Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ


Jacques Wajnsztejn

Οι συζητήσεις για τη θρησκεία μου φαίνονται μεροληπτικές από την πλευρά που απευθύνονται. Μερικές για να επισημοποιήσουν ό, τι περιλαμβάνεται σε ένα σύνταγμα (αμερικάνικο ή γαλλικό), άλλες για το πώς να εφαρμοστεί ένας νόμος (αυτός του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους), αλλά ο καθένας τις κάνει από την οπτική της δημοκρατικής κοινωνίας ενώ η θρησκεία και η ύπαρξή της - που διατηρείται ενάντια στον άνεμο και τις παλίρροιες του υλισμού, της επιστήμης και άλλων - δεν είναι ακριβώς ζήτημα της κοινωνίας (αυτόνομης ή ετερόνομης), αλλά της κοινότητας. Ωστόσο οι περισσότερες κριτικές της θρησκείας έχουν διεξαχθεί από την πλευρά του Διαφωτισμού (κατά του σκοταδισμού 16 ) ή από την άποψη της κριτικής της ψευδούς συνείδησης, (Μαρξ και το όπιο του λαού 17 ) κριτικές που προϋπέθεταν την ιδέα μιας εργαλειοποίησης της θρησκείας στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης. Η θρησκεία έπρεπε επομένως να ξεπεραστεί τόσο από το φως της λογικής όσο και της επιστήμης και της ανάπτυξης μιας πραγματικής συνείδησης.  Γνωρίζουμε τι συνέβη και στις δύο περιπτώσεις. Μερικές δημοκρατίες, περιλαμβανομένης και της Γαλλικής Δημοκρατίας, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή αυτής της διαδικασίας, στο βαθμό που υποστήριξαν τις αρχές του λαϊκού έθνους-κράτους, προϊόντα ενός πολιτικού αγώνα μεταξύ φατριών της άρχουσας τάξης που προσπάθησαν να διασώσουν τα ελάχιστα με την εξεύρεση πρακτικών λύσεων για τους πιστούς. Αυτές οι λύσεις τοποθετούνταν στο πλαίσιο των μεταβατικών μέτρων που συνοδεύουν μια σταδιακή εξαφάνιση της θρησκείας. Το πρώτο βήμα ήταν να περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα αφού τελικά αυτή δεν μπορούσε να αφορά, στην διάρκεια, παρά «καθυστερημένους» ανθρώπους και περιοχές, που εξακολουθούν να δίνουν διέξοδο σ’ αυτές τις πρακτικές μιας άλλης εποχής. Αυτή η "λύση", προϋποθέτει επίσης, ότι η θρησκεία δεν θεωρείται πλέον ως μια προσωπική υπόθεση και ως εκ τούτου θα μπορούσε να διαλυθεί στην φιγούρα του πολίτη. Αυτή ήταν άλλωστε και η «λύση» του Μαρξ για το εβραϊκό ζήτημα στο βιβλίο του με το ίδιο όνομα.
Αυτή η πολιτική αντίληψη της θρησκείας οφείλει τα πάντα στον Προτεσταντισμό (ο Μαρξ προέρχεται από μια οικογένεια προσηλυτισμένη") και είναι ελάχιστα χρήσιμη για την ερμηνεία της επιμονής της θρησκείας ως κοινότητα σε ορισμένες περιοχές. Μια επιμονή που προκύπτει για παράδειγμα σήμερα στις παρεξηγήσεις και τις εντάσεις που προκαλεί το πολωνικό κράτος στις διεθνείς σχέσεις στο όνομα ενός Καθολικού Χριστιανισμού και στην ανάπτυξη των φονταμενταλιστικών τάσεων για την εβραϊκή και μουσουλμανική θρησκεία, οι οποίες είναι ακριβώς, μαζί με τις προτεσταντικές σέκτες, οι φορείς της θρησκευτικής αναβίωσης σήμερα.
Αυτές οι θρησκευτικές πρακτικές αντιστοιχούν σε οράματα που δεν αναγνωρίζουν τους διαχωρισμούς που εισήχθηκαν από την καπιταλιστική νεωτερικότητα και αντιτάσσονται στον κατακερματισμένο κόσμο μας. Πράγματι, η νεωτερικότητα και ο καπιταλισμός καταστρέφουν όλες τις παλιές κοινότητες και τις διαμεσολαβήσεις τους, αλλά εκεί όπου η καταστροφή των παλαιών κοινωνικών σχέσεων είναι ισχυρότερη από ό, τι η κατασκευή του νέου τρόπου ζωής και των αναπαραστάσεων (γύρω από το ποσοτικό, τα χρήματα, την μισθωτή εργασία, το άτομο και την κατανάλωση), επανεμφανίζεται η απαίτηση μιας κοινότητας αναφοράς, ενώ δεν αποτελούν παρά κοινοτικές αναφορές 18 . Ωστόσο, η μόνη μορφή της κοινότητας που είναι σχεδόν χειροπιαστή, διότι η καταστροφή της δεν ήταν φυσική19 συμβαίνει να είναι η θρησκευτική κοινότητα, η κοινότητα των πιστών. Η φτώχεια δεν είναι η κύρια αιτία της αναβίωσης της θρησκείας.  Έγκειται περισσότερο στην ικανότητά της να παρουσιάζεται ως μια κοινότητα και να εκπληρώνει μια κοινωνική λειτουργία σε κοινωνίες ή κοινωνικές ομάδες αποδομημένες. Αυτό είναι που της δίνει ενίοτε μια "προοδευτική" σφραγίδα η οποία οδήγησε διανοούμενους όπως ο Φουκώ να επαινέσουν την ιρανική επανάσταση ή κάποιους να πουν σήμερα ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία των καταπιεσμένων και ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει μια συμμαχία με τις ισλαμικές ομάδες 20 . Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι η θρησκεία είναι πάντα ταυτόχρονα ιεραρχική (είναι της τάξης του θεσμού), εξισωτική (κοινωνικοποιεί πλούσιους και φτωχούς, διανοούμενους και αναλφάβητους) και σεκταριστική (το «εμείς» ενάντια στο «αυτοί» ).
Σε γενικές γραμμές, η θρησκεία δεν έχει ξεπεραστεί. Άλλωστε, ο καπιταλισμός δεν ξεπερνά ποτέ τίποτα στην πραγματικότητα, η δύναμή του είναι να ενσωματώνει τις αντιφάσεις (π.χ. μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου) και να χρησιμοποιεί όλους τους αρχαϊσμούς και μοντερνισμούς υπέρ μιας δυναμικής απορρόφησης των κοινωνικοϊστορικών κινημάτων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το ζήτημα δεν είναι να γνωρίζουμε αν υπάρχει Θεός στο δολάριο ή στο Σύνταγμα, αλλά να δούμε τι κάνουν οι νεο-συντηρητικοί που είναι ωστόσο γεμάτοι νεωτερικότητα 21 . Στις αναπτυσσόμενες χώρες, καπιταλισμός και εθνικιστικός σοσιαλισμός έχουν εξίσου αποτύχει μη προσφέροντας παρά μόνο αύξηση της ανισότητας για τον πρώτο και ένα «μύθο για ένα λαμπρό αύριο» (lendemains qui chantent), για τον δεύτερο. Αλλά η θρησκεία είναι μια μορφή της αμεσότητας που είναι κατάλληλη για περιόδους κρίσης, όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση άμεσων προβλημάτων, όταν πρόκειται για τη διατήρηση ή την ανάκτηση των αναφορών. Μπροστά στις κοσμικές εντολές που συχνά λένε τα πάντα και τα αντίθετά τους, η θρησκεία χαράζει το μονοπάτι για το τι πρέπει να κάνουν, ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες.
Σε έναν κόσμο χωρίς καρδιά στον οποίο βασιλεύει ο διαχωρισμός και η εξατομίκευση, η θρησκεία παρέχει μια άμεση συμβίωση όταν οι μορφές διαμεσολάβησης που υποτίθεται ότι συνδέουν τα άτομα στη σύγχρονη δημοκρατία έρχονται σε κρίση και οι θεσμοί απορροφούνται 22και αγωνίζονται να καλύψουν τις κοινωνικές τους λειτουργίες. Η θρησκεία βρίσκει επομένως, για ορισμένους, την λατινική της ρίζα και το αρχικό της νόημα, που είναι να συνδέσει τα άτομα εντός της κοινότητας των πιστών. Αλλά αυτή η κοινότητα είναι, πρώτον, μια περιορισμένη και αποσχιστική μορφή της κοινότητας γιατί αποκλείει τους άλλους, και, δεύτερον, τείνει να αφαιρέσει ακριβώς την τάση μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας, μειώνοντας το άτομο στην κοινότητά του. Στη θρησκευτική κοινότητα αυτή η τάση προς ένα διαφορετικό μέλλον (αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ανθρώπινη κοινότητα, ένωση, κομμουνισμό, κλπ.. με τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες τους) δεν μπορεί να εκδηλωθεί επειδή ο ορίζοντας περιορίζεται από την συμμετοχή των ιδιαίτερων πεποιθήσεων των μελών. Οι πιστοί από την μια πλευρά, οι μη-πιστοί από την άλλη... Αλλά αυτή η συμμετοχή παίρνει την δύναμή της από το γεγονός ότι εμφανίζεται ως επιλογή, παράγοντας απόλυτων περιορισμών σίγουρα αλλά ως μια ηθελημένη επιλογή, ενώ η επιλογή του μη-πιστού καθορίζεται είτε από ένα εξωτερικό καθολικό μεσολαβητή που είναι τα χρήματα είτε από μια ελευθερία χωρίς αντικείμενο.  Η θρησκεία μπορεί στη συνέχεια να διακοσμηθεί με στολίδια αντι-καπιταλιστικά και αντι-ιμπεριαλιστικά (κάτω από το Ισλάμ), ή ακόμα μια ιδιαίτερη καθολικότητα κάνοντάς την το λίκνο των πολιτισμών (οι προτεσταντικές εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνουν έκκληση για αντι-τρομοκρατικό πόλεμο κατά του Αφγανιστάν, του Ιράκ και του Ιράν, η Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας προσπαθεί να την χαράξει στο αέτωμα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος).
Μια άλλη δύναμη του θρησκευτικού στοιχείου σήμερα είναι ότι μπορεί, στις δημοκρατικές χώρες, να παίζει ταυτόχρονα γύρω από την επιστροφή σε μια παράδοση (την κοινότητα που ξαναβρέθηκε) και μ’ ένα άνοιγμα προς την νεωτερικότητα με το θρησκευτικό στοιχείο ως δικαίωμα ακόμα μέσα στον δημόσιο χώρο. Η διαμάχη γύρω από την ισλαμική μαντίλα, τις σχολικές απουσίες για τα θρησκευτικά για τους Εβραίους μαθητές, οι απαλλαγές από την πισίνα των μαθητών με καταγωγή εβραϊκή ή μουσουλμανική, το είδος του κρέατος που σερβίρεται σε καντίνες σχολείων, δείχνουν μια νέα ικανότητα των θρησκευτικών δυνάμεων να αντιπαρατεθούν στους κοσμικούς και τους άθεους στο δικό τους έδαφος, αυτό του δικαίου, της δημοκρατίας, του ρεπουμπλικανισμού. Θα κερδίσουν κάποια αναγνώριση των κρατών και των δημόσιων εξουσιών με την ψήφιση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας, την καταστολή ή τουλάχιστον μομφή κατά των διαφόρων τύπων βλασφημίας, αλλά τίθενται έτσι ηθελημένα μεταξύ των άλλων μερικοτήτων των δικαιωμάτων της ταυτότητας. Κάνοντας μια καρικατούρα μπορούμε να πούμε ότι σήμερα ο νόμος κατά της ισλαμοφοβίας προσεγγίζει αυτόν ενάντια στην ομοφοβία, αύριο η αναγνώριση του πιστοποιητικού παρθενίας θα συνοδεύει αυτόν του γάμου ομοφυλοφίλων.
Αντιτάσσοντας απλά σ’ αυτή την δύναμη σύλληψης της θρησκείας την ιδέα της αυτονομίας σε σχέση με αυτή της ετερονομίας είναι ελάχιστη βοήθεια όταν αυτή η αυτονομία δεν θα μπορούσε να είναι παρά αυτή του υποκειμένου (από το Διαφωτισμό) ή της τάξης (το προλεταριάτο).  Πράγματι, η κρίση του πρώτου αναφέρθηκε για πρώτη φορά τόσο από την ψυχανάλυση (Φρόυντ και Ράιχ) όσο και από τη λογοτεχνία (Musil και «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες") στις αρχές του ΧΧ αιώνα αιώνα και για το δεύτερο, οι συνθήκες της δυνατότητάς του, εξαφανίστηκαν με την πτώση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των τάξεων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το υποκείμενο κατέστη μη ανιχνεύσιμο.  Επιπλέον, αν επιστρέψουμε στην έννοια του υποκειμένου, μπορούμε να πούμε ότι το μόνο υποκείμενο που υπήρξε ποτέ είναι το υποκείμενο αστός του οποίου η αυτονομία βασιζόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία ως κεφάλαιο για να καρποφορήσει 23 . Σήμερα, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχουν πλέον άτομα υποκείμενα (ή τάξη υποκείμενο), αλλά μόνο άτομα των οποίων η "αυτονομία" δεν είναι πλέον παρά αυτή της «εγώ-διαχείρισης» (égogestion 24) και όχι πλέον αυτή της αυτοδιαχείρισης25 . Αυτή δεν μπορεί επομένως να είναι μια διέξοδος της επίμονης τάσης μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου