρόθεσμα όλη του την ανάπτυξη, χωρίς να ενσωματώσει άμεσα την σχέση
εκμετάλλευσης (είναι στην βάση του κυριαρχία πριν από εκμετάλλευση), διότι
βασίζεται περισσότερο στη σύλληψη και οικειοποίηση του παγκόσμιου πλούτου παρά
στις αποδόσεις της εγχώριας παραγωγής. Αυτό εξηγεί επίσης
την αρχική τομή από τη μία πλευρά των «πόλεων-κόσμων» του κεφαλαίου (αρχικά
ιταλικών και στην συνέχεια της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Αμβέρσα και το
Άμστερνταμ) που αποκτούν τον έλεγχο της θαλάσσιας κυκλοφορίας και κατά συνέπεια
της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και της πληροφορίας και από την άλλη των
περιοχών της ενδοχώρας που θα παραμείνουν επί μακρόν στην αυτάρκεια ή στην
μικρή εμπορευματική παραγωγή. Αυτή η δύναμη προέρχεται από τους στενούς μακροχρόνιους
δεσμούς μεταξύ των εμπόρων, των τραπεζιτών, και των κρατών των οποίων ο κοινός
στόχος είναι η αύξηση του πλούτου γενικά και επομένως το ξεπέρασμα μιας "στάσιμης
κατάστασης" που χαρακτήριζε την περίοδο του Μεσαίωνα. Μια δύναμη που είναι
εμπορική ή οικονομική αλλά είναι επίσης και πολιτική, στο βαθμό που καταφέρνει να
οικοδομήσει μια νέα τάξη πραγμάτων προσανατολισμένη στις οικονομικές
δραστηριότητες. Έτσι, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε τις
αναπτύξεις του Χίλφερντινγκ και του Λένιν σχετικά με την κυριαρχία του
χρηματιστικού κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού, επειδή αυτή η κυριαρχία υπήρχε
ήδη στη Γένοβα και το Άμστερνταμ και οι ιδιωτικές τράπεζες καταθέσεων αναπτύσσονται
στο τέλος του XVIII ου αιώνα. Υπάρχει, στην
Αγγλία, στις αρχές xixου αιώνα, μια συνύπαρξη
μεταξύ αγροτικού κεφαλαίου, εμπορικού κεφαλαίου που στηρίζεται στις αποικίες
και στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Οι επιλογές του
προσανατολισμού των επενδύσεων βασίζονται στις ευκαιρίες κέρδους, αλλά δεν
υπάρχει ακόμα ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων μορφών κεφαλαίου. Έτσι
στην
Αγγλία είναι το βιομηχανικό κεφάλαιο, που σύντομα θα επικρατήσει, ενώ στη
Γαλλία θα είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο που θα οργανώσει τις παγκόσμιες ροές κεφαλαίου,
τουλάχιστον μέχρι τον πρώτο γαλλο-πρωσικό πόλεμο. Αυτή η αμφιθυμία της
εξέλιξης δεν θα διαρκέσει και το Λονδίνο θα επιβληθεί ως η νέα πόλης-κόσμος επιτυγχάνοντας
την ενότητα μεταξύ μιας εξωγενούς ανάπτυξης (Ναυτικής και Εμπορικής) και μιας
ενδογενούς ανάπτυξης (γεωργική και κατόπιν βιομηχανική επανάσταση).
23Όμως, εκεί όπου είμαστε αναγκασμένοι να εγκαταλείψουμε τον Μπρωντέλ 20 είναι όταν το
ιστορικό μοντέλο οδηγεί στο πολιτικό συμπέρασμα μιας διχοτομίας ανάμεσα στον
καπιταλισμό (τον «κακό» καπιταλισμό) και την οικονομία της αγοράς (η "καλή"
αγορά), σαν να ήταν κατασκευές απολύτως ξεχωριστές, ενώ αυτός τα περιγράφει ως ιεραρχημένα
και διαφορετικής έντασης επίπεδα 21 .
24Στην πραγματικότητα, η περιγραφή του Braudel δείχνει τους
ουσιώδεις δεσμούς μεταξύ των τριών επιπέδων, και αυτό είναι που μας ενδιαφέρει
σήμερα καθώς αυτοί οι δεσμοί έγιναν πιο σφιχτοί όπως τα πλέγματα ενός δικτύου,
ενώ το συμπέρασμά του είναι πολιτικά απαράδεκτο: μόνο το επίπεδο 2, δηλαδή της
οικονομίας της αγοράς, όπου υπάρχει ανταγωνισμός και ως εκ τούτου ένας βαθμός
ελευθερίας, αντιστοιχεί σε μια φυσική τάξη της οικονομίας που βρίσκεται σε όλες
τις κοινωνίες. Το υπόλοιπο δεν είναι παρά σκωρίες (το επίπεδο
3 αποτελείται από περιοχές όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί η οικονομία της
διαμονής ή η άτυπη οικονομία, περιοχές της λεηλασίας των πρώτων υλών και των
φυλετικών πολέμων) ή ολισθήματα (το επίπεδο 1 αποτελείται από τον κόσμο που
πραγματοποιεί την ενότητα των διαφόρων μορφών του κεφαλαίου μέσω των χρηματοδοτικών
εταιρειών συμμετοχών, των πολυεθνικών εταιρειών, των μονοπωλίων και αυτό υπό
την αιγίδα των μεγαλύτερων κρατών που έχουν ξεκινήσει και ολοκληρώσει τα νέα
δίκτυα εξουσίας και ισχύος), όπως αφήνεται να εννοηθεί στο τέλος της σημείωσης
18.
25 Είναι εκεί όπου ο Μπρωντέλ καταθέτει την άποψή του για τον
μαρξισμό 22 .Χωρίς να την
αναπτύσσει (δεν είναι οικονομολόγος), παίρνει έμμεσα τη θεωρία της αξίας της
εργασίας και βλέπει στην κυκλοφορία και στη δραστηριότητα των εμπόρων κάτι που
νοθεύει την ανταλλαγή στην "αξία" της. Αν αφαιρεθούν οι
ενδιάμεσοι, δεν θα υπάρχει πλέον κέρδος, αλλά μια δίκαιη μοιρασιά των
προσπαθειών του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό οδηγεί, στον Μπρωντέλ,
σ’ ένα ιδανικό μοντέλο οικονομίας της αγοράς
χωρίς εμπόρους! Παρεμπιπτόντως αυτό επιστρέφει επίσης στην αντίληψη των
κλασικών και των μαρξιστών, μιας ανταλλαγής ως σύστημα διευρυμένου
αντιπραγματισμού, το οποίο δεν είναι αποδεκτό. Πράγματι, ο
αντιπραγματισμός τίθεται σε σχέση με υποκειμενικές αξιολογήσεις, που αποτελούν
τμήμα ενός πλαισίου κοινωνικών δομών σταθερών και δυσανάλογων μεταξύ τους. Δεν υπάρχει καμία συσχέτιση
με ένα ουδέτερο τρίτο μέρος που θα λάμβανε τη μορφή του εμπόρου και του
χρήματος.
26Ο αντιπραγματισμός δεν δημιουργεί αξία από την οικονομική
άποψη του όρου, ακόμη και αν λάβει ευρεία έκταση. Για να αναδυθεί η
αξία πρέπει να δημιουργηθεί μια πολιτική και κανονιστική ρήξη, οι νέες
κοινωνικές σχέσεις με έναν τρόπο.
27Σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες και μαρξιστικές θεωρήσεις, δεν
είναι ο έμπορος ως τέτοιος, ο οποίος θα δημιουργήσει το χρήμα ως θεσμό, ακόμα
και αν μπορεί να δημιουργήσει το χρήμα ως αντικείμενο, την πίστωση, την
εκχώρηση επιχειρηματικών απαιτήσεων. Η καθιέρωση του
χρήματος ως καθεστώς, θα είναι ρόλος της εξουσίας (η εξουσία της «έκδοσης νομίσματος»). Η αντικειμενική
ισοδυναμία (αυτή που δεν ανέχεται πλέον παρά
μόνο μια σταθερή τιμή) αντικαθιστά επομένως τις υποκειμενικές εκτιμήσεις (οι
οποίες προϋποθέτουν τη δυνατότητα μιας διαπραγμάτευσης) σε ένα πλαίσιο όπου η
κάθετη δομή της εξουσίας αντιτίθεται στην οριζόντια δομή των συναλλαγών με
σκοπό να επιβάλλει τον καθολικό χώρο της γενικευμένης ανταλλαγής. Στην προοπτική αυτή,
το χρήμα δεν είναι πρώτα και κύρια ένα γενικευμένο ενδιάμεσο των ανταλλαγών,
αλλά μια συνθήκη της σύστασής τους.
28Είναι μια νέα μεσαία τάξη "ελεύθερων" εμπόρων στο τοπικό
πεδίο της κοινωνίας τους, που θα ωθήσουν σταδιακά την αγροτική βιομηχανία, αδυνατώντας
να συμμετάσχουν στις αποικιακές περιπέτειες, δημιουργούν τη βιομηχανική
επανάσταση με την υποστήριξη των κρατών. Θα έπρεπε η αγορά να
συσταθεί έτσι ώστε η «φυσική τάξη» της διαδικασίας Εμπόρευμα-Χρήμα-Εμπόρευμα
(Ε-Χ-Ε) να μετασχηματιστεί σε Χρήμα-Εμπόρευμα-Χρήμα
(Χ-Ε-Χ). Αλλά η θέσμιση της αγοράς, είναι επίσης η σταδιακή
επιβολή ενός καπιταλιστικού φαντασιακού. Μπορεί να υπάρχουν
διάφορα επίπεδα, αλλά οι διάφορες μορφές του κεφαλαίου αναπτύχθηκαν σε μια
ένταση που εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τις επιπτώσεις της «βίας του
χρήματος» (Aglietta) πάνω στις παραδοσιακές κοινωνικές σχέσεις. Η ανάπτυξη της
αγοράς και η ανάπτυξη αυτού του φανταστικού βαδίζουν επομένως μαζί. Το
Χ-Ε-Χ
δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Ε-Χ-Ε παρά μόνο στο πλαίσιο μιας αγοράς σε
επέκταση για την οποία μια συγκεκριμένη δραστηριότητα του κεφαλαίου στην
εμπορική μορφή του είναι απαραίτητη. Αυτή η επέκταση περνά
επίσης από την αντικατάσταση της τοκογλυφίας από ένα πιστωτικό σύστημα. Όλη αυτή η κίνηση
αναγνωρίστηκε λανθασμένα από τους μαρξισμούς, καθώς δεν εγκατέλειψαν την
αντίληψη της ανάδυσης μιας αστικής τάξης βιομηχανικής και προοδευτικής που
άσκησε ένα ηγετικό ρόλο 23 .
29Είναι η ισοδυναμία των μορφών κεφαλαίου που δεν έχει κατανοηθεί
από τον μαρξιστικό ιστορικό ντετερμινισμό για τον οποίο όλα όσα προηγούνται της
βιομηχανικής επανάστασης αποτελούν μια παιδική φάση του κεφαλαίου. Ο μαρξισμός βαδίζει με
τις μπότες της κλασικής αγγλικής πολιτικής οικονομίας. Παραμένει σ’ ένα έδαφος
που ανήκει στο επίπεδο 2, δηλαδή στο επίπεδο της υλικής παραγωγής και των νόμων
της αγοράς, το καθοριστικό επίπεδο. Το επίπεδο επομένως,
ενός βιομηχανικού κεφαλαίου, που διαρθρώνεται γύρω από τις σχέσεις παραγωγής
που βασίζονται στην ιδιοκτησία, στην εξύψωση της ανάπτυξης των παραγωγικών
δυνάμεων και στην πίστη στην Πρόοδο, στον σαφή διαχωρισμό σε δύο μεγάλες
τάξεις, και μια προνομιακή μορφή πολιτικής, την κοινοβουλευτική δημοκρατία της
αστικής κοινωνίας.
30Από αυτή την άποψη, έχουμε καθορίσει την συγκεκριμένη μορφή του
κεφαλαίου που στοχεύει στην ολότητα ως μια κοινωνική σχέση, διότι ουσιαστικά
διαμεσολαβείται από την αμοιβαία εξάρτηση των δύο τάξεων και έδρασε με την
διαλεκτική της ταξικής πάλης. Αλλά τελικά θα παραμείνουμε αιχμάλωτοι της
μαρξιστικής αντίληψης που θεωρεί το επίπεδο 2 την κινητήρια δύναμη της όλης διαδικασίας, διότι είναι μέσα σε αυτό
το επίπεδο που βρίσκουμε την εργασία άμεσα οριζόμενη ως παραγωγική ταυτόχρονα
πηγή της αξιοποίησης του κεφαλαίου και
της άρνησής του. Η δική μας ανάγνωση των διαφόρων
"οικονομικών κρίσεων" εδώ και είκοσι χρόνια, αλλά ιδίως υπό το πρίσμα
αυτής του 2008, απαιτεί τώρα από εμάς να ανεγείρουμε τον θεωρητικό εξοπλισμό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου