Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

Κράτος και κυριαρχία στην δοκιμασία της διεθνούς μετανάστευσης και του "Brexit"



Σεπτέμβριος 2016 Jacques Guigou, Jacques Wajnsztejn


1 Η σημερινή κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται να απεικονίζει την γενικότερη σχετικά με το κράτος στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία στην πρόσφατη ανάλυσή μας που επικεντρώνεται στα τρία επίπεδα κυριαρχίας του παγκοσμιοποιημένου 1 κεφαλαίου.

2 Μπορούμε να πούμε ότι το επίπεδο Ι, που είναι αυτό του υπερκαπιταλισμού και το οποίο είναι η κινητήρια δύναμη της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, συναντά δυσκολίες. Όχι στο να επεκτείνει την επιρροή του, αλλά πρώτα απ’ όλα στο να διασφαλίσει μια ελάχιστη παγκόσμια τάξη, κι αυτό εν απουσία της κυριαρχίας ενός ιμπεριαλισμού παραδοσιακού και κυρίαρχου. Το γεγονός ότι δεν υπήρξε μετά την ολοκλήρωση αυτής της τάσης μια νέα παγκόσμια τάξη (ένα στρατηγικό ζήτημα της εξουσίας του κεφαλαίου πάνω από εκείνο της λεηλασίας του πλούτου) έχει οδηγήσει σε αυξημένη αστάθεια και στο πέρασμα των αστυνομικών επιχειρήσεων σε μια μάχη κατά της τρομοκρατίας.

3 Στη συνέχεια, υπάρχει μια αντίφαση ανάμεσα αφενός, αυτού του καπιταλισμού κορυφής για να δανειστώ μια φράση του Φ. Μπρωντέλ (Επίπεδο Ι για εμάς), στο μέτρο που ευνοεί τη ρευστότητα και την ευελιξία έναντι της στασιμότητας, την κεφαλαιοποίηση έναντι της συσσώρευσης, το παγκόσμιο έναντι του τοπικού, κλπ, και αφετέρου αυτού που ονομάζουμε επίπεδο II που είναι αυτό όπου οι εταιρείες υπόκεινται στην αγορά (που είναι αποδέκτες τιμών, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις του επιπέδου Ι, είναι δημιουργοί τιμών) και τα εθνικά κράτη που είναι επιφορτισμένα με τη διαχείριση της εσωτερικής αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων.

4 Αντιπαρατίθενται επομένως δύο τύποι κυριαρχίας, από τη μια πλευρά, μια κυριαρχία κορυφής με τους παγκόσμιους παίκτες (τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς των οποίων η ισχύς αναδιατάσσεται σε δίκτυο, τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα συνδικάτα και τις ΜΚΟ) με τους διεθνείς κανονισμούς τους, το διεθνές δίκαιο και από την άλλη τις εθνικές κυριαρχίες του επιπέδου II που υπονομεύονται από την κρίση της μορφής του έθνους-κράτους, αλλά οι οποίες «αντιστέκονται» στο βαθμό που αυτή η κυριαρχία, για να εξακολουθήσει να υπάρχει, πρέπει να ελέγξει το έδαφος, τις εισόδους και τις εξόδους του, είτε από την πλευρά των επιχειρήσεων (μετεγκαταστάσεις, συνθήκες εγκατάστασης και οι νόρμες τους), είτε από φορολογική άποψη, είτε τέλος από την άποψη της μετανάστευσης των πληθυσμών. Έναντι της τάσης αποτοπικοποιήσης στο επίπεδο Ι αντιστοιχούν και όχι πάντα σε διαλεκτική αντίθεση, οι παράγοντες της τοπικοποιήσης ή εκ νέου τοπικοποιήσης στο επίπεδο II.

5 Αφήνουμε στην άκρη εδώ το ζήτημα του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των εξουσιών στο επίπεδο Ι. Εν τάχει, θα πούμε ότι οι θέσεις που θεωρούν μια διατήρηση της κυριαρχίας των ΗΠΑ (grosso modo οι κλασσικές αντι-ιμπεριαλιστικές θέσεις και οι θέσεις της αντι-παγκοσμιοποίησης) ή προβλέπουν το πέρασμα από μια παλιά κυριαρχία, της Αμερικής, σε μια νέα, Κινέζικη, δεν μας πείθουν ούτε οι μεν ούτε οι δε. Αυτή που φαίνεται να ταιριάζει καλύτερα συνολική ανάλυσή μας είναι του David Harvey που μιλά για «κυριαρχία χωρίς ηγεμονία». Θα μπορούσε να είναι πολύ κοντά σε αυτά που λένε οι Hardt και Negri με τη φιλοσοφία τους για την «Αυτοκρατορία» που διαφέρει σαφώς από εκείνη του ιμπεριαλισμού 3, αν και έχουν εμμονή με την ντελέζιαν οριζοντιότητα βλέποντας την ως ένα "επίπεδο χώρο" σαν να μην υπήρχε πλέον καθετότητα και ιεραρχία στην διαδικασία κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

6 Η πρόκληση είναι να την δούμε μέσα από την ιεραρχική σχέση μεταξύ των επιπέδων και εδώ, για παράδειγμα μεταξύ των επιπέδων Ι και ΙΙ (σε αυτή τη σύντομη επικαιροποίηση αφήνουμε κατά μέρος το ζήτημα του επιπέδου ΙΙΙ).

7 Πράγματι, πρέπει να διατηρήσουμε τα δύο άκρα της διαδικασίας για να κατανοήσουμε τη δυναμική και τις πιθανές αντιφάσεις. Η δυναμική του κεφαλαίου είναι να αποτοπικοποιηθεί έστω κι αν η πολιτική και η διοίκηση στην συνέχεια θα έρθουν να τοπικοποιήσουν εκ νέου... χωρίς να αναζητήσουν την κατανόηση του τι "συνιστά  τόπο". Εξ ου και η πρόκληση του περάσματος από 25 σε 13 περιφέρειες στην πρόσφατη μεταρρύθμιση της αποκέντρωσης στη Γαλλία! Μια περαιτέρω αποκέντρωση που συγκεντροποιείται  εκ νέου με κάποιο τρόπο! Το ίδιο πρόβλημα, αλλά ευρύτερο σε ό, τι αφορά την Ευρώπη: ποια είναι τα όριά της: μέχρι που να προωθηθεί προς την Ανατολή; Ποιος είναι ο ρόλος της Τουρκίας; Οι απαντήσεις δεν θα είναι οι ίδιες, ανάλογα με το επίπεδο της κυριαρχίας που αναπτύσσεται σε αυτή την κλίμακα επειδή δεν είναι ακόμη μια ευρωπαϊκή πολιτική δύναμη ικανή να αντισταθεί τον παγκόσμιο χαρακτήρα του κεφαλαίου και στην τάση του για νομαδισμό, αλλά μια παράθεση κρατών που δεσμεύονται από κοινούς κανόνες.

8 Το ίδιο με το πολύ επίκαιρο θέμα των μεταναστών γενικά ή ειδικά των προσφύγων. Ένα θέμα το οποίο, αν κοιτάξουμε προσεκτικά, αποσπάται από τον τρόπο που συνήθως τίθενται στην ιστορία. Πράγματι, οι μετανάστες που παραδοσιακά δεν διαφεύγουν από το επίπεδο ΙΙ της κυριαρχίας, είτε πρόκειται για πολιτικούς μετανάστες που προσπαθούν να ξεφύγουν από δικτατορίες για να ενταχθούν σε έθνη-κράτη των οποίων οι αρχές και οι αξίες βασίστηκαν στην υποδοχή των εξόριστων είτε για οικονομικούς μετανάστες που θα ενίσχυαν το απόθεμα του ανεπαρκούς εργατικού δυναμικού διαρθρωτικά ή συγκυριακά της χώρας υποδοχής. Η καπιταλιστική κοινωνική σχέση υπήρξε πάντα ένας συνδυασμός εδαφικής κυριαρχίας και πολιτικού ελέγχου από μία πλευρά και της διάστασης ρευστότητας από την άλλη με την κυκλοφορία της παραγωγής και των πληθυσμών. Σήμερα, όμως, αυτό που αλλάζει είναι, πρώτον, ότι οι εθνικές κυριαρχίες είναι ασθενείς, εμφανώς σε χώρες που ιστορικά τις έχουν χάσει από καιρό (οι χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, οι χώρες της Μεσογείου), αλλά και στις παλιές δυνάμεις όπως ακριβώς ήρθε να μας δείξει το βρετανικό "Brexit", και, στη συνέχεια, ότι οι φτωχοί μετανάστες είναι παγκόσμιο πλεόνασμα του οποίου τα κράτη εμποδίζουν την κίνηση στην πράξη, ακόμη και αν έχουν θεσπίσει την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας στη θεωρία.

9 Ο Rocard το είπε ήδη στη δεκαετία του 1980, καμία δύναμη δεν έχει αποστολή να επιφορτιστεί όλη τη δυστυχία του κόσμου και το πολιτικό άσυλο δεν δόθηκε ποτέ χωρίς περιορισμό. Η τελευταία παίρνει ένα συμπαγή χαρακτήρα στο πλαίσιο των μεγάλων αιτίων που νομιμοποιούνται από ένα δημοκρατικό ή αντιφασιστικό στοιχείο που δεν αντιστοιχεί στην τρέχουσα κατάσταση των προσφύγων που το αδιέξοδο στη Μέση Ανατολή εξακολουθεί να αναστατώνει. Το αντίθετο αντιστοιχεί μόνο στο καλωσόρισμα σταδιακά μερικών μεγάλων αντιπάλων, από τον Τρότσκι έως τον Χομεϊνί μέσω Μπεν Μπάρκα όσον αφορά τη Γαλλία.

10 Η κατάσταση δεν είναι πλέον η ίδια, υπάρχει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα σήμερα με μια τάση που συνδυάζει την ανθρωπιστική ηθική και την άρση των εμποδίων όλων των ειδών, σύμφωνα με την τρέχουσα πολιτική σε σχέση με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.

11 Η Μέρκελ εκπρόσωπος της κυρίαρχης οικονομικής δύναμης στην Ευρώπη πήρε αμέσως θέση για ένα μέγιστο άνοιγμα που αντιπροσωπεύει τα στρατηγικά συμφέροντα του Επίπεδου Ι της κυριαρχίας, αυτά ενός κεφαλαίου αποτοπικοποιημένου αλλά συνδεδεμένου σε δίκτυα παραγωγής (πολυεθνικές και οι θυγατρικές τους ), κυκλοφορίας (χρηματοοικονομία), διανομής (Walmart and Co), επενδύσεων (ΑΞΕ), και επικοινωνίας (Google, Facebook) εγγυημένα από ένα δίκαιο και τους διεθνείς οργανισμούς. Μόνο σε ένα δεύτερο στάδιο και επηρεασμένη από δυσμενείς πολιτικές και λαϊκές αντιδράσεις στη Γερμανία ευθυγραμμίστηκε με τις πιο συντηρητικές πολιτικές των γειτόνων της. Πράγματι, αυτοί, στην πλειοψηφία τους εξακολουθούν να σκέφτονται ως εθνικό κράτος υπεύθυνο για την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων στο επιπέδου ΙΙ και, επομένως, από την άποψη της εθνικής κυριαρχίας που ορίζεται από τον έλεγχο του εδάφους. Όπως το ορίζει ο Carl Schmitt, ο κυρίαρχος είναι αυτός που έχει εξουσία πάνω στα σύνορα. Το "Brexit" στο Ηνωμένο Βασίλειο εκφράζει την αντίφαση μεταξύ του επιπέδου Ι, όπου το κεφάλαιο εμφανίζεται διακρατικό και δικτυωμένο και του επίπεδου ΙΙ, όπου η συμβίωση κεφαλαίου και εθνικής κυριαρχίας είναι πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Τα σύνορα είναι ακόμα μια πολιτική οντότητα η οποία παρεμποδίζει την ρευστότητα ακόμη και αν η κυριαρχία της Ευρώπης είναι ασθενής, διότι δεν βασίζεται σε ένα ευρωπαϊκό λαό που δεν υπάρχει.

12 Επιπλέον, καθώς το θέμα της χρηματοδότησης δεν έχει ξεκαθαριστεί - γιατί αν και το κράτος εγκαταλείπει τις αρμοδιότητές του εξακολουθεί να κατέχει τα πορτοφόλια – αυτό μπορεί να ωθήσει τις περιφερειακές μητροπόλεις προς μια επιταχυνόμενη παγκοσμιοποίηση (Μονπελιέ) ή εδαφική αυτονομία (Βαρκελώνη, Βόρεια Ιταλία (Padanie)) ή σε περιοχές μεταξύ των δύο που επιδιώκουν να επιβιώσουν με τη βοήθεια ανεξάρτητων μέσων αλλά με την προϋπόθεση της ΚΑΠ ή της τοπικής αιγίδας (Sivens).

13 Για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζουμε αν οι ψήφοι αντι-Brexit που καταγράφονται στη Σκωτία και την Ιρλανδία είναι πρωτο-εθνικής κυριαρχίας ή αντίθετα μια αναζήτηση για ένα ενδιάμεσο επίπεδο παγκοσμιοποίησης για τις χώρες που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν μόνες τους τον κόσμο . Εδώ βλέπουμε τα όρια για μια ερμηνεία της ψηφοφορίας για το Brexit με όρους αντίθεσης μεταξύ πλουσίων και φτωχών, διανοούμενων και χειρωνακτών, ελίτ / ολιγαρχίας και λαού, αυτές οι αντιθέσεις θα ενταχθούν στους διάφορους λαϊκισμούς δεξιούς και αριστερούς ως εάν να μην υπήρχαν εργαζόμενοι ή λαϊκές περιοχές στη Σκωτία και τη Βόρεια Ιρλανδία, ενώ στη δεύτερη τα όρια της ψηφοφορίας περνούν μέσα από τη θρησκεία και όχι κατά κύριο λόγο από το κοινωνικό πεδίο.

14 Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι μια οριακή περίπτωση ενσωμάτωσης στην ΕΕ, τόσο εντός όσο και εκτός. Σχετικά με το "Brexit" έχουμε ακούσει ότι το 80% των επιχειρήσεων και του Σίτυ ήταν υπέρ στο να μείνει στην ΕΕ, ενώ οι εταιρείες αυτές και η βρετανική χρηματοοικονομία είναι ανοικτή χωρίς όρια στον κόσμο και δεν περιορίζονται σε δραστηριότητες στην Ευρώπη ( μόνο το 45% των εξαγωγών). Τι κάνει η εθνική κυριαρχία σε αυτή την περίπτωση; Τα πρώτα μέτρα μετά το Brexit που ανακοινώθηκαν από τους κυβερνόντες (Osborne, Κάμερον και στην συνέχεια May) είναι χαλαρές προτάσεις για φορολογικά θέματα, προκειμένου να αντισταθμίσουν την πιθανή απώλεια υλοποίησης ξένων επενδύσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως η μετατροπή της Αγγλίας σε Κύπρο, Ιρλανδία και Λουξεμβούργο, δεν είναι εθνική κυριαρχία αλλά πάει προς στο αντίθετό της. Άλλωστε, δεν είναι σαφείς οι κοινές θέσεις μεταξύ των τριών πολιτικών. Για παράδειγμα, η May που ήταν κατά το ήμισυ φιλοευρωπαϊκή και κατά το ήμισυ Brexit δεν είναι υπέρ της «εθνικής κυριαρχίας», αλλά της παγκοσμιοποίησης, επιδιώκει να καταχωρήσει την πολιτική της εντός του επιπέδου Ι και είναι με αυτή τη θέση που θα διαπραγματευθεί τις συμφωνίες με την Ευρώπη, συμφωνίες οι οποίες, στοιχηματίζουμε ότι δεν θα είναι επιζήμιες για το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπέρμαχοι της εθνικής κυριαρχίας στην Δεξιά όπως ο Nigel Farage στη Βρετανία και η Λεπέν στη Γαλλία πρόβαλαν μια αισιοδοξία προς το παρόν αβάσιμη σχετικά με τις πιθανές συνέπειες του «Brexit». Αυτό δεν σημαίνει ούτε πραγματική εθνική ανεξαρτησία, αδύνατη σήμερα και ειδικά για τη βρετανική οικονομία, ούτε το τέλος της λιτότητας, αυτή έχει αιτίες που δεν είναι μόνο εξωγενείς ως αποτέλεσμα των πολιτικών της προσφοράς η οποία είναι κυρίαρχη σήμερα σε όλο τον κόσμο και της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής της ευρωζώνης 4 αλλά γενικότερα οφείλονται σε ενδογενή στοιχεία, στο βαθμό που, παραδόξως, οι τρέχουσα δυναμική της παγκοσμιοποίησης βασίζεται σε μια «συρρικνούμενη αναπαραγωγή" (κεφαλαιοποίηση αντί για συσσώρευση).

15 Όσον αφορά τις διεθνιστικές θέσεις της αριστεράς και των αριστεριστών, δεν είναι τόσο ότι είναι αθόρυβες, όσο ότι δεν έχουν λόγο, όπως φαίνεται στην πρόσφατη δήλωση του Κεν Λόουτς, αντι-ΕΕ, αλλά και εναντίον του "Brexit".

17 Αν υπάρχει αντίσταση στο επίπεδο ΙΙ και, συνεπώς, τάση για «εθνική ανεξαρτησία» όπως διακρίνεται από την κυριαρχία - η πρώτη είναι μια ιδεολογία η δεύτερη είναι μια αρχή της εξουσίας - είναι επειδή αν και η ροή των εμπορευμάτων, η χρηματοοικονομική, η τουριστική και η ροή της εργασίας μπορούν να διασχίσουν τα "οικονομικά" σύνορα, αντιμετωπίζουν μια πραγματικότητα που είναι ότι τα σύνορα είναι επίσης ιστορικές, γεωγραφικές και πολιτικές οντότητες (βλέπε και πάλι τα επαναλαμβανόμενα προβλήματα των "χωρίς χαρτιά" σε περιόδους μεγάλης αναταραχής, το «καθεστώς» των απάτριδων το 1930, κ.λπ.).

18 Στο πλαίσιο αυτού του ιεραρχημένου συνόλου, η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται ως ένα ενδιάμεσο βήμα στο πλαίσιο του Επίπεδου Ι, ένα είδος γέφυρας μεταξύ της υπερεθνικής τάσης που καλύπτει το όλον και των εθνικών κυριαρχιών σε παρακμή που πρέπει να διέπουν το επίπεδο ΙΙ και να διαχειρίζονται τις γκρίζες περιοχές που υπάρχουν στο επίπεδο ΙΙΙ, όπου ανθούν οι αγανακτισμένες απαιτήσεις των εμπόρων και των αγροτών, η σποραδική οργή των προαστίων, όταν καταφέρνουν να υπερβούν την καθημερινότητα των προσκλήσεων για προσευχή και τις δραστηριότητες μιας παράλληλης οικονομίας.

19 Ως εκ τούτου, Η ΕΕ έχει τη θέση της στη διαδικασία ολοποίησης του κεφαλαίου (ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και διευκολύνει τις μετεγκαταστάσεις), αλλά είναι συχνά σε αστάθεια, γιατί το όριό της είναι να βρίσκεται σε μια κλίμακα διεθνοποίησης η οποία έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, αν κάποιος σκέφτεται μόνο με οικονομικούς όρους, δηλαδή έξω από τη λογική της κυριαρχίας, ως εάν το κεφάλαιο να μην ήταν πλέον παρά ένα σύστημα, μια μηχανή.

20 Πράγματι, σε αυτή την περιορισμένη οπτική γωνία, το κατάλληλο επίπεδο της παγκοσμιοποίησης γίνεται όλο και πιο παγκόσμιο, όπως έχουμε δει, στην πραγματικότητα, με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που μπλοκάρουν την ενδο-ευρωπαϊκή συγκεντροποίηση υπό το πρόσχημα ότι αλλοιώνει τον ανταγωνισμό, γεγονός που κατέληξε στην πραγματικότητα να παραδώσει κάθε μία από αυτές τις προσπάθειες σε μη ευρωπαίο ανταγωνιστή. Δεν έχει αποδείξει ότι είναι μια ενδιάμεση ρυθμιστική δύναμη στο βαθμό που θυσίασε σ’ ένα σχεδιασμό της ΕΕ ως απλή ζώνη ελεύθερων συναλλαγών, μια τάση που ενισχύεται από την αύξηση του αριθμού των μελών της. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ο ρόλος της Γερμανίας εδώ είναι σε ιδιαίτερη αρμονία με αυτές τις συνθήκες. Μπορούμε να πούμε ότι η Γερμανία αποτελεί ένα ιδανικό τύπο σύγχρονου κράτους στο επίπεδο Ι. Η δύναμή της δεν είναι ούτε στρατιωτική ούτε πολιτική, αλλά οικονομική. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται με τους παραδοσιακούς όρους της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό είναι επίσης που δεν καταλαβαίνουν πολλοί αριστεροί και «anti-deutsch» Γερμανοί που είδαν με φόβο την επανένωση της Γερμανίας και την πιθανή αναζωπύρωση ενός παν-γερμανικού εθνικισμού βασισμένου στην ανατολική ζώνη του και ο οποίος βοήθησε στον "απο-γιουγκοσλαβισμό".

21 Οι τελευταίες δηλώσεις του Β. Σόιμπλε, του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών της Γερμανίας επιβεβαιώνουν την τάση αυτή να εκφράσει την προτεραιότητα των συμφερόντων του επιπέδου Ι, στον βαθμό που διαφωνεί με την δημοψηφισματική μορφή του "Brexit" την ίδια απάντηση που έδωσε στην Ελλάδα το 2015, δηλαδή την διαταγή για ένα είδος μόνιμης τρόικας προστατευμένης από την πολιτική και λαϊκή πίεση. Είναι επίσης μια θέση κοντά σε αυτή του τελευταίου νομπελίστα οικονομολόγου Jean Tirole που συμβουλεύει να βασίζονται σε ανεξάρτητους φορείς όπως η ΕΚΤ ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξασφαλίζοντας έτσι τελικά τη συνέχεια της πολιτικής των κρατών που αναδιαρθρώνονται σε δίκτυο, αποφεύγοντας τις πολιτικές και λαϊκιστικές πιέσεις. ▪

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Οι νέες σχέσεις με το κράτος



Αναρτήθηκε από tempscritiques

http://blog.tempscritiques.net/archives/1573

 

Το παρακάτω κείμενο είναι αρχικά ένα γράμμα σ’ ένα βέλγο σύντροφο που απαντά σε ερωτήσεις σχετικά με το κράτος και τις μεταμορφώσεις του στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Θα καταλήξει σε μια μορφή επαναδιατυπωμένη στο τεύχος 18 του περιοδικού που θα δημοσιευθεί αυτό το φθινόπωρο, 2016.


Η θεωρία και η λήθη του ζητήματος του κράτους


Ο καπιταλισμός δεν είναι ένα «σύστημα» με νόμους που διέπουν αυστηρά την πορεία του κόσμου ειδικά τώρα που ο κόσμος φαίνεται σε τροχιά ενοποίησης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι πιο κοινές θέσεις αντιλαμβάνονται αυτή την πορεία του κόσμου ( «όπως πάει» λένε μερικοί) ως καταστροφική ή ως αναπόφευκτη. Με εξαίρεση λίγους που θα ήθελαν να ανοικοδομήσουν μια κομμουνιστική θεωρία (Théorie Communiste) ή που διατηρούν πιο συγκρατημένα μια θέση κριτικής θεώρησης (βλ Temps critiques ή Krisis-Exit), η γενική εντύπωση είναι αυτή μιας θεωρητικής έλλειψης. Δεν εμφανίζεται πλέον η άποψη ή η προοπτική που θα επέτρεπε, στην γενικότητά της, να απελευθερωθεί μια άλλη κοσμοθεώρηση και οι οδοί πρόσβασής της.

Αυτό που κυριαρχεί, είναι διάφορες μορφές αμεσοτισμού (immediatism) που προκύπτουν τελικά ενάντια στην εντύπωση του χάους. Υπήρχε η "Επερχόμενη Εξέγερση (linsurrection qui vient)" υπάρχουν τώρα κλήσεις για την λήψη επαναστατικών μέτρων ως εάν μερικές ZAD (ζώνες άμυνας) να μπορούσαν να μετατρέψουν τη συνολική ισορροπία δύναμης που είναι εξαιρετικά δυσμενής. Το ίδιο πόρισμα ενός αμεσοτισμού ικανοποιημένου και άβουλου, αντανακλάται στις εκδόσεις των μεταγραμμένων εμπειριών στην επιτυχία (σχεδόν 20.000 αντίτυπα) του βιβλιοπωλείου  Αστερισμοί (Constellations): Επαναστατικές τροχιές του 21ου αιώνα (L’Éclat, 2014). Επιχειρεί κυρίως να επιβεβαιώσει τις πρακτικές αυτοπροσδιορίζοντάς τες ως επαναστατικές. Η ιστορική απορία δύο αιώνων για τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη έχει λυθεί με μια ταχυδακτυλουργία μάγου. Η σκέψη γίνεται καταφατική, πρέπει πάνω απ 'όλα να είμαστε θετικοί και να μην ασκούμε κριτική. Ιδού ένα νέο δόγμα.

Αντιμέτωπος με την απαξίωση των θεωριών του προλεταριάτου, την έλλειψη ουσίας και αξιοπιστίας των νέων υποκειμένων (όπως το «πλήθος») που είναι αντιληπτά με τον ίδιο τρόπο όπως η παλιά τάξη, αυτός ο αμεσοτισμός βρίσκει σθένος, επειδή επανενεργοποιεί τις γραμμές ρήξης που θα του επιτρέψουν να δει ξεκάθαρα και έτσι να αναλάβει δράση. Στο πιο βασικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι αντιμέτωποι μ’ ένα μεγάλο έργο μπορούμε να είμαστε μόνο υπέρ ή κατά, το ίδιο και απέναντι σε μια μεταρρύθμιση ή μια νέα νομοθεσία. Δεν υπάρχει τίποτα αμφισβητήσιμο με την πλήρη έννοια. Σ’ ένα πιο στοχαστικό επίπεδο (του αμεσοτισμού ανηγμένου σε σύστημα που μπορεί να εφοδιαστεί με μια στρατηγική), επιχειρεί να αναδημιουργήσει τις γραμμές ρήξης εχθρών / φίλων που είναι τόσο εκείνες του φασισμού (βλ τις θέσεις του Σμιτ (Schmitt)), όσο και του σοσιαλισμού (οι «ταξικές γραμμές»), αλλά οι οποίες έχουν ξεθωριάσει σε μεγάλο βαθμό με την μεσο-ορο-ποίηση (moyennisation) των κοινωνιών και τη μετατροπή του παλιού ιστορικού ανταγωνισμού των τάξεων σε διάφορες πρακτικές δυσαρέσκειας που είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου των συγκρούσεων που εκπροσωπούνταν κεντρικά μέχρι τώρα από τους αγώνες στο χώρο εργασίας.

Δεν πρόκειται να τις κρίνουμε εκ των προτέρων, αλλά να τις δώσουμε κάποια χαρακτηριστικά και, ενδεχομένως, να τις αποδώσουμε μια άλλη εικόνα από εκείνη με την οποία παρουσιάζονται. Ομολογουμένως είναι μια αντίδραση σε μια κεφαλαιοποιημένη κοινωνία της οποίας οι γραμμές ρήξης φαίνεται να ξεθωριάζουν. Υπάρχει επομένως η ανάγκη είτε να ελαχιστοποιηθεί ο εχθρός (απλά παράσιτα που εκμεταλλεύονται τη γενική διάνοια για τους νεοεργατιστές υποστηρικτές του πλήθους, κολοσσός με πήλινα πόδια για τους εξεγερσιακούς) είτε να διογκωθεί ή να τονιστεί υπερβολικά κάποιο στοιχείο του υπό την μορφή σκοτεινών δυνάμεων που κυριαρχούν στον κόσμο (χρηματοοικονομικά, Πολυεθνικές, αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, Σιωνισμός) όπως κάνουν συχνά τα ρεύματα της αντι-παγκοσμιοποίησης είτε τέλος με τη μορφή μιας αφηρημένης δομής κυριαρχίας: το κεφάλαιο γίνεται σύστημα.

Όλα αυτά δεν επινοήθηκαν, υπάρχει σίγουρα μεγάλη δυσκολία στην αποσαφήνιση των ολοένα και πιο αφηρημένων πτυχών που καλύπτονται από το κεφάλαιο και την κοινωνία του. Εξ ου και οι αναλύσεις με όρους «αυτόματου κεφαλαίου» (το γερμανικό περιοδικό Krisis, Postone και Jappe) ή η επιστροφή στην επικαιρότητα του Αλτουσέρ μέσα από τις έννοιες των περιπτώσεων (instances) και του επικαθορισμού (surdétermination), π.χ., από το περιοδικό Κομμουνιστική Θεωρία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ αυτού που είναι της τάξης ενός "συστήματος" μιας δομής και αυτού που είναι της τάξης του κράτους. Η κριτική ή ακόμη και η απλή ενασχόληση για το τι είναι το κράτος σήμερα και για το που αυτό εμπλέκεται στις πολιτικές πρακτικές απουσιάζει. Αυτή η λήθη ή σε κάθε περίπτωση αυτό το πέρασμα του κράτους σε δεύτερο πλάνο  παραμένει μια ασυνήθιστη θέση ιδίως όταν βασίζεται γενικά σε ένα δηλωμένο θεωρητικό θεμέλιο, για παράδειγμα αυτό που έχει ως προοπτική την "κομμουνιστικοποίηση" (το περιοδικό Κομμουνιστική Θεωρία και οι επίγονοί του) και μια περιορισμένη διάδοση των θέσεών του. Αυτό που κυριαρχεί μάλλον και εκτείνεται σε ορισμένους τομείς των μέσων ενημέρωσης δεύτερης τάξης, όπως η Le Monde Diplomatique και το περιοδικό Alternatives économiques, είναι οι θέσεις που ψάχνουν να αποκαλύψουν τι είναι πίσω από το χρηματοοικονομικό νεφέλωμα και την φαινομενική απροσωπία της γραφειοκρατικής και τεχνολογικής κυριαρχίας ή πίσω από την παγκοσμιοποίηση (βλ.  τις επεξηγηματικές θεωρήσεις με όρους συνωμοσίας και μερικές φορές τις "εναλλακτικές" ή οικολογικές θεωρήσεις). Οι θέσεις αυτές επίσης βάζουν το κράτος σε δεύτερο πλάνο, τουλάχιστον στην εθνική του διάσταση στο βαθμό που όλες προβάλουν μια απώλεια της εθνικής κυριαρχίας ακριβώς με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης  (globalisation/mondialisation).


Οι νέες διαρθρώσεις της εξουσίας


Με την οπτική αυτή, το εθνικό κράτος στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό γίνεται αντιληπτό ως εγκλωβισμένο σε μια διελκυστίνδα αφενός της ανάγκης να γίνει συμβατό με τα συμφέροντα της εθνικής του οικονομίας ενώ ο οικονομικός ανταγωνισμός είναι διεθνής, και αφετέρου της ανάγκης επιβίωσής του αντιληπτής με όρους ασφάλειας με την έννοια ενός κράτους μειωμένου σε Υπουργείο Εσωτερικών σε μια «κοινωνία φυλακή 3» (Αστυνομία παντού, δικαιοσύνη πουθενά) στην οποία βασιλεύουν η παρακολούθηση με κάμερες και το γενικευμένο φακέλωμα. Και πάλι, τίποτα δεν επινοήθηκε. Η συζήτηση και οι δράσεις υλοποιούνται αποτελεσματικά ώστε αφενός να αποκατασταθεί η φιγούρα ενός εχθρού από το εσωτερικό (συνήθως απεικονίζεται "αναρχοαυτόνομος"), όταν αυτή του παραδοσιακού ταξικού εχθρού έχει εξαφανιστεί υπέρ των εκτεταμένων διαμαρτυριών και των καινοτόμων «επαναστατικών τροχιών», και αφετέρου για την αντιμετώπιση της διάχυτης φύσης του ασύμμετρου πολέμου που διεξάγεται με τις διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις οι οποίες δεν ξέρουμε αν δικαιούνται το όνομα του εξωτερικού εχθρού ή εσωτερικού εχθρού.

Η ενίσχυση των μέσων ελέγχου του κράτους μέσω των νέων τεχνολογιών (έλεγχος των επικοινωνιών, βίντεο επιτήρηση, αρχεία DNA, ηλεκτρονικά βραχιόλια) και μια τάση να ποινικοποιηθούν οι αγώνες μέσω μιας κατασταλτικής πολιτικής, υποτίθεται ότι ανταποκρίνονται στην γενική ανάπτυξη ενός αισθήματος ανασφάλειας διάχυτου και διευρυνόμενου. Φαίνεται να συνδέονται όχι μόνο με τους φόβους των «εχόντων» όλο και πιο πολλά, όλο και πιο ποικίλα γιατί οι όλο και πιο "μικροί" (ιδιοκτήτες του σπιτιού τους έως το αυτοκίνητό τους και το κινητό τους) και επίσης χαρακτηριστικοί μιας κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας στην οποία η αυξημένη «ελευθερία» συνδέεται με μια διαδικασία εξατομίκευσης όλο και πιο ανεπτυγμένη, που πληρώνεται με μια ευελιξία και μια ανασφάλεια επίσης αυξανόμενες. Το κεφάλαιο παράγει κίνδυνο και ανασφάλεια. Το αποτέλεσμα είναι μια διάχυτη απειλή που ωθεί τα άτομα πιο πολύ στην απόσυρση από την κοινωνικοπολιτική παρέμβαση. Αντιμέτωπο με αυτή την κατάσταση το κράτος, μπορεί να παρουσιαστεί ως αυτό που έχει όλα τα δικαιώματα καθώς είναι υπεύθυνο για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή των συνολικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν δεσμεύεται από ένα κοινωνικό συμβόλαιο όπως πιστεύει η αριστερή σκέψη, δεδομένου ότι δεν είναι πλέον μόνο το υποκείμενο όπως στο απόγειο του κράτους πρόνοιας, αλλά σήμερα μάλλον η συνέπεια ως εάν φαινομενικά να ήμασταν πίσω στο ελάχιστο κράτος της εποχής του Χομπς.

Είναι η εποχή της "απόλυτης δημοκρατίας 4", που απαγορεύει όλο και περισσότερο τις συμπεριφορές που θεωρούνται επικίνδυνες, ενώ «απελευθερώνει» όλο και περισσότερο τα ήθη. Το νέο νόημα του πολίτη είναι αυτό της υπευθυνότητας με την αρχή αντεστραμμένη. Αυτός που θεωρούνταν χαφιές και συνεργάτης στο πλαίσιο του φασισμού γίνεται ένας απλός επάγρυπνος στην απόλυτη δημοκρατία, που επιτρέπεται να προβεί σε καταγγελία των μεταναστών χωρίς χαρτιά. Σε αντίθεση με αυτό που λένε μερικοί 5, η πρωτοβουλία αυτών των πολιτικών δεν είναι μονομερής πράξη του κράτους, ακριβώς επειδή τα δημοκρατικά-άτομα  και οι νέες μορφές των ενώσεών τους προηγούνται της κλήσης στην ιδιότητα του πολίτη από το κράτος μετατρέποντας οι ίδιοι τις άμεσες και προσωπικές αντιδράσεις τους σε απαιτήσεις του νόμου ή καταθέσεις καταγγελιών όπως δείχνουν επίσης πολλοί κάτοικοι των συνοικιών που δεν ανέχονται πλέον την "ενόχληση" που προκαλείται από τους φτωχούς ή τους μη ενταγμένους, ή με τον τρόπο που μεταχειρίζονται το θέμα του μπούλινγκ. Για παράδειγμα, για το θέμα του φακελώματος, το γεγονός ότι σήμερα, είτε μέσω των νέου τύπου δελτίων ταυτότητας, είτε της κάρτας υγείας, των πιστωτικών καρτών ή των διαφόρων καταναλωτικών καρτών είτε με τη χρήση του e-mail ή των τηλεφώνων τους, το φακέλωμα είναι ευρέως διαδεδομένο ... και έγινε αποδεκτό ως μέρος ενός πάρε-δώσε. Αυτή είναι η αρχή του «καπιταλισμού και της δημοκρατίας ως το λιγότερο κακό σύστημα». Κάθε Δημοκρατικό-άτομο τηρεί τον λογαριασμό και την ισορροπία που καθιερώνει μια αναλογία πλεονεκτημάτων / μειονεκτημάτων. Αυτό κάνει κάθε αγώνα λίγο μάταιο ή τουλάχιστον επί της αρχής. Αυτό συνέβη στον αγώνα ενάντια στο φακέλωμα των παιδιών στο δημοτικό σχολείο στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης του 2008.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο πρέπει να επανατοποθετήσουμε όλα αυτά τα μέτρα, αυτή την πολιτική στο πλαίσιο των νέων διαρθρώσεων της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας και να μην έχουμε την τάση, για παράδειγμα, που παρουσιάζει την ανάπτυξη μιας "κοινωνίας φυλακών" ως την κυρίαρχη ή ακόμη και μοναδική τάση. Αυτό που πρέπει να αναδείξουμε, είναι αυτή η διάρθρωση μεταξύ πολιτικού, κοινωνικού και νομικού με την συχνή μείωση του πολιτικού στο νομικό είτε στο πλαίσιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, όπως στην Ιταλία τα «μολυβένια χρόνια» είτε ως μέρος του φιλελευθερισμού που μειώνει τον αγώνα για την ισότητα στον αγώνα κατά των διακρίσεων και υπέρ της ισονομίας. Διάρθρωση επίσης μεταξύ κοινωνικοποίησης, αναπαραγωγής, κυριαρχίας και υποταγής. Τέλος διάρθρωση μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου, δεδομένου ότι το κράτος δεν θεωρείται ως όργανο της εν λόγω διάρθρωσης όταν μιλάει και ενεργεί με τη μορφή δικτύου. Το όλον μόνο εν μέρει διαμεσολαβείται από τους παλιούς θεσμούς (κρίση του κράτους υπό τη μορφή του έθνους-κράτους), αυτό το όλον φαίνεται σαν ένας Λεβιάθαν που μας είναι εξωτερικός. Θα το αντιμετωπίσουμε σαν να μην συμμετείχαμε στην αναπαραγωγή του, ενώ ακούγονται από κάθε πλευρά φωνές που εγκαλούν το κράτος που δεν πληροί πλέον την προστατευτική του λειτουργία ή κάνουν κλήσεις για συμπεριφορές πολίτη που έχουν ως στόχο την ανοικοδόμηση μιας κοινωνίας των πολιτών για να αποφύγουν να αντικρίσουν κατά πρόσωπο αυτό για το οποίο έχουμε μιλήσει. Σήμερα, η πληροφορικοποίηση του κοινωνικού συνεπάγεται μια αυξανόμενη διαλεκτική μεταξύ των σύγχρονων μορφών ελέγχου ενός κράτος το οποίο χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό την τεχνολογία και τον αυτοέλεγχο των δημοκρατικών-ατόμων, σταθερών και αναγνωρισμένων τα οποία συνθέτουν την εργατική κοινότητα. Σ’ αυτήν αντιπαρατίθεται η σημερινή εποχή, αυτή της εξατομίκευσης των κοινωνικών σχέσεων, της κρίσης της εργασίας και της οικογένειας και η αίσθηση ανασφάλειας που προκύπτει.

Τα φαινόμενα των ομάδων, ακόμα και εντός των εξεγέρσεων των προαστίων δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά με όρους ταξικών αγώνων, αλλά με όρους συμμοριών, ακόμα και όταν πρόκειται να αντιμετωπίσουν μια αστυνομία που και η ίδια συμπεριφέρεται μερικές φορές σαν συμμορία. Η ανάπτυξη στο φως της ημέρας θρησκευτικών δραστηριοτήτων καθώς ενθαρρύνονται από το κράτος και τους επίσημους εκκλησιαστικούς θεσμούς, όπως και η ανάπτυξη των παράλληλων παράνομων δραστηριοτήτων σε μεγάλο βαθμό ανεκτών από την ίδια την αστυνομία καθώς είναι ευρέως ανεκτές από το κράτος, πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας σταθεροποίησης, ακόμη και αν δεν γίνονται όλα "ασφαλή". Μέχρι ένα σημείο, οι νόμιμες και παράνομες κοινωνικές δραστηριότητες αντισταθμίζουν εν μέρει την έλλειψη της παραδοσιακής εργασιακής δραστηριότητας.


Από τις Θεωρητικές ελλείψεις στα πρακτικά ολισθήματα


Το κράτος δεν γίνεται αντιληπτό ως ένα συμπύκνωμα της κοινωνίας και ως σύμφυση την οποία προσπαθεί να περιγράψει η θεώρησή μας για την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα μια επιστροφή στην ιδέα της κοινωνίας των πολιτών σε απόκλιση από το κράτος, την πολιτική και τους διεφθαρμένους πολιτικούς. Αυτή η έλλειψη κριτικής αιχμηρότητας παράγει μια αύξηση αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ποσοστό αντιστάθμισης με την ανάπτυξη θέσεων κυρίως "αντι",  αντι-Μπερλουσκόνι ή αντι-Σαρκοζί, αντι-καπιταλιστικών χωρίς να είναι πιο συγκεκριμένες, αντι-αμερικανικών, αντι-σιωνιστικών και αντι-φασιστικών. Κάθε επαναστατική προοπτική εμφανίζεται ουτοπική, είμαστε μάρτυρες μιας υποχώρησης πικρόχολης ή αντιθέτως ξέφρενης στους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές. Οι κομμουνοταρισμοί αντικαθιστούν τον διεθνισμό, η δυσαρέσκεια αντικαθιστά την ταξική συνείδηση, η καχυποψία αντικαθιστά τον προβληματισμό.

Αυτή η θεωρητική έλλειψη συνοδεύεται από μια πρακτική ολίσθηση όταν κινήματα όπως το αντι-TAV στο Val de Suze ή το NDDL ή εναντίον του σχιστολιθικού φυσικού αερίου τείνουν να παίξουν με το τοπικό ενάντια στο συνολικό, δηλαδή, συγκεκριμένα με την δημοτική εξουσία ενάντια στο κράτος ως εάν οι τοπικές αρχές να μην αποτελούν τμήματα του συνολικού δικτύου. Το παράδοξο είναι ότι συχνά είναι οι ίδιοι άνθρωποι που επέκριναν την "κοινωνία των πολιτών (citizenism)" χθες αυτοί που βάζουν την παλιά φορεσιά σήμερα. Αλλά αν η ιδεολογία δεν συσκοτίζει την άποψή μας, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που ήταν ζωντανό στο τοπικό επίπεδο τείνει όλο και περισσότερο να εξαφανιστεί κάτω από την επιρροή των μετασχηματισμών της προαστιοποίησης και αυτό που προκύπτει συχνά δεν είναι παρά ένα αναδημιουργημένο τοπικό, τεχνητό μέσα στην αντίθεσή του με το παγκόσμιο που γίνεται συχνά με τα όπλα και τα μέσα του ίδιου του παγκόσμιου. Αυτή η απεδαφοποίηση συντελείται πάνω σε μια αποτοπικοποιήση ήδη αρκετά προχωρημένη.

Σήμερα, είναι το κράτος με την δικτυακή μορφή του, το οποίο είναι ο θεματοφύλακας του πολλαπλού ... ως μια νέα μορφή του Ενός. Η δράση κατά του κράτους παίρνει τώρα τη μορφή μιας κριτικής και, ενδεχομένως, μιας μάχης ενάντια στις παλαιές θεσμικές διαμεσολαβήσεις που εμφανίζονται ως αντιπροσωπευτικές μιας καθολικής νόρμας που έχει χάσει κάθε προοδευτικό ή απελευθερωτικό νόημα. Είναι η αμεσότητα που παράγεται από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, που τείνει να εξασφαλίσει την ισοδυναμία μεταξύ αυτού που είναι της τάξης της ατομικότητας και αυτού που είναι της τάξης της καθολικότητας μέσω του θριάμβου του πολιτιστικού και ιδεολογικού σχετικισμού.

Εδώ και πάλι η επανάσταση του κεφαλαίου πέτυχε και δεν είμαστε μακριά από το «άμεσα κοινωνικό άτομο» που ήταν επιθυμία του Μαρξ.

Όπως το έθνος-κράτος υπήρξε ένα κράτος στρατηγός (και υπήρξε εμφατικά), το κράτος-δίκτυο μπορεί επίσης να είναι ένα κράτος-στρατηγός. Όμως είναι με το δικό του τρόπο, δηλαδή με τη δημιουργία ή την ενεργοποίηση ομάδων και οργανώσεων που θα είναι οι φορείς μιας συγκεκριμένης πολιτικής και ιδεολογικής δράσης. Η δράση του περνά πολύ λιγότερο από θεσμικές διαμεσολαβήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος (επιθεωρήσεις, εκπαιδευτικές αρχές, κατευθύνσεις των σχολείων, κατάρτιση των εκπαιδευτικών, διευθυντές καριέρας, αξιολογήσεις, κλπ), αν και δεν τους αντιτίθεται, αλλά περισσότερο επιδιώκει να τις υπερκεράσει. Πράγματι, περνά περισσότερο από την κινητοποίηση ad hoc δικτύων, ομάδων και ατόμων-διαμεσολαβητών. Πρόκειται για μια στρατηγική τύπου πολιτικής και ηθικής εκστρατείας, μια νεο-agitprop δράση κατά κάποιο τρόπο (Το 1954, ο Mendes-France ήταν προάγγελος με την εκστρατεία του «ένα ποτήρι γάλα το πρωί στο σχολείο για όλους τους μαθητές»). Έτσι, η εκστρατεία ABCD που προετοιμάστηκε από μια μικρή μερίδα του κρατικού μηχανισμού (Υπουργείο Δικαιωμάτων των Γυναικών) μαζί με εμπειρογνώμονες που συνδέονταν με ομάδες πίεσης (εδώ τα λόμπυ των έμφυλων θεωριών) και κάποιες ενώσεις «πολιτών» στη συνέχεια θα εισαχθεί στην οργάνωση του σχολείου, στο πρόγραμμά του, στις μεθόδους διδασκαλίας του, κ.λπ. Η θέση του Υπουργείου Παιδείας, το οποίο εδώ έχει μια λειτουργία ρύθμισης και ελέγχου της στρατηγικής, μπορεί να προκαλέσει πολιτικές συγκρούσεις συμφερόντων στην διακυβέρνηση της σοσιαλιστικής εξουσίας.

Ένα σύγχρονο κράτος σήμερα είναι ένα κράτος που γίνεται συμπύκνωση της κοινωνίας με τον ίδιο τρόπο που εκφράζει την σύμφυσή του με το κεφάλαιο 6. Αλλά η διαδικασία της ολοποίησης δεν λαμβάνει τη μορφή ενός νέου Λεβιάθαν ή Big Brother.

Υπάρχει ολοποίηση σε δίκτυο στο οποίο οι δυνάμεις της εξουσίας διαχέονται κεντρομόλα ενώ συσσωρεύονται και συγκεντρώνονται με τρόπο παραδοσιακά φυγοκεντρικό. Το οικολογικό ζήτημα είναι αποκαλυπτικό της νέας λογικής των κρατών. Όποιες και αν είναι οι διαφορές μεταξύ των εθνών-κρατών, αυτά, όταν εξακολουθούν να μετρούν από την άποψη της εξουσίας, επιβεβαιώνουν την κυριαρχία και την εξουσία τους μέσω του ελέγχου της ενέργειας, των περιβαλλοντικών πολιτικών και μην ξεχνάτε, των τροφίμων. Στη Γαλλία, η τεχνική αρμοδιότητα συγκεντρώνεται στο κράτος (το έθνος-κράτος, δεδομένου ότι διαρκεί περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ακολουθώντας τις ιδιαιτερότητες της Γαλλικής Επανάστασης) μέσω κάποιων θεσμών υψηλής αρχής ή δορυφορικών εταιρειών, όπως η EDF ή ινστιτούτων όπως το INRA. Στη Γερμανία υπάρχει μια σύνθετη αλληλεπίδραση μεταξύ των κρατιδίων, του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου, των δήμων και των διοικητικών δικαστηρίων. Η μετάβαση στο κράτος-δίκτυο είναι πιο προηγμένη εκεί καθώς αυτή η πολύπλοκότητα των διασυνδέσεων χρησιμεύει στην συγκέντρωση, την αντιμετώπιση και την σύνθεση των διαφορετικών συμφερόντων. Αλλά σε αυτές τις δύο περιπτώσεις αν και διαφορετικές υπάρχει μια αύξηση της δύναμης των διοικήσεων και των εμπειρογνωμόνων τους, πολλοί από τους οποίους εργάζονται σε διασύνδεση με μεγάλες επιχειρήσεις ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Δεν ισχύει το ίδιο στις αγγλοσαξονικές χώρες με τη φιλελεύθερη παράδοση οι οποίες ώθησαν περεταίρω την απορρύθμιση. Το κράτος θα πρέπει επίσης να είναι έντονα παρόν, αλλά όχι για τους ίδιους λόγους. Δεν θα πρέπει να επιβραδύνει τα πράγματα για να αναδειχθεί, διότι ο σκοπός του είναι να επιταχύνει τη διαδικασία κεφαλαιοποίησης ακόμα και εκτός κάθε δημοκρατικής διαδικασίας.


Οι παράδοξες σχέσεις με το κράτος


Παραδόξως, οι υπέρμαχοι και οι πολέμιοι του παρεμβατισμού συναντιούνται πάνω στην αναγκαιότητα της βαρύτητας του κράτους, αλλά ενός μετασχηματισμένου κράτους. Δεν υπάρχει πλέον ζήτημα περί «αυτονομίας» του κράτους ή το αντίστροφο ενός ταξικού κράτους. Ούτε πλέον περί αυτονομίας της κοινωνίας των πολιτών, που είναι εξίσου νεκρή με την πολιτική κοινωνία. Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα που υποτίθεται ότι παράγει την διαφορά με το κράτος, την αμφισβήτηση της αυθαιρεσίας καθώς τίθεται ως  θεματοφύλακας του ενός και της κοινωνικής αλλαγής παράγει σήμερα το άτομο της αγοράς και του φιλελευθερισμού με τους πολλούς παρτικουλαρισμούς. Το λιγότερο παράδοξο δεν είναι αυτός που βλέπει σήμερα τους "αγανακτισμένους" να ζητούν "πραγματική δημοκρατία", δηλαδή, την αποκατάσταση της κοινωνίας των πολιτών, αλλά ότι αυτό το αίτημα δεν μπορεί απλά να πραγματοποιηθεί σ’ ένα κράτος που έγινε ο θεματοφύλακας του πολλαπλού.

Η συναίνεση γύρω από τα νέα δικαιώματα που αποτελούν αντικείμενο του νόμου (ο τελευταίος συχνά γίνεται αντιληπτός ως προ-επαναστατικό φυσικό δικαίωμα) αντικαθιστά τον πολίτη (με την έννοια του 1789), αν και ο κρατικιστικός λόγος κάνει ακροβασίες προκειμένου να γίνουν αυτά τα δύο συμβατά.

Το κράτος ξαναβρίσκει μια νομιμότητα αυταρχική, στο βαθμό που είναι επιφορτισμένο να κρατήσει μαζί αυτά τα στοιχεία του πολλαπλού όταν δεν φαίνεται πλέον δυνατό να αποφασίσει μεταξύ αφενός των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που εντάσσονται στους παραδοσιακούς θεσμούς που αποτελούν το θεμέλιο της κυριαρχίας και αφετέρου των νέων δικαιωμάτων που αμφισβητούν τα παλιά πρότυπα του θεσμισμένου.
Το πέρασμα από το έθνος-κράτος στο κράτος-δίκτυο είναι επομένως κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση, γιατί όπως έχουμε πει επανειλημμένα, δεν έχουμε να κάνουμε μ’ ένα «σύστημα», ακόμη και αν ο όρος είναι δύσκολο να αποφευχθεί, μόνο για λόγους ευκολίας της γλώσσας. Έτσι, η μορφή έθνος-κράτος και η δημοκρατική μορφή έχουν συμβάλει στην διαμόρφωση και τον έλεγχο των μετασχηματισμών που οδήγησαν από την τυπική κυριαρχία στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, ακόμη και αν έπρεπε να περάσουν μέσα από δύο παγκόσμιους πολέμους και την μαζική καταστροφή των πληθυσμών και των αγαθών. Αλλά σήμερα, η μορφή κράτος-δίκτυο δεν φαίνεται να κινείται με τον ίδιο ρυθμό. Οι μετασχηματισμοί σίγουρα συνεχίζουν αλλά χωρίς οι διαμεσολαβήσεις να παίζουν ακόμα τον συγκολλητικό τους ρόλο που θα μπορούσε να τους δώσει στήριγμα και να αναπτύξουν μια νέα δυναμική. Το καθολικό κοινωνικό συμβόλαιο που ένωσε τις τάξεις, ακόμη και πέρα ​​από τον ανταγωνισμό τους στο πλαίσιο του έθνους εξαφανίζεται στην μορφή δικτύου για να κάνει χώρο σε μια γενικευμένη συμβασιοποίηση αλλά ιδιαιτεροποιημένη σχεδόν κατά περίπτωση και συχνά αποτοπικοποιημένη και αποκεντρωμένη.

Αυτή η χειροπιαστή απουσία ανταγωνισμού και μετωπικών αγώνων είναι αγχωτική για τις κατεστημένες εξουσίες (όποιες κι αν είναι) επειδή η εξουσία τους εμφανίζεται ελάχιστα νομιμοποιημένη: η εικόνα των «απατεώνων αφεντικών» και το «οι πολιτικοί είναι όλοι σάπιοι» μας το υπενθυμίζει. Δεν είναι ότι η εξουσία τους που είναι σεβαστή και για μας που εξακολουθούμε να αντιλαμβανόμαστε ότι ο αγώνας έχει αποστολή να γίνει ένα κίνημα ανατροπής αυτού του κόσμου, είναι η εικόνα της αδυναμίας μας που επικρατεί και αποθαρρύνει: είναι η εξέγερση που (δεν) έρχεται.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Συζήτηση για «μια κοινωνία χωρίς χρήματα» και ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις

26 Οκτ, 2015

Στην συνέχεια παρουσιάζεται το κείμενο που προετοιμάστηκε επ’ ευκαιρία της  συζήτησης, στις 3 Οκτωβρίου 2015, στο Parole Errante στο Montreuil, αλλά και τα προπαρασκευαστικά σχόλια του J.Wajnsztejn. Το ζήτημα της ρήξης με τα χρήματα έχει συχνά συζητηθεί στις δεκαετίες 70/80 από ομάδες της άκρας-αριστεράς. Όπως το Temps critiques στη συνέχεια έχει διατυπώσει στο «Χρηματοοικονομική κρίση και πλασματικό κεφάλαιο», η ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου εκφράζεται με ένα τρόπο διαρθρωτικό και όχι κυκλικό.


Ανθρώπινη κοινότητα: μια κοινωνία χωρίς χρήματα;

Ο ορισμός μ’ ένα κάπως ακριβή τρόπο του τι είναι στην πραγματικότητα μια κοινωνία χωρίς κυριαρχία, χωρίς χρήματα που εγώ αποκαλώ "ανθρώπινη κοινότητα" ήταν πάντα ένα ευαίσθητο έργο.
Παρ 'όλα αυτά, θα προσπαθήσω να εκφράσω αυτό με το οποίο θέλω να έρθουμε σε ρήξη για να τελειώσουμε με την καπιταλιστική κοινωνία που ορίζω με τον όρο «κεφαλαιοποιημένη κοινωνία" . Κατά την γνώμη μου υπάρχουν σημεία που είναι θεμελιώδη για να έρθουμε σε ρήξη με την κεφαλαιοποιημένη κοινωνία, αυτά είναι:
  • Ο τερματισμός της κυριαρχίας
  • Ο τερματισμός της κοινωνικής σχέσης που βασίζεται στην υποταγή, στην εργασία / ή εκτός εργασίας.
  • Το να ξαναβρούμε μια σύνδεση με τη φύση / η οποία θα αμφισβητεί την τεχνο-βιομηχανική κοινωνία
  • Ο τερματισμός της εμπορευματικής ανταλλαγής, ή οποιουδήποτε άλλου γενικού ισοδυνάμου.

Σε αυτό το τελευταίο σημείο, θα επικεντρωθεί ο συλλογισμός μας.
Για να ορίσω τον κόσμο τον οποίο επιδιώκω λέω, εδώ και πολύ καιρό, ότι πρέπει καταρχήν να ξεφύγουμε από την μισθωτή εργασία χωρίς μεταβατική περίοδο. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι αυτό που θα μπορούσε να ξεπηδήσει με αυτή τη διαδικασία της κατάργησης της μισθωτής εργασίας είναι μια βαθιά αλλαγή της κοινωνικής σχέσης, ως εκ τούτου  το τέλος της, οδηγώντας τα ανθρώπινα όντα να αναλάβουν την ευθύνη της ζωής τους και να ανατρέψουν τα θεμέλιά της. Ποιες είναι οι προοπτικές σήμερα που θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν να εξετάσουμε ένα πέρασμα σ’ αυτόν τον κόσμο. Πώς θα μπορούσε να γεννηθεί η κριτική σχετικά μ΄ αυτόν. Διότι σήμερα, το κεφάλαιο είναι καθολικό, με την έννοια ότι τείνει να αξιοποιήσει όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διαφεύγουν εν μέρει  (βλ. βιοεπιστήμες) ..
Με το τέλος των προλεταριακών αγώνων ως μέρος μιας επαναστατικής προοπτικής, είναι το κεφάλαιο που επαναστάτησε επιδιώκοντας να επιτύχει η ενότητα της δίκης του διαδικασίας (γνωστικής, παραγωγικής, εμπορικής και οικονομικής). Μέσα από την τεχνολογική επανάσταση και ιδιαίτερα της πληροφορικής και των επικοινωνιών, έχει εισβάλει σε κάθε πτυχή της ζωής μας, σμικρύνοντας τις παραγωγικές δυνάμεις και κάνοντας τες με την ίδια διαδικασία τεχνικά αντικείμενα για κατανάλωση. Πάντα η διαδικασία ολοποίησης του κεφαλαίου! Η ένταξη των κυριαρχούμενων στο σύστημα αυτό επικυρώθηκε με την ανάπτυξη του «καταναλωτισμού», της καταναλωτικής κοινωνίας. Από το New Deal έως τα 30 ένδοξα χρόνια η οπτική του κεφαλαίου δεν θεωρούσε πλέον τον λεγόμενο προλετάριο ως παραγωγό, αλλά επίσης, και κυρίως ως χρήστη και καταναλωτή στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία. Η εποχή του καταναλωτισμού, με τον Φορντικό τρόπο ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων πραγματοποιήθηκε στη φάση της πραγματικής κυριαρχίας του κεφαλαίου. Λίγα λόγια για την έννοια αυτή, το περιοδικό Invariance ανέπτυξε με αφετηρία την ανάλυση του έκτο κεφαλαίου του Ανέκδοτου Κεφαλαίου, μια ανάλυση της σχέσης μεταξύ τυπικής κυριαρχίας και πραγματικής κυριαρχίας. Στην τυπική κυριαρχία, η διαδικασία της εργασίας υπόκειται ήδη στην διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου (πράγμα που δεν συμβαίνει στην προηγούμενη φάση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής). Η διαδικασία της εργασίας υπόκειται στο κεφάλαιο και ο καπιταλιστής εισέρχεται ως επικεφαλής στη διαδικασία αυτή (Μαρξ, un chapitre inédit du capital ed. 10/18 p.191) το στάδιο της παραγωγής είναι ήδη αυστηρά καπιταλιστικό, αλλά όχι ακόμα αυτό της αναπαραγωγής. Στο πλαίσιο της ανάλυσης του Μαρξ, αυτή είναι μια φάση της παραγωγής της απόλυτης υπεραξίας η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της φάσης. Έτσι, δεν είναι όλα κεφάλαιο σ’ αυτό το στάδιο. Αυτό το στάδιο μπορεί να χρονολογηθεί από τη βιομηχανική επανάσταση έως την δεκαετία του '20 του 20ου αιώνα. Κατά τη φάση της πραγματικής κυριαρχίας, η άμεση υπαγωγή της διαδικασίας της εργασίας στο κεφάλαιο παραμένει, αλλά η διαδικασία της εργασίας σταδιακά χάνει την υπεροχή της υπέρ μιας διαδικασίας όλο και πιο αφηρημένης και γίνεται αδιαφοροποίητη για οποιαδήποτε συγκεκριμένη μορφή εργασίας γεγονός που σίγουρα αλλάζει τη δομή και τις συνθήκες της τελευταίας. Μια διαδικασία που θα φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή της στην επιχειρηματική αναδιάρθρωση της δεκαετίας του 80. Η κυριαρχία του κεφαλαίου γίνεται καθολική με την έννοια ότι τα πάντα δυνητικά τείνουν να γίνουν κεφάλαιο. Σε αυτή τη μορφή, είναι το πάγιο κεφάλαιο που γίνεται κυρίαρχο μέσω, μεταξύ άλλων, της ενσωμάτωσης της τεχνολογίας και της επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία. Το κεφάλαιο παρουσιάζεται ως η πηγή της υπεραξίας: το κέρδος διαγράφει την υπεραξία. Είναι επομένως μια φάση ανάπτυξης της τεχνο / επιστήμης. Η εργασία γίνεται «επουσιώδης» στη διαδικασία αξιοποίησης, ένας κρίκος μεταξύ άλλων στην αλυσίδα, της συνολικής διαδικασίας.
Η θεωρία της αξίας / εργασίας

Η θεωρία της αξίας / εργασίας του Μαρξ δεν έβλεπε τον πλούτο παρά μόνο στην εργασία, ενώ σήμερα είναι η αξία ως μια αφαίρεση που κυριαρχεί. Το κεφάλαιο είναι αξία που αυτοαξιοποιείται. Η αξία αυτονομείται όλο και περισσότερο από την ζωντανή εργασία (τάση της αποουσιαστικοποίησης της ζωντανής εργασίας στη διαδικασία αξιοποίησης). Η δυναμική του κεφαλαίου δεν οδηγείται πλέον κυρίως από μια διαλεκτική των ανταγωνιστικών σχέσεων κεφαλαίου / εργασίας, αλλά από τον κυρίαρχο ρόλο που διαδραματίζει η νεκρή εργασία (μηχανήματα, ρομποτική, υπολογιστές) πάνω στην ζωντανή εργασία και την ενσωμάτωση της τεχνο-επιστήμης στη διαδικασία παραγωγής. Η επισφάλεια, η ανεργία, η ευελιξία, επιβεβαιώνουν την αποουσιαστικοποίηση της εργατικής δύναμης, καθώς η εργατική δύναμη είναι "εκ του περισσού" στο βαθμό που δεν είναι πλέον το κέντρο της αξιοποίησης. Επιπλέον, υπάρχει μια δημιουργία δραστηριοτήτων που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη του κεφαλαίου (ιδίως στις «Υπηρεσίες») οι οποίες δεν αποτελούν παραγωγική εργασία, υπό την έννοια της κλασικής πολιτικής οικονομίας του Μαρξ. Παρ 'όλα αυτά, η αυτονόμηση της αξίας σε σχέση με τη ζωντανή εργασία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στη δημιουργία νέων, αλλά απαραίτητων δραστηριοτήτων που συσκοτίζουν τις πηγές της αξιοποίησης. Όλες οι εργασίες γίνεται παραγωγικές ... για το κεφάλαιο! και η αξία φαίνεται όλο και περισσότερο εξατμισμένη. Έτσι υπάρχει αποουσιοποίηση της αξίας. Η αξία τείνει να μην είναι τίποτα περισσότερο από μια μορφή, μια αναπαράσταση, είναι το κεφάλαιο που κυριαρχεί με το να γίνει ολοκληρωτικό, δεδομένου ότι τείνει να μειώσει τα πάντα στον εαυτό του. Δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα σε αφηρημένο κεφάλαιο (χρηματοοικονομικό) και σταθερό (βιομηχανικό, όπως θεωρούν οι οπαδοί της αντι-παγκοσμιοποίησης ή άλλοι λεγόμενοι «αντι καπιταλιστές», αλλά ενότητα μεταξύ αυτών των δύο μορφών του κεφαλαίου). Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ της πραγματικής οικονομίας και των χρηματοοικονομικών, αλλά μια διαδικασία ολοποίησης του κεφαλαίου με τα δίκτυα εξουσίας που συστήνονται για να ρευστοποιήσουν τα κεφάλαια σε όλο τον κόσμο. Από την ικανότητά του να ρέει σε όλο τον κόσμο, το νόμισμα αποουσιοποιείται όπως και η αξία.

Η επιρροή της τεχνο / επιστήμης

Με την επιρροή της τεχνο / επιστήμης, το κεφάλαιο γίνεται "καθολικό", γίνεται ολοκληρωτικό, με την έννοια ότι μειώνει όλες τις δραστηριότητες σε μια δραστηριότητα κεφαλαιοποίησης έστω και αν παρουσιάζεται ως πηγή νέων ελευθεριών / ευκαιριών, από τις πιο ασήμαντες έως τις πιο θεμελιώδεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ουτοπία της εξόδου από την φύση. Το κεφάλαιο αναπαράγεται όλο και πιο γρήγορα, καθίσταται πλασματικό, εικονικό, αναμορφώνει τη φύση και την ανθρώπινη δραστηριότητα σε όλες τις πτυχές τους. Η χρηματιστικοποίηση και η πλασματικοποίηση του κεφαλαίου είναι τα χαρακτηριστικά του τρέχοντος τρόπου λειτουργίας του κεφαλαίου. Το πλασματικό κεφάλαιο έγινε ένα σημαντικό στοιχείο για την παροχή ρευστότητας και ταμειακών ροών για την οικονομική ανάκαμψη, όπως έχουμε δει στο New Deal.  Η Κεϋνσιανή εποχή έχει χρησιμοποιήσει το πλασματικό κεφάλαιο επίσης για να προκαλέσει το χρέος των κρατών, των εταιρειών, των επενδυτικών τραπεζών από τις κεντρικές τράπεζες, αλλά και για την επανεκκίνηση των οικονομιών. Από τη δεκαετία του '80, η αύξηση του χρέους των κρατών ήταν ταυτόχρονη με την ανάπτυξη του πλασματικού κεφαλαίου. Το κρατικό χρέος είναι ένα μέσο με το οποίο τα πιο ισχυρά κράτη "λειτουργούν" την οικονομία τους. Όσο περισσότερο ένα κράτος δανείζεται τόσο πιο πλούσιο είναι επειδή με αυτόν τον τρόπο συλλαμβάνει τον πλούτο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν ένα ιδιαίτερο παράδειγμα, είναι η πιο χρεωμένη χώρα επειδή είναι το πιο ισχυρή. Έτσι, το κεφάλαιο χρησιμοποιεί την πίστωση με διαρθρωτικό τρόπο! Η χρήση των νομισμάτων εμπιστοσύνης όπως και της πίστωσης έχουν επιτείνει την αποϋλοποίηση των χρημάτων. Η δημιουργία πλασματικού κεφαλαίου δεν είναι συγκυριακή, αλλά διαρθρωτική. Το κεφάλαιο είναι αξία σε διαδικασία, και η αξία είναι το κεφάλαιο σε διαδικασία. Η συσσώρευση γίνεται και έξω από την παραγωγική σφαίρα και αυτή αντιστοιχεί στην πλασματική αξία.
Το κεφάλαιο δεν συσσωρεύει οτιδήποτε ή οποιονδήποτε. Ο Jacques Camatte στα τέλη της δεκαετίας του '70, μίλησε για ανθρωπομορφισμό του κεφαλαίου, το κεφάλαιο γίνεται άνθρωπος, και επίσης ο άνθρωπος «κεφαλαιοποιείται». Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία του κεφαλαίου χαρακτηρίζεται όχι μόνο από το γεγονός ότι "εμπορευματοποιεί", αλλά επίσης από το ότι επιβάλει τις δικές της «αξίες» που δεν είναι μόνο αυτή του να "έχουμε περισσότερα χρήματα." Για παράδειγμα, δεν αφορά μόνο στο να έχουν περισσότερα χρήματα, αλλά κυρίως στο να έχουν περισσότερη εξουσία. Ειδικά για το παγκόσμιο κεφάλαιο η εξουσία του αποδεικνύεται από τις προσπάθειές του να κερδίσει περισσότερο σε ρευστότητα και ταχύτητα κυκλοφορίας, ακόμη και αν αυτό έχει να κάνει με περικοπές σε όλες τις δραστηριότητες που το ακινητοποιούν με τις τρέχουσες εκδηλώσεις των συνεχών μετεγκαταστάσεων και την ευελιξία της εργασίας που συνοδεύει την αυξημένη κινητικότητα του κεφαλαίου. με τις σημερινές εκδηλώσεις των συνεχών μετεγκαταστάσεων και την ευελιξία της εργασίας που κάνουν το εργατικό δυναμικό λιγότερο ουσιώδες στην παραγωγική διαδικασία.
Στο βαθμό που το κεφάλαιο είναι «τα πάντα» και μονοπωλεί τα πάντα, με ποιο τρόπο θα μπορούσαμε να έρθουμε σε ρήξη με την εν λόγω κεφαλαιοποιημένη κοινωνία; Προς το παρόν, θα μιλήσω από την άποψη της θεωρητικής ρήξης, δηλαδή, είναι σημαντικό το γεγονός ότι θεωρητικά γνωρίζουμε πώς να εξετάσουμε την ρήξη. Ριζοσπαστικά μέτρα είναι απαραίτητα για τον τερματισμό του κεφαλαίου και αυτό χωρίς μεταβατική περίοδο αλλιώς εξακολουθούμε να πέφτουμε πίσω στα παλιά σχήματα (διαχείριση της μετάβασης, αυτοδιαχείριση, γραφειοκρατία, κράτος).
Δεν θα είναι το αποτέλεσμα μιας τάξης που θα έχει μια αποστολή να εκτελέσει, η επανάσταση δεν θα είναι στο όνομα μιας τάξης, αλλά με "τίτλο ανθρώπινο".
Θα ήθελα να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από τον Moses Hess για τα χρήματα (από το 1844 / Κομμουνιστικό Κατήχηση)
  • Τι είναι τα χρήματα; είναι η αξία που εκφράζεται σε αριθμούς της ανθρώπινης δραστηριότητας, η ανταλλακτική αξία της ζωής μας.
  • Μπορεί η δραστηριότητα των ανθρώπων να εκφράζεται σε αριθμούς; Η ανθρώπινη δραστηριότητα, και πολύ περισσότερο ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχουν καμία τιμή, διότι η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι η ανθρώπινη ζωή την οποία δεν μπορεί να αντισταθμίσει οποιοδήποτε ποσό χρημάτων, είναι ανεκτίμητη
  • Τι πρέπει να συμπεράνουμε από την ύπαρξη των χρημάτων; Πρέπει να συμπεράνουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης δουλείας. Το χρήμα είναι το σημάδι της δουλείας του ανθρώπου, διότι είναι η αξία του ανθρώπου εκφρασμένη σε αριθμούς.
  • Πόσο ακόμα οι άνθρωποι θα παραμένουν σκλάβοι και θα πωλούνται με όλες τις ικανότητές τους για χρήματα;
Θα παραμείνουν έτσι μέχρι η κοινωνία να παρέχει και να εγγυάται σε όλους τα μέσα που χρειάζονται για να ζήσουν και να δράσουν ανθρωπίνως, έτσι ώστε το άτομο δεν θα είναι πλέον αναγκασμένο να αποκτήσει τους πόρους αυτούς με δική της πρωτοβουλία και με στόχο να πουλήσει την δραστηριότητά του για να αγοράσει ως αντάλλαγμα μέρος της δραστηριότητας άλλων ανθρώπων. Αυτό το εμπόριο ανθρώπων, αυτή η αμοιβαία εκμετάλλευση, αυτή η βιομηχανία, που ονομάζεται ιδιωτική, δεν μπορεί να καταργηθεί από οποιοδήποτε διάταγμα, μπορεί να καταργηθεί μόνο με την εγκαθίδρυση της κοινοτικής κοινωνίας στην οποία θα προσφέρονται στον καθένα τα μέσα για την ανάπτυξη και χρήση των ανθρώπινων ικανοτήτων του.
Αυτό δείχνει ότι τον 19ο αιώνα, σε ορισμένα στοιχεία μπορεί να περιγραφεί ως ριζοσπαστικό για την εποχή, το ζήτημα της ρήξης με τα χρήματα ήταν ζωτικής σημασίας.
Με τη γενίκευση των εμπορευματικών σχέσεων και την ανάπτυξη του καπιταλισμού, οι ανθρώπινες σχέσεις καθορίστηκαν από το χρήμα. Τα χρήματα γέννησαν καταστάσεις σύγκρουσης, τον ανταγωνισμό μεταξύ των ατόμων των οποίων η απογοήτευση για τη φτώχεια των ανθρώπινων σχέσεων αντισταθμίζεται από την επιθυμία να καταναλώνουν. Με την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης δραστηριότητας, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν φαίνεται πλέον να εξαρτώνται από τους ανθρώπους, αλλά να καθορίζονται από ένα σύμβολο: το χρήμα. Ωστόσο, σήμερα η κοινωνία του κεφαλαίου υπερβαίνει τις καταναλωτικές σχέσεις (αγοράς / πώλησης) εντατικοποιόντας τις ροές, "διασυνδέοντάς" τες σε όλο τον κόσμο, λειτουργεί περισσότερο προς έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι αυτονομούνται, γοητευμένοι επίσης από έναν εικονικό κόσμο (ανάπτυξη της εικόνας) όπου οι μηχανές αντικαθιστούν τον άνθρωπο (βλ ανάπτυξη των ρομπότ). Η Τεχνο-επιστήμη συμβάλλει στο να διαταραχθούν οι κοινωνικές σχέσεις και δημιουργεί έναν κόσμο "δικτυωμένο", όπου το ανθρώπινο είδος χάνει τη σύνδεσή του με την κοινότητα. Οι ΤΠΕ εμμένοντας στην επιθυμία να αυξήσουν τη ροή και την ταχύτητα τους σε όλο τον κόσμο συμμετέχουν στην καταστροφή των κοινωνικών δεσμών που λειτουργούν για αρκετές δεκαετίες.
Η ανθρώπινη κοινότητα την οποία επιδιώκω, κατά τη γνώμη μου, δεν θα είναι μια κοινωνία παραγωγής, με την έννοια ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα θα βασίζεται σίγουρα στην ικανοποίηση των διατροφικών αναγκών μας, αλλά θα είναι επίσης και προπάντων μια έκφραση των δημιουργιών μας στο πλαίσιο της κοινότητας. Η ανταλλαγή των προϊόντων δεν θα είναι θεμελιώδης. Αυτό που θα δημιουργείται δεν θα είναι αναγκαστικά ανταλλάξιμο (αν υπάρχει ανταλλαγή, εννοώ την μη εμπορευματική ανταλλαγή), αλλά ωστόσο θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να μην χρησιμοποιηθεί σύμφωνα με τις προθέσεις του καθενός.
Με το τέλος των εμπορευματικών σχέσεων, εξαφανίζεται η κυριαρχία του προϊόντος στην παραγωγή. Το γεγονός της δημιουργίας δεν οδηγεί στην κατοχή ενός αντικειμένου, η δραστηριότητα της ανθρώπινης κοινότητας δεν θα πρέπει να βασίζεται στην παραγωγή / κατανάλωση. Η ελκυστικότητα ενός συγκεκριμένου αντικειμένου θα προέρχεται από την «αναγκαιότητά» του, αλλά όχι από μια αξία. Είναι, επίσης, η εξαφάνιση του παραγωγού / καταναλωτή. Ο τερματισμός των χρημάτων και της κυριαρχίας, είναι επίσης ένα τέλος στο διαχωρισμό που τεμαχίζει την ζωή μας σε παραγωγική ή μη παραγωγική, άεργη, καταναλωτική, ένα τέλος στην έννοια του χρόνου εργασίας / ελεύθερου χρόνου. Με το να είμαστε μέρος της ανθρώπινης δραστηριότητας, δεν θα νιώθουμε ούτε παραγωγοί ούτε καταναλωτές, αλλά παράγοντες στον μετασχηματισμό της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τα άτομα θα ενταχθούν με βάση την εξοικείωσή τους για κοινές εργασίες χωρίς κατακερματισμό.
Ο τερματισμός της κυριαρχίας σημαίνει να τελειώσουμε με τις αντιπαραθέσεις / αντιπαλότητες, τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ατόμων, καθώς ο άλλος θα είναι η συμπληρωματικότητα, ένας αμοιβαίος εμπλουτισμός. Το τέλος της κυριαρχίας του χρήματος θα επιτρέψει σχέσεις μεγαλύτερης αδερφοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, όπου ο καθένας θα μπορεί να είναι μόνος του ή με άλλους. Σήμερα η ανταλλαγή, η αξία, η κίνηση αναπαραγωγής του κεφαλαίου τυποποιεί τις ζωές μας: η διατροφή «παγκοσμιοποιείται σε όλο τον κόσμο», ομοιότητα του αστικού σχεδιασμού σε όλο τον κόσμο, παγκόσμιος πολιτισμός, όλο και περισσότερο όμοια εκπαίδευση σε διαφορετικές χώρες. Η πτυχή της εθνικής κουλτούρας δεν αντιστοιχεί πλέον σε κάτι σημαντικό. Σε ένα σημείο στην ιστορία του, ο καπιταλισμός βρήκε στο έθνος το πλέον κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξή του (είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που εκατομμύρια κυριαρχούμενοι σάστισαν και θυσιάστηκαν από τους παγκόσμιους πολέμους, εθνικιστικούς ή άλλους), ωστόσο σήμερα η κατάσταση είναι διαφορετική, το κεφάλαιο τείνει να το ξεφορτωθεί γιατί αυτό που έχει σημασία για αυτό είναι η ρευστότητά του, η εξάπλωσή του, τα δίκτυά του... εν συντομία ο παγκόσμιος χαρακτήρας του!
Η ανθρώπινη κοινότητα, με την επανάσταση με τίτλο ανθρώπινο θα είναι επομένως ταυτόχρονα καθολική και τοπική από τον τρόπο ζωής της. Συγκεκριμένα, πρέπει να έρθει σε ρήξη με τις έννοιες της επικράτειας, του έθνους και προφανώς του κράτους. Η παγκόσμια ανθρώπινη κοινότητα θα μας επιτρέπει να μετακινούμαστε εκεί που θέλουμε χωρίς να χρειάζεται να δείχνουμε χαρτιά. Δεν θα υπάρχουν πλέον πολιτιστικά ή κρατικά σύνορα, οι διαφορές μεταξύ των κοινοτήτων θα αποτελούν ένα άνοιγμα μεταξύ τους, το άτομο θα μπορεί να φθάσει σ’ ένα τόπο διαβίωσης, χωρίς η προέλευσή του να είναι ένα εμπόδιο για την ένταξή του.
Η φιλοδοξία της ανθρώπινης κοινότητας σε έναν κόσμο χωρίς χρήμα θα μπορούσε να γεννηθεί από την επιθυμία να ζήσουμε άλλες σχέσεις μεταξύ των όντων που δεν θα στηρίζονται πλέον στην μείωσή τους στη λειτουργία του παραγωγού ή μη παραγωγού κεφαλαίου. Οι άνθρωποι δεν θα ονομάζονται πλέον παραγωγοί, διότι η κοινωνία θα καθορίζεται από τις κοινωνικές λειτουργίες. Θα υπάρχει μια προσωπική ή συλλογική χρήση αυτού που παράγει η κοινότητα. Η προτεραιότητα της αμοιβαιότητας θα αντικαταστήσει την σταθερά της ανταλλαγής. Τα ανθρώπινα όντα θα συνεργάζονται για να εκτελέσουν μια οποιαδήποτε πράξη, θα μοιράζονται την τάδε χαρά ή το τάδε συναίσθημα ή θα ανταποκρίνονται σε μια επιδίωξη της κοινότητας δίχως να υπάρχει μια ιεραρχική δομή που να διέπει. Με την κατάργηση του χρήματος και των εμπορευμάτων, θα υπάρξει ένας συνειδητός έλεγχος των ανθρώπων πάνω στην δραστηριότητά τους μέσα από σχέσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ αυτών και της υπόλοιπης φύσης.
Η ανθρώπινη κοινωνία θα είναι μια κοινωνία όπου ο πρωταρχικός πλούτος θα βρίσκεται στις ανθρώπινες σχέσεις που θα βασίζονται στην φιλικότητα και την αμοιβαία στήριξη.
Ιούνης 2015
 Bruno Signorelli

Μερικές παρατηρήσεις σχετικά με το σχέδιο συζήτησης γύρω από το ζήτημα ενός κόσμου χωρίς χρήματα

Αυτό το θέμα έχει ήδη αποτελέσει αντικείμενο πολλών κειμένων και συζητήσεων στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με επικεφαλείς ομάδες-περιοδικά όπως τα (Quatre millions de jeunes travailleurs) Τέσσερα εκατομμύρια νέοι εργαζόμενοι και το Κοινωνικός πόλεμος για να αναφέρουμε μερικά. Χωρίς να σχολιάσω άμεσα τις ιδέες που εκφράστηκαν εκείνη την εποχή μπορούμε ωστόσο να σημειώσουμε ότι το πλαίσιο μιας προχωρημένης εξέγερσης ενάντια στην γενική τάξη των πραγμάτων, πολύ περισσότερο στο διεθνές επίπεδο στο οποίο βρίσκεται πλέον, επιτρέπουν τουλάχιστον να μην θέσω μια αφαίρεση καθώς θα μπορούσε να εμφανιστεί όπως εκείνης της εποχής με την ιδεολογική κριτική της «καταναλωτικής κοινωνίας» που συνάντησε μια ορισμένη ανταπόκριση σε ευρεία στρώματα του πληθυσμού και ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.
Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η κριτική αυτή ήταν συχνά περιορισμένη από τον ταξικό θεωρητικό της ορίζοντα, που οδήγησε στη σύλληψη του ζητήματος εντός του επαναστατικού «προλεταριακού προγράμματος», για παράδειγμα, με την εκταφή παλιών συμβουλιακών κειμένων σχετικά με τις εντολές εργασίας ή την κριτική του προγράμματος Γκότα του Μαρξ ή με την προσπάθεια να σωθεί η αξία χρήσης εις βάρος της ανταλλακτικής αξίας, αιτίας όλων των κακών, μια προοπτική που εξακολουθεί να βρίσκεται σε ελευθεριακά κείμενα ενάντια στο χρήμα όπου ο όρος χρησιμότητα φαίνεται να εξυπηρετεί ως μαγική συνταγή για την παραγωγή και τη διανομή του πλούτου ( «τα πάντα είναι δικά μας, τίποτα δεν είναι δικό τους» ) ως μαγική φόρμουλα για την ανταλλαγή. Εκτός αυτού, οι πιο ακραίοι σε ό, τι έχει απομείνει από την Κομμουνιστική Αριστερά συχνά εμμένουν στην ιδέα ενός κομμουνισμού που πραγματοποιεί την κατάργηση του εμπορίου και των ανταλλαγών υπονοώντας περισσότερο ή λιγότερο ότι κάθε ανταλλαγή είναι εμπορευματική, γεγονός που είναι ένα  φιλελεύθερο πιστεύω  και αυτή τη φορά δείχνει την απόλυτη άγνοια των πρώτων μορφών ανταλλαγών.
Εν συντομία ο προβληματισμός εξακολουθεί να επικεντρώνεται στο τι θα μπορούσε να συμβεί σε μια περίοδο μετάβασης στον κομμουνισμό, στον «κατώτερο σοσιαλισμό», όπως τον λένε οι ορθόδοξοι μαρξιστές. Κάποιοι λιγότερο ορθόδοξοι ή λιγότερο εργατιστές σε κάθε περίπτωση, το συνδυάζουν με μια αναφορά που επισημαίνει τον «πρωτόγονο κομμουνισμό» που ασκείται στις πρώτες μορφές κοινωνίας ( «πρωτόγονες κοινωνίες»). Είναι σε κάποιο βαθμό η εσχατολογία που τους αξίζει, λόγω της αγάπης που αισθάνονται οι εθνολόγοι και οι ανθρωπολόγοι μας για το αντικείμενο των σπουδών τους (δείτε les gentils Arapesh της Margaret Mead), Οι αναφορές αυτές ήταν σε κάθε περίπτωση πιο ευχάριστες από εκείνες που υπερασπίστηκαν διάφορες κατηγορίες σταλινικών για την σοσιαλιστική πατρίδα ή την κόκκινη ανατολή και επέτρεψαν να διατηρηθεί μια ουτοπική προοπτική για την οποία ο πραγματικός σοσιαλισμός ήταν μια θολή φιγούρα στο φόντο. Αλλά αυτή η αναφορά στον «πρωτόγονο κομμουνισμό» ήταν ένα αισιόδοξο πολιτικό ξόρκι σε ένα πλαίσιο όπου όλα φαίνονταν να μπορούν να αλλάξουν χωρίς να μπορεί ή να πρέπει να απαλλαγούμε από «το πρόγραμμα», και επέτρεψε επίσης να δωθεί μια μικρή ηδονιστική νότα στο ζήτημα η οποία ήταν σε αντίθεση με τα μαοϊκά τετριμμένα συνθήματα όπως «η επανάσταση δεν γίνεται με εορταστικό φόρεμα» ή άλλες μεταφορές του ίδιου τόνου. Αλλά σύντομα ακτιβιστές ερευνητές όπως ο Clastres έδειξαν ότι ακόμη και «κοινωνίες ενάντια στο κράτος» μπορούσαν να είναι άγριες και να μην έχουν τίποτα εξισωτικό ή κομμουνιστικό, ενώ άλλοι (Mauss) κατήγγειλαν το μύθο του αντιπραγματισμού που κατασκευάστηκε από τους οικονομολόγους και σχετικοποιεί τις πρακτικές του δώρου μετατρέποντάς τες σε αντι-καπιταλιστική ιδεολογία πριν επινοηθεί ο όρος.
Η σημερινή επιστροφή αυτού του παλιού αντίφωνου σχετικά με τις πρωτόγονες κοινωνίες είναι επίσης αξιοσημείωτη και τίθεται εντός της ίδιας απουσίας αναφορών οι οποίες να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την τρέχουσα πορεία των πραγμάτων, η οποία υπάρχει πάνω από σαράντα χρόνια. Όμως σ’ ένα άλλο πλαίσιο, που είναι αυτό της ήττας μας και μιας μεγάλης απαισιοδοξίας σε σχέση με τις δυνατότητές μας να δράσουμε στην τρέχουσα πορεία. Το ενδιαφέρον για τις πρωτόγονες κοινωνίες λειτουργεί τότε στην ριζοσπαστική Αριστερά και μεταξύ των ελευθεριακών ως ένα παρελθόν-μέλλον χωρίς παρόν. Εν τω μεταξύ, το να τίθεται σήμερα, το ζήτημα της δυνατότητας ενός κόσμου χωρίς χρήματα μου φαίνεται ταυτόχρονα παρωχημένο και ένας εντελώς αφηρημένος τρόπος για την αντιμετώπιση των ζητημάτων της αξίας, της τιμής, του δωρεάν ... και του ζητήματος του νομίσματος το οποίο πρέπει κατά την άποψή μου, να διακριθεί από εκείνο των χρημάτων σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά μια διάκριση που δεν μπορεί να φωτιστεί και στη συνέχεια να τεθεί σε εφαρμογή παρά μόνο ως μέρος μιας τεράστιας νομισματικής κρίσης (όχι χρηματιστικής), από την οποία είμαστε ακόμη μακριά καθώς η θέση του δολαρίου είναι ισχυρή σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Εν τω μεταξύ, αυτή σκιάζεται από το γεγονός ότι το νόμισμα δεν εμφανίζεται πλέον άμεσα σε χρηματική μορφή, αλλά κυρίως ως μέσο κοινωνικής επικοινωνίας (το νόμισμα είναι μια γλώσσα λέει ο Aglietta). Μια κυκλοφορία πληροφοριών που υποτίθεται ότι εξασφαλίζουν την μετάβαση από το παρόν στο μέλλον.
Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι συμπτωματικό αυτής της νομισματικής σταθεροποίησης, όταν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αν και αντιστάθηκαν πολύ στο σχέδιο της νέας ελληνικής κυβέρνησης, απέτρεψαν την κατάρρευση ενός κοινού διεθνούς νομίσματος, ενώ η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα έκανε την δραχμή να χάσει γρήγορα κάθε αξία, γεγονός που θα έθετε το πρόβλημα μιας Ελλάδας, χωρίς χρήματα, αλλά απομονωμένης και χωρίς κομμουνιστική προοπτική (η σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι η Καταλονία ή η Ανδαλουσία του χθες, δεν είναι πλέον "ο κόσμος"). Το αποτέλεσμα δεν είναι το ίδιο. Στην πρώτη περίπτωση, η οποία συνέβη προς το παρόν, η διατήρηση του ευρώ και, επομένως, του νομίσματος-χρήματος οδήγησε σε απότομη αύξηση των τιμών, αλλά όχι στην αποβολή της εκτός παιχνιδιού. Στη δεύτερη περίπτωση, η οποία δεν είναι αδιανόητη μελλοντικά, η κατάρρευση της χρηματικής αξίας του νομίσματος αναγκαστικά θα οδηγήσει στην αμφισβήτησή του, μερική ή ολοκληρωτική.
Είναι a contrario αυτή η απουσία παράγοντα σταθεροποίησης που επέτρεψε την ανάπτυξη στην Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1980, των «κλαμπ αντιπραγματισμού». Τα "Monnaies fondantes  (υποτιμούμενα νομίσματα)" και τα τοπικά νομίσματα είναι της ίδιας τάξης. Είναι της τάξης της άμεσης αναπαραγωγής των κοινωνικών παραδοσιακών εμπορευματικών σχέσεων που δεν αναπαράγονται πλέον για οποιοδήποτε συγκεκριμένο λόγο. Έτσι, η ανάπτυξη των ΤΜΑ (τοπικών μέσων ανταλλαγής) δείχνει ότι η παγκόσμια διαδικασία αξιοποίησης τείνει όλο και περισσότερο να κάνει δευτερεύουσας σημασίας τη διαδικασία της ζωντανής εργασίας (αποουσιαστικοποίηση του εργατικού δυναμικού), η υλοποίησή της σε νομισματική μορφή δεν διαποτίζει πλέον επαρκώς την κοινωνική σχέση στο σύνολό της. Η αφερέγγυα ζήτηση (μια εικονική κατηγορία της πολιτικής οικονομίας στην οποία η πίστωση και η καταναλωτική κοινωνία έχουν δώσει υπόσταση) εφευρίσκει νέες διαμεσολαβήσεις και εργαλεία ανταλλαγής.
Σε γενικές γραμμές, με την «επανάσταση του κεφαλαίου» έχουμε πράγματι ένα είδος υλοποίησης του «κατώτερου σοσιαλισμού», όχι με την κατάργηση των χρημάτων για να επιτευχθεί το «Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του », αλλά με την γενίκευσή του και τον ευτελισμό του σε μορφές όλο και πιο αφηρημένες: αποϋλοποίηση των χρημάτων που ανοίγει το δρόμο για τη μαζική κατανάλωση και η μαζική συγκάλυψη της αξίας της τιμής, πίστωση σε όλη την ζωή (και όχι «πίστωση έως το θάνατο"!), η οποία επιτρέπει να αναπαραχθεί το σύνολο, ολοκληρωμένο κοινωνικό εισόδημα, όπως υποδηλώνει το όνομά του, κ.λπ.
Είμαστε μακριά από το φετιχισμό του χρήματος, όταν εμφανίζεται η κατανάλωση σαν καλάθι διαθέσιμων προϊόντων που ρέουν σχεδόν αυτόματα, αν και άνισα, αλλά σε μια ελάχιστη βάση διαρκώς υψηλότερη. Τελικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο φετιχισμός δεν επανεμφανίζεται παρά στην έλλειψη εκείνων που ωθούνται στο περιθώριο από τον οδοστρωτήρα της οικονομικής αναδιάρθρωσης, την κρίση της εργασίας, τις νέες κοινωνικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν από τη διάλυση του μοντέλου της οικογένειας και νέα μέτρα παρέμβασης του κράτους που αντικαθιστούν την ασφάλεια με την βοήθεια.
J.Wajnsztejn