Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021 από Temps critiques
Όλες οι εκδόσεις αυτού του άρθρου: [English]
[ français ]
Για το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων η απόφαση να
πραγματοποιούν τις διαδηλώσεις τους τα Σάββατα κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι:
σηματοδότησε την ρήξη με τη συνδικαλιστική και εργατική παράδοση, που
πραγματοποιεί διαμαρτυρίες τις εργάσιμες ημέρες. Ωστόσο, αυτό που διακυβεύεται
στην παρούσα υπόθεση δεν είναι «το κοινωνικό ζήτημα», αλλά ούτε και ένα ζήτημα
κοινωνικών σχέσεων (sociétale). Σε αυτές τις
διαμαρτυρίες, υπάρχει ένα είδος μη προσδιορισμένου αντικειμένου που απαιτεί
αναγνώριση. Θα ξεκινήσουμε από εκεί.
Ας ξεκινήσουμε με την αξιοσημείωτη γεωγραφική και
κοινωνιολογική ποικιλομορφία των διαδηλώσεων: κάτοικοι πόλεων από τις μεγάλες
μητροπόλεις, «rurbanites» (σ.μ. άνθρωποι που
εργάζονται στην πόλη και μένουν στην περιφέρεια) από τις περιφέρειες και
κάτοικοι μικρών χωριών και των γύρω περιοχών είναι επίσης παρόντες, όπως
φαίνεται από δεκάδες διαδηλώσεις σε όλη τη Γαλλία . Παρά την τάση των μέσων
ενημέρωσης να επιμένουν ότι οι διαδηλωτές είναι πιο πιθανό να στρατολογούνται
από το λιγότερο μορφωμένο, αν όχι το πιο μειονεκτικό υπόβαθρο, υπάρχει μεγάλη
ποικιλομορφία ηλικίας, φύλου και κοινωνικού υπόβαθρου. Αυτή η ποικιλομορφία
εκφράζεται συγκεκριμένα από το γεγονός ότι, μεταξύ των διαδηλωτών, δεν βρίσκει
κανείς μόνο και κυρίως τους μη εμβολιασμένους, τους εχθρικούς προς το εμβόλιο COVID και, κατά μείζονα λόγο, στα εμβόλια γενικότερα, αλλά και όσους είναι
εμβολιασμένοι και εχθρικοί προς το πάσο υγείας, ακόμα κι όταν για
πραγματιστικούς λόγους το έχουν προμηθευτεί.
Αυτή η ποικιλομορφία συμμετεχόντων και κινήτρων σημαίνει
ότι η μετωπική αντίθεση στο πάσο υγείας αποτελεί το μοναδικό σημείο ενότητας
μεταξύ των διαδηλωτών, πολλοί από τους οποίους αντέδρασαν μεμονωμένα ενάντια
στα μέτρα της κυβέρνησης για τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και που δεν
έχουν παράδοση στον κοινωνικό αγώνα. Υπό αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια συσσώρευση
θυμωμένων ατόμων χωρίς καμία προφανή ή άμεση πολιτική δυναμική, ακόμα κι αν η
αντίθεση στον Μακρόν συνέβαλε στην αποκρυστάλλωσή της.
Ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού φαίνεται να έχει
εγκαταλείψει τη δυνατότητα να καταλάβει οτιδήποτε ενόψει της χαοτικής πορείας
της κρατικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης και των πολυάριθμων
αντιφατικών εντολών της, αυτή η δυσφορία αρχίζει να δίνει τη θέση της σε
συμπεριφορές άρνησης, οι οποίες έχουν εξελιχθεί σταδιακά από ιδιωτική
δυσαρέσκεια σε δημόσια έκφραση. Επειδή όμως ούτε η αντιπολίτευση ούτε τα
συνδικάτα και οι εμπορικές ενώσεις έχουν κάποιο εναλλακτικό σχέδιο, αυτές οι
εκδηλώσεις οργής παραμένουν άκρως μειοψηφικές. Αυτό είναι γεγονός ακόμη και σε
σύγκριση με τον αριθμό των διαδηλωτών κατά τη διάρκεια του κινήματος των
Κίτρινων Γιλέκων, παρά το ότι τα σημερινά μέτρα επηρεάζουν πολύ περισσότερο
κόσμο σε διάφορα επίπεδα. Η διαφορά εδώ δεν είναι απλώς ποσοτική. Ακόμα κι αν
ήταν μια ψευδαίσθηση, τα Κίτρινα Γιλέκα πραγματικά ένιωθαν σαν να αποτελούσαν
«τον λαό» όταν τραγουδούσαν “Είμαστε όλοι
Κίτρινα Γιλέκα” γιατί ένιωθαν θύματα από την πολιτική των ισχυρών, και αυτή
η αρχική θέση του θύματος ήταν κάτι που κατάφεραν, τουλάχιστον εν μέρει, να
ξεπεράσουν στην διαρκεια της πορείας του κινήματος, εντός και δια μέσου της
κοινότητας του αγώνα. Η κατάσταση δεν είναι ίδια όσον αφορά τους σημερινούς
διαδηλωτές, που γνωρίζουν ότι αποτελούν μειοψηφία και οι οποίοι δεν είναι σε
καμία περίπτωση «θύματα», εκτός ίσως από μια πολιτική που θεωρούν ασυνάρτητη
και αυταρχική. Είτε δικαίως είτε αδίκως, οι περισσότεροι συμπεραίνουν ότι αυτή
ακριβώς η ασυνέπεια είναι που καθιστά την εν λόγω εξουσία μη νομιμοποιημένη.
Πράγματι, η κυβέρνηση εμφανίστηκε αρχικά με την πρώτη και
πιο απλή οδηγία της, που δόθηκε σε ηλικιωμένους: “Μην πηγαίνετε στο γιατρό,
μείνετε σπίτι και πάρτε ακεταμινοφαίνη. Εάν τα συμπτώματά σας επιδεινωθούν,
συμβουλευτείτε το γιατρό σας ή καλέστε ασθενοφόρο”. Κατά συνέπεια, ελάχιστοι
πήγαν στον γιατρό στην αρχή και οι νοσηλείες και η εντατική που ακολούθησαν θα
μπορούσαν, ίσως, να είχαν αποτραπεί. Με αυτό το επίπεδο ασυνέπειας, είναι
δυνατόν να καταλάβουμε πώς κάποιοι μπορεί να πρότειναν, ίσως, τη χλωροκίνη... Στη συνέχεια, οι αρχές επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στην
επιβολή ενός ενιαίου πρωτοκόλλου εμβολιασμού - αυτό που προτείνουν τα
επιστημονικά συμβούλια - σε αντιδιαστολή με μια ευρεία ποικιλία πιθανών μορφών
περίθαλψης δυνητικά συμβατών με τον εμβολιασμό, οι οποίες θα λάμβαναν υπόψη την
καθημερινή φροντίδα που θα παρείχε η ιατρική παρακολούθηση. Η Περιφερειακή
Υπηρεσία Υγείας (ARS) και η Κοινωνική
Ασφάλιση κλήθηκαν να ευθυγραμμιστούν με μια προσπάθεια εμβολιασμού[i] που, εκείνη την
εποχή, δεν ήταν ακόμα υποχρεωτική.
Μέχρι αυτό το σημείο, αν θέλουμε να πιστέψουμε τις
δημοσκοπήσεις, μια αρκετά μεγάλη μερίδα του πληθυσμού συνέχιζε να τρέφει
αμφιβολίες. Προέκυψε μια δυσπιστία για το εμβόλιο και μια αντίθεση στο πάσο
υγείας — και όχι μόνο στην ιδιωτική σφαίρα. Πρώτον, μέσα στις οικογένειες, όπου
δημιούργησε διαχωρισμούς που ο πρώτος εγκλεισμός δεν είχε αποκαλύψει και στη
συνέχεια, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία είδαν την εμφάνιση εξαιρετικά
ποικίλων κριτικών, εν μέρει επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι επίσης
ένα μέρος όπου οι άνθρωποι «χαλαρώνουν», συμπεριλαμβανομένης της παραπλάνησης
με θεωρίες συνωμοσίας. Ο κρατικός έλεγχος αυτών των δικτύων αποδείχθηκε ότι
ήταν ένα καυτό ζήτημα, καθώς το περιεχόμενό τους δεν εμφανίστηκε πλήρως στη
δημόσια σφαίρα, αλλά έδωσε ζωή σε ένα «αντεργκράουντ» νέου τύπου. Ό,τι λέγεται
εκεί συχνά ξεφεύγει από κάθε μετριοπάθεια ή λογοκρισία, κάτι που είναι ούτως ή
άλλως δύσκολο να εφαρμοστεί εκτός «μη-φιλελεύθερων» καθεστώτων (για να
μιλήσουμε με το πολιτικό Newspeak των ΜΜΕ). Είναι ένα πρόβλημα που σιγοκαίει εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια,
το οποίο όμως έχει μείνει στη σκιά λόγω του φαινομενικά αβλαβούς (περιθωριακού)
χαρακτήρα των συζητήσεων που αναπτύχθηκαν εκεί. Αν το κίνημα των Κίτρινων
Γιλέκων είχε ήδη αποδείξει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα μπορούσαν να είναι
η θερμοκοιτίδα για κάτι άλλο εκτός από σκουπίδια και ψεύτικες ειδήσεις - επειδή
αυτό το κίνημα ξεπέρασε σταδιακά τον καταπιεσμένο λόγο του εμφανιζόμενο στο φως
της ημέρας - η πανδημία και τα μυστήριά της έχουν παγώσει, για σχεδόν δύο
χρόνια τώρα, οποιοδήποτε κίνημα ή πρακτική, ενώ στην συζήτηση στα μέσα
κοινωνικής δικτύωσης δόθηκε το ελεύθερο για να δημιουργηθεί ένα είδος
αντι-συζήτησης που είναι περισσότερο αντισυστημικός παρά κριτικός.
Ωστόσο, οι
εξουσίες που έχουν καταγράψει ένα ικανοποιητικό επίπεδο αποδοχής των μέτρων
περιορισμού από την πλευρά του πληθυσμού που πίστεψε στην αποτελεσματικότητά
τους, όπως και σ’ αυτό των περιοριστικών μέτρων σε συνδυασμό με κοινωνικά μέτρα
για την παροχή υψηλότερης αποζημίωσης για τη μερική ανεργία. Η άφιξη στην αγορά
των εμβολίων που αναμενόταν να λύσουν τα πάντα θα έπρεπε να είχε ενισχύσει αυτή
την ικανοποίηση. Αντίθετα, οι ίδιες εξουσίες έχουν αιχμαλωτιστεί από την
εμφάνιση -στο περιθώριο, σίγουρα, αλλά ενισχυμένες από την επιμονή της
πανδημίας- μιας αντιπολίτευσης, ενός εκνευρισμού ή ακόμα και μιας εξέγερσης
ενάντια στα περιοριστικά μέτρα που έχουν χάσει τη δύναμή τους να πείσουν κατά
τη διάρκεια μιας πανδημίας που τώρα πιστεύεται ότι είναι ατελείωτη.
Οι αρχές άργησαν να κατανοήσουν τη διαφορά μεταξύ των
πρωτοεμφανιζόμενων και ως εκ τούτου έκτακτων μέτρων περιορισμού — πολύ πιο
εύκολα αποδεκτών, δεδομένου ότι όλες οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζουν
ανάλογες πολιτικές — και μέτρων όπως το υποχρεωτικό πάσο υγείας, που επηρεάζουν
την καθημερινή ζωή ελλείψει οποιασδήποτε άμεσα εμφανούς σχέσης με την πανδημία.[ii] Από εδώ, το άλμα
στην ιδέα ότι τα μέτρα αυτά είναι ελευθεριοκτόνα [ liberticides ] δεν είναι τόσο
μακρινό. Το ίδιο συμβαίνει και με τον καιρό: το «πώς αισθάνεται» κανείς έχει
μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε στοχαστική συνείδηση του πράγματος, και
το «πώς αισθάνεται» μπορεί αυθόρμητα να αποκτήσει μια ένταση που απαιτεί μια
σχεδόν ασυλλόγιστη, άμεση απάντηση. Η πορεία στο δρόμο γίνεται έτσι ένας τρόπος
ρήξης με την αφάνεια που τρέφεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αφού είναι
τόσο επιθυμητή όσο και επώδυνη. Επιθυμητή, επειδή δίνει την
ψευδαίσθηση ότι θεραπεύεται η εξατομίκευση/κατακερματισμός των ατόμων από το
κεφάλαιο και επώδυνη, επειδή οι πολιτικοί και τα μέσα ενημέρωσης περιφρονούν
οτιδήποτε ξεφεύγει από τα υπάρχοντα δίκτυα εξουσίας τους, και αρνούνται στα
μέσα κοινωνικής δικτύωσης οποιαδήποτε δυνατότητα παρέμβασης, υποβιβάζοντάς τα
στην υποπολιτική. Αλλά η νέα ορατότητα που επιτεύχθηκε από αυτές τις
διαδηλώσεις έχει μόνο μια σχετική ισχύ, γιατί τα νέα μέτρα δεν έχουν σχεδιαστεί
για να κρατούν τους ανθρώπους κρυμμένους στα σπίτια τους, όπως συνέβη με τον
πρώτο εγκλεισμό ή με την αστυνομική βία που προηγουμένως είχε ως στόχο να
εμποδίσει τα Κίτρινα Γιλέκα να διαδηλώσουν. Ο έλεγχος του δημόσιου και επαγγελματικού
χώρου που εφαρμόζεται κατά τη διάρκεια αυτής της κυβερνητικής διαχείρισης της
υγειονομικής κρίσης δεν στοχεύει έναν συγκεκριμένο ενσαρκωμένο εχθρό που πρέπει
να καταπολεμηθεί —γιατί «ο εχθρός» είναι «ο ιός» — στοχεύει αντίθετα ολόκληρο
τον πληθυσμό. Τούτου λεχθέντος, το κράτος δεν σκοπεύει κυρίως να εντοπίσει την
κίνηση των ατόμων, όπως ενδεχομένως να μπορούσε να κάνει η Κίνα.
Η εξουσία επιχειρεί τώρα να φανερώσει όσους είναι
απερίσκεπτοι (είτε παθητικά είτε ενεργά) απέναντι στα ισχύοντα μέτρα υγείας,
«σημαδεύοντάς» τους μόλις συμμετάσχουν σε δραστηριότητες, καθημερινές ή μη, έξω
από το σπίτι τους. Στην περίπτωση της Γαλλίας —μιας χώρας όπου οι διαδηλώσεις
δεν ήταν οι πρώτες του είδους τους, αλλά φαίνεται να είναι από τις πιο
εκτεταμένες και συχνότερες— μια σειρά μέτρων που είναι και πιο περιοριστικά και
πιο παραβιαστικά της υπάρχουσας νομοθεσίας από ό,τι σε άλλες «φιλελεύθερες»
δημοκρατίες βρίσκονται στο επίκεντρο της σύγκρουσης. Για όσο οι εξουσίες
αισθάνονται ότι έχουν την πλειοψηφία στο πλευρό τους, αυτό που έχει σημασία
είναι να ευθυγραμμιστούν όλοι — εξ ου και ο στιγματισμός «εκείνων με επίπεδο
εκπαίδευσης κάτω του μέσου όρου» καθώς και οι έμμεσες πιο ήπιες αναφορές των
δημοσκόπων και των κοινωνιολόγων ό,τι δεν είναι καν πλέμπα, και ακόμη λιγότερο
εργατική τάξη. Ωστόσο, δεν θα είχε περάσει από το μυαλό κανενός (πολιτικού ή
δημοσιογράφου), τουλάχιστον μετά την Τρίτη Δημοκρατία, να κατακρίνει τους
τελευταίους για έλλειψη εκπαίδευσης όταν απεργούσαν, δήλωναν μαζικά άρρωστοι ή
έδειχναν ανυπακοή όπως το 1968. Επιστρέψαμε στην εποχή του ταξικού μίσους... εν
απουσία τάξεων με την ιστορική και μαρξιστική έννοια του όρου.
Οι σημερινές διαδηλώσεις δεν βασίζονται σε αντικειμενικά
επιδεινούμενες συνθήκες που δυσκολεύουν τη ζωή και στις οποίες έχουν μπολιαστεί
κυβερνητικά μέτρα μέχρι να φτάσει η κατάσταση σε σημείο βρασμού — όπως συνέβη
με τα Κίτρινα Γιλέκα. Ασφαλώς, όπως προσπάθησαν να επισημάνουν ορισμένοι
δημοσιογράφοι και κοινωνικοί επιστήμονες, ακόμα κι αν ο ιός επηρεάζει τόσο τους
πλούσιους όσο και τους φτωχούς, τους κατοίκους των πόλεων και των αγροτικών
περιοχών, η ευαλωτότητα σε αυτόν και η πρόσβαση στην περίθαλψη δεν είναι ίδια
για όλους.[iii] Δεν είναι όμως αυτό
που προκύπτει από τις διαδηλώσεις και, για εμάς, δεν είναι αυτό το
αξιοσημείωτο. Αυτό που έχει σημασία είναι η υποκειμενική αξιολόγηση της
πανδημίας. Εκτός από τους «εξτρεμιστές», υπάρχουν, από τη μια πλευρά,
επιστήμονες[iv] και ορισμένοι
υλιστές μαρξιστές που ξαφνικά (στην πορεία της πανδημίας) πέρασαν από το μίσος
των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών που επωφελούνται από την καπιταλιστική
εκμετάλλευση του «κεφαλαίου υγείας» μας στην ευλάβεια για την πρόοδο της
επιστήμης (η οποία πρέπει να έχει γίνει ουδέτερη εντωμεταξύ) που έκανε
διαθέσιμο το θαυματουργό εμβόλιο σε χρόνο ρεκόρ. Και, από την άλλη πλευρά,
υπάρχουν εκείνοι που υπήρξαν λίγο πολύ σε πλήρη άρνηση, άτομα του «μέσου όρου»
που έχουν εγείρει αμφιβολίες για τις καθυστερήσεις, τις παλινωδίες, ίσως τα
ψέματα των πολιτικών και ακαδημαϊκών φωστήρων (μάσκα, όχι μάσκα - μέσα, όχι έξω, μετά έξω - το εμβόλιο είναι
ελευθερία, όχι το εμβόλιο προστατεύει αλλά είναι απαραίτητο να τηρούνται οι
περιορισμοί σε ισχύ, το εμβόλιο αποτρέπει...όχι, δεν αποτρέπει...και τα
λοιπά.). Ποιος δεν ήταν έτοιμος να ακούσει τον Raoult ή τον Fouché[v] όταν υποστήριξαν,
στην αρχή, ότι ήταν πάνω από όλα απαραίτητο να θεραπεύσουν τους ασθενείς — πριν
κουράσουν οι ισχυρισμοί τους, οι οποίοι ήταν τόσο επιτακτικοί όσο εκείνοι των
επίσημων επιστημόνων; Οι δημοσιογράφοι απάντησαν στα πυρά μιλώντας μας για μια «επιστημονική
κοινότητα» που δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε εδώ - απλώς υπακούστε.
Αλλά ακόμη και οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας που συμπεριφέρθηκαν
«κατάλληλα», (όπως λένε οι εξουσιαστές) κατά τον πρώτο εγκλεισμό και την πιο
έντονη φάση της μάχης κατά του ιού, απομονώνονται τώρα αν εκφράσουν την
παραμικρή αμφιβολία για την ανάγκη του δικού τους εμβολιασμού και απειλούνται
με αναστολή εάν αρνηθούν.
Μπροστά στον πολλαπλασιασμό των μέτρων υγείας και τις
προφανείς ασυνέπειές τους[vi] , δεν προκαλεί
έκπληξη το γεγονός ότι οι διαμαρτυρίες ποικίλλουν ανάλογα με τις επιθυμίες κάθε
ατόμου, το πλαίσιο (εργασία, καθημερινή ζωή, ελεύθερος χρόνος) ή τη στιγμή.
Πάνω απ 'όλα, μεταφέρουν μια τεράστια διαφορά ανησυχιών, που κυμαίνονται από
συνωμοτικές ερμηνείες κυβερνητικών μέτρων, απόρριψη του εμβολίου, απόρριψη του
εντοπισμού ατόμων από το κράτος. Αν και αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι όλες
ίδιες, το κοινό τους είναι ότι είναι θέσεις που χαρακτηρίζονται από μια
απομόνωση από έναν γαλλικό λαό που εμβολιάζεται μαζικά , έστω και όχι όλοι
για τους ίδιους λόγους.[vii]
Όπως και με τα Κίτρινα Γιλέκα, ο αγώνας για ορατότητα
φαίνεται να επικρατεί μέχρι να απομακρυνθεί από κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Εδώ, για παράδειγμα, ακόμη και η άρνηση του πάσου υγείας (από άτομα που το
έχουν), απομονωμένα, εμφανίζεται ως αντίθεση στον Μακρόν και σε αυτό που
εκπροσωπεί. Ο κίνδυνος είναι ο στόχος του κινήματος να γίνει μόνο η διεύρυνση
αυτής της ορατότητας, και έτσι να γίνει ανίκανο να αντιμετωπίσει τη
διαφορετικότητα ή ακόμα και την ασυμβατότητα των ισχυρισμών που εκφράζουν οι
συμμετέχοντες. Υπό αυτή την έννοια, αυταπατώνται ως προς την αντιπολιτευτική
τους συναίνεση, η οποία είναι σε μεγάλο βαθμό πλασματική. Πιο πλασματική,
τουλάχιστον προς το παρόν, από αυτή των Κίτρινων Γιλέκων, των οποίων το κίνημα
ακολούθησε μια διαδικασία σταδιακής μετα-ανάπτυξης (transcroissance)[viii] από τα αρχικά του
κίνητρα μέχρι την αποστασιοποίησή του από τις επιταγές και τα πρότυπα της
καπιταλιστικής κοινωνίας, σε αντίθεση (προς το παρόν) με το κίνημα ενάντια στο
πάσο υγείας.
Είναι το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξέλιξης που εξετάζει
αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση, ακόμη κι αν αποδέχεται μεγάλο περιθώριο λάθους
βασιζόμενη στον, ωστόσο, πραγματικό διαχωρισμό μεταξύ «υπέρ» και «κατά». Το
γεγονός όμως ότι υπάρχει αυτή η διαίρεση δεν αποτελεί λόγο για να υιοθετήσουμε
τον χαρακτηρισμό των εμβολιασμένων από τις αρχές ως αλτρουιστών και των μη
εμβολιασμένων ως εγωιστών. Στιγματίζεις, κατηγορείς, διχάζεις—αυτή είναι μια
μέθοδος που έχει αποδείξει την αξία της στην πολιτική, και ακόμη και οι
μακρονικοί νεοφώτιστοι μπορούν να την οικειοποιηθούν. Ως εκ τούτου, οι
«υγειονομικοί» (νοσηλευτές, ASH και βοηθοί φροντίδας, κυρίως), που είναι αναμφίβολα το πιο εκπροσωπούμενο
επάγγελμα στις διαδηλώσεις και που έδειξαν τον «αλτρουισμό» τους στον πρώτο
εγκλεισμό, μπορούν να προσδώσουν κοινή λογική σε αυτό που φαίνεται να βρίσκεται
παντού. Όσο για τα συνδικάτα, η προσπάθεια των CGT και SUD-Santé να συνδέσουν την
μάχη ενάντια στον υποχρεωτικό εμβολιασμό και το πάσο υγείας με τον αγώνα κατά
της διάλυσης του δημόσιου νοσοκομείου δίνει την εικόνα μιας κοινής τροχιάς.
Δεδομένων των εντάσεων μεταξύ των συνδικάτων και του κορπορατισμού του
επαγγέλματος, δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν υπάρχει
υστεροβουλία στο παιχνίδι, μια
υστεροβουλία του ίδιου τύπου που ήταν
πίσω από την υποτιθέμενη σύγκλιση των εργαζομένων στα νοσοκομεία και των
Κίτρινων Γιλέκων πριν από δύο χρόνια. Τούτου λεχθέντος, ενώ δεν έχουν ληφθεί
μέτρα για να αντιστραφεί η συνεχιζόμενη αποσύνθεση του δημόσιου νοσοκομείου στη
Γαλλία και των νοσοκομειακών συστημάτων γενικότερα σε μέρη όπως η Αγγλία, η
Ισπανία ή η Ιταλία, οι δημόσιες αρχές κατηγορούν τώρα όσους δεν συμμορφώνονται
με τις εντολές ότι προκαλούν μελλοντικές καθυστερήσεις σε σοβαρές επεμβάσεις
στα νοσοκομεία. Είναι επομένως κατανοητό ότι οι υγειονομικοί, και όχι μόνο τα
συνδικάτα τους, την έχουν άσχημα.
Και πάλι, τα μέσα ενημέρωσης έχουν την τάση να τονίζουν
ότι το επίπεδο αποδοχής των μέτρων υγείας από το προσωπικό υγειονομικής
περίθαλψης συσχετίζεται με το επίπεδο εκπαίδευσής τους. Από αυτή την άποψη,
το μακρονικό κράτος είναι μοναδικό σε σύγκριση με τους γκωλικούς ή
μιτερραντικούς προκατόχους του. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική διακυβέρνηση ή έστω έναν
πολιτικό, αλλά μια παράσταση υποτιθέμενων «κεφαλών» που εμφανίστηκαν από το
πουθενά.[ix] Επομένως, δεν
προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ο αυθορμητισμός των νέων «μαζών» συνίσταται
ουσιαστικά στο να ζητούν την παραίτηση των κυβερνώντων, αν όχι στο να κόψουν
κεφάλια.
Ωστόσο, τα μέσα ενημέρωσης κρούουν περιστασιακά τον
κώδωνα του κινδύνου. Σε πρόσφατο editorial, η φωνή του
αφεντικού, η Le Monde, ανησυχεί για την
προσέγγιση της κυβέρνησης στην πανδημία. Για τα κυρίαρχα ΜΜΕ, τα πάντα είναι
πάντα θέμα επικοινωνίας. Η προσέγγιση της κυβέρνησης δεν είναι αρκετά
εκπαιδευτική. Θα ήταν καλύτερο να κάνουμε πρόληψη παρά καταστολή. Οι αυταρχικές
αποφάσεις στον τομέα της υγείας δεν θα μπλοκαριστούν εάν η αναγκαιότητά τους
επιβληθεί από μια πολύ μεγάλη πλειοψηφία που αναγνωρίζει την πραγματικότητα της
κατάστασης έκτακτης ανάγκης μας. Αυτό λειτούργησε κατά την αυτοσχέδια
διαχείριση του πρώτου εγκλεισμού, αλλά δεν μπορούσε να διαρκέσει, γιατί οι
παρατεταμένες επιχειρήσεις δεν μπορούν πλέον να καταφύγουν πίσω από μια έκτακτη
ανάγκη που γίνεται αρκετά σχετική όπως βλέπουμε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων
στις 10 και 11 Αυγούστου, αυτό είναι
πραγματικά περισσότερο ένα ζήτημα «απόλυτης κλιματικής έκτακτης ανάγκης».
Πίσω από τη ρητορική που προσπαθεί να βρει μια
αποτελεσματική ισορροπία εκπαίδευσης και εξουσίας, κρύβεται ο φόβος ενός νέου κινήματος
Κίτρινων Γιλέκων, καθώς φαίνεται τώρα να έχει αντικαταστήσει τον Μάη του '68 ως
το κριτήριο για την αξιολόγηση των απειλών για τη συνέχεια του κράτους. Δεν
υπάρχει όμως νέο κίνημα Κίτρινων Γιλέκων γιατί, προς το παρόν, φαίνεται να
υπάρχει μόνο ένα είδος άμεσης διαμαρτυρίας που αγωνίζεται να γίνει κίνημα. Ως
επί το πλείστον δεν βλέπουμε διακριτικά σύμβολα, λίγα μεμονωμένα πλακάτ, αλλά
όχι συλλογικά πανό, Κίτρινα Γιλέκα όχι σε μεγάλους αριθμούς, ακόμα κι αν
μερικές φορές έχει κανείς την εντύπωση ότι (ακόμα και χωρίς τα γιλέκα τους)
συνεχίζουν να διαμορφώνουν διαδηλώσεις ενάντια στην εξουσία γενικά και
ειδικότερα στην Μακρόν. Αν και αυτό το τελευταίο σημείο ήταν συχνά περισσότερο
άρρητο παρά σαφές, το ο «λαός-σε-σύντηξη (peuple-en-fusion)» που εκπροσώπησαν απέχει πολύ από το να βρεθεί στις διαδηλώσεις κατά του
πάσου υγείας. Η ιδέα ότι «Είμαστε όλοι Κίτρινα Γιλέκα» έχει γίνει και πάλι
αδιανόητη για τα άτομα των οποίων ο τρόπος διαμαρτυρίας είναι θεμελιωδώς
ατομικός. Το κίνημα δεν βρήκε ένα σύνδεσμο σαν αυτό των κυκλικών κόμβων, που να
ευθυγραμμίζει τον χώρο του (την περιφέρεια), τα αρχικά του κίνητρα (τιμή
φυσικού αερίου, μεταφορά), ενώ ικανοποιεί την ανάγκη που αισθάνεται κάθε κίνημα
να βρει μια κοινωνική βάση που να λειτουργεί ως ένα μέρος για συζητήσεις,
φιλικότητα και συντροφικότητα, ενώ δυνητικά θα χρησιμεύσει ως τουλάχιστον
προσωρινή βάση αντίστασης και μακροζωίας του αγώνα.
Αντιμέτωποι με αυτήν την έλλειψη ή το κενό που
αντιπροσωπεύεται από την απουσία μιας συλλογικότητας (ενώ υπήρχαν ομάδες
Κίτρινων Γιλέκων), τα πρώην Κίτρινα Γιλέκα έχουν γίνει ένα είδος μαχητικής
βάσης και μνήμης που αποτελεί γέφυρα για νέους διαδηλωτές που υποστηρίζουν ή
λένε ότι υποστηρίζουν τα κίτρινα Γιλέκα, πολλοί από τους οποίους ήταν νέοι
διαδηλωτές εκείνη την εποχή. Η αντιπολιτευτική αλληλουχία αυτών των τελευταίων
χρόνων - το κίνημα των πλατειών (παρά τις πιθανές επικρίσεις για τον φορμαλισμό
του), ο αγώνας ενάντια στο εργασιακό νόμο (Loi travail), το κίνημα των
Κίτρινων Γιλέκων και ορισμένες ενέργειες ή πρωτοβουλίες γύρω από τον αγώνα της
μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος - δείχνει τον βαθμό στον οποίο οι
«αριστερές» εργατικές και συνδικαλιστικές διαδηλώσεις έχουν γίνει το υλικό ενός
τελετουργικού αρχαϊσμού, που δεν κλονίζεται σχεδόν καθόλου από τις μεταμοντέρνες
διαστάσεις μιας κεφαλής πορείας (cortége de tête) που έχει γίνει κι αυτή τελετουργική σε σύντομο διάστημα δύο ή τριών ετών. Ακόμα κι αν οι
σημερινές διαδηλώσεις δεν αποτελούν κίνημα, λίγη από τη δύναμη αυτών των
τελευταίων χρόνων αγώνα αντηχεί μέσα τους, έστω και μόνο στην επανάληψη
ορισμένων συνθημάτων ή στην επιμονή τους να διαδηλώνουν, είτε επιτρέπεται είτε
όχι, στο πλαίσιο ενός κράτους έκτακτης ανάγκης.
Η ζωτικότητα της αντίθεσης στο πάσο υγείας βρίσκεται στη
σχέση υποταγής και θυμού, χωρίς καμία συνέχεια εκτός από την επανεμφάνιση του
θυμού, αφού η σύγχρονη επικράτηση της δικτυακής μορφής του κράτους τείνει να
καταστείλει κάθε διαμεσολάβηση και συνεπώς κάθε προοπτική διαπραγμάτευσης που,
στην προηγούμενη φάση, επέτρεψε να προχωρήσουμε όχι περιστασιακά και αυθόρμητα,
αλλά με έναν διαδικαστικό αγώνα από τον οποίο θα μπορούσε να προκύψει μια ισορροπία δύναμης. Εδώ, σίγουρα συσσωρεύεται ο θυμός, αλλά δεν
έχει τον χαρακτήρα της «προλεταριακής εμπειρίας» που αντικειμενοποίησε την
ταξική πάλη και εγγράφηκε μέσα στους κύκλους αγώνα, και ως εκ τούτου στις
συνέχειες και ασυνέχειες με περιόδους υψηλότερης και χαμηλότερης έντασης που
διαδέχονταν η μία την άλλη στο χρόνο. Ούτε έχει τον χαρακτήρα της διαδικασίας
του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων που, μόλις έφτασε και μετά ξεπέρασε τον
ενθουσιασμό του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2018, μπόρεσε να συντηρηθεί για κάποιο
διάστημα λόγω των ανταλλαγών και των συνδέσμων που εκκολάφθηκαν στους κυκλικούς
κόμβους και που διευκόλυνε άλλες ενέργειες όπως αποκλεισμοί, ευαισθητοποίηση έξω
με τα Σάββατα των διαδηλώσεων και άλλες μορφές όπως γενικές συνελεύσεις — εν
ολίγοις, ενέργειες που θα μπορούσαν να ονομαστούν «μαχητικές».Ένα σύμπλεγμα
δράσεων και ανθρώπων που παρήγαγαν μια συνείδηση ότι συμμετείχαν σε
κάτι περισσότερο από έναν συλλογικό αγώνα: μια συλλογική περιπέτεια. Μαζί με
την ευρεία υποστήριξη του πληθυσμού, αυτό είναι που επέτρεψε στα Κίτρινα Γιλέκα
να αντέξουν τόσο πολύ στις επιθέσεις (τόσο από τα μέσα ενημέρωσης όσο και από
την αστυνομία) εβδομάδα με την εβδομάδα.
Εδώ, η αίσθηση ότι τίποτα δεν έχει πραγματικά ξεκινήσει
δίνει την εντύπωση ότι η ίδια η χρονικότητα έχει εξαφανιστεί. Ακόμα κι αν οι
διαδηλώσεις κατά του πάσου υγείας είναι άμεσα ενάντια στα μέτρα του κράτους και
την τυχαία διαχείριση της πανδημίας, δεν αντιμετωπίζουν το κράτος. Αυτό εξηγεί
τη διαφορά στον τρόπο με τον οποίο η αστυνομία αντιμετωπίζει τους διαδηλωτές. Η
βίαιη ένταση που επικρατούσε στις χθεσινές διαδηλώσεις αντικαταστάθηκε σήμερα
από ένα απλό θέαμα σύγκρουσης. Η κατάσταση είναι παράδοξη: το κράτος βρίσκεται
ακόμη περισσότερο σε κατάσταση εξαίρεσης τώρα από ό,τι πριν, αλλά οι αντίπαλοί
του δεν είναι εχθροί του κράτους, απλά δεν είναι στην ίδια σελίδα. Σε αυτό το
βαθμό, οι επαναλαμβανόμενες διαδηλώσεις ελλείψει αξιοσημείωτου κέρδους από τη
μια εβδομάδα στην άλλη ελέγχονται, προς το παρόν απόλυτα από το κράτος και προς
όφελός του. Οι διαδηλωτές εκφράζονται, αλλά τους παρουσιάζουν ως το
αντιπαράδειγμα της «πρέπουσας συμπεριφοράς» που, στο Newspeak της κοινωνίας μας,
έχει ήδη αντικαταστήσει την παλιά «συμπεριφορά του πολίτη». Σε αυτόν τον βαθμό,
και όπως είδαμε προηγουμένως, αν βρισκόμαστε πραγματικά σε κατάσταση εξαίρεσης
από την έναρξη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, την αμφιλεγόμενη εφαρμογή του
νόμου για την «καθολική ασφάλεια» και τώρα την κατάσταση έκτακτης ανάγκης γύρω
από την πανδημία , δεν αποτελεί κατάσταση εξαίρεσης με την έννοια που θεωρεί ο Carl Schmitt ή ο Giorgio Agamben.
Ενώ οι προηγούμενες διαδηλώσεις ήταν είτε αυθόρμητες είτε
προέκυψαν από τα δίκτυα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, εκείνες κατά του
υγειονομικού πάσου ήταν πιο οργανωμένες με την έννοια ότι καλούνταν, αν όχι
ξεκινούσαν, από πολιτικές φατρίες όπως οι «Πατριώτες», που κατάλαβαν ότι δεν
είχαν να κάνουν με μία ή περισσότερες συντονισμένες συλλογικότητες[x] και ως εκ τούτου
προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τις διαδηλώσεις πριν από τις προεδρικές εκλογές
προτείνοντας διαδρομές που μπορούσαν να καταθέσουν επίσημα. Πέρα από την
προσπάθεια για πολιτική διείσδυση μιας πολιτικής ομάδας[xi], αυτό που
θριάμβευσε εδώ ήταν ένας ορισμένος πραγματισμός όσον αφορά την άδεια των
διαδηλώσεων και τη διαβεβαίωση ότι θα μπορούσαν να προχωρήσουν χωρίς πάρα
πολλές συγκρούσεις, στο όνομα της ελευθερίας αλλά με σεβασμό στην τάξη.
Επομένως, η στρατηγική αυτών των διαδηλώσεων διαφέρει από εκείνη των Κίτρινων
Γιλέκων, που επέμειναν σταθερά στην ιδέα ότι η διαδήλωση δεν είναι κεκτημένο
δικαίωμα, όπως νομίζουν τα συνδικάτα και διάφοροι υποστηρικτές της ελευθερίας,
αλλά ένα είδος φυσικού δικαιώματος στην ανυπακοή σύμφωνα με το Σύνταγμα του
1793, ένα σύνταγμα που δεν είναι διαπραγματεύσιμο. Και για να δείξουμε ότι ο
πραγματισμός στην πραγματικότητα αποκλείστηκε, αυτός ο κανόνας/αρχή δεν έπαψε
να λειτουργεί στις διαδηλώσεις του Παρισιού που συνεχίστηκαν παρά το γεγονός
ότι, αμέσως μετά την άνοιξη του 2019, δεν ήταν πλέον δυνατό να δημιουργηθεί μια
«άγρια» διαδήλωση. Έτσι, μέσα στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, αν αφήσουμε στην
άκρη το Παρίσι, το θέμα της λήψης ή μη άδειας αποτέλεσε αντικείμενο έντονων
συζητήσεων, που ανανεωνόταν κάθε εβδομάδα. Αυτό δεν συμβαίνει εδώ. Δεν υπάρχουν
κατειλημμένοι χώροι, ο χρόνος για συνάντηση είναι λίγος και μόνο περιθωριακές
ενέργειες συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εβδομάδας. Ενώ ορισμένοι αριστεροί
ακτιβιστές εξακολουθούν να προσπαθούν να μπολιάσουν τη μορφή της γενικής
συνέλευσης στον αγώνα, η απαρχαιότητά της ήταν ήδη εμφανής σε όλους από την
εποχή των Κίτρινων Γιλέκων και σήμερα φαίνεται όλο και πιο αποκομμένη από την
δράση των διαδηλώσεων.
Δεδομένου ότι τα Κίτρινα Γιλέκα άφησαν το στίγμα τους στο
συλλογικό πνεύμα, πολλαπλές διαδηλώσεις μπορούν να συνυπάρχουν τα Σάββατα. Η
συνήθεια της διαδήλωσης χωρίς επίσημη δήλωση άνοιξε τη δυνατότητα εξάπλωσης
διαφορετικών πρωτοβουλιών, αντί να συγκεντρώνουν πάντα δυνάμεις: μια συνύπαρξη
κάθε δυσαρέσκειας και εξεγέρσης. Ως εκ τούτου, στο Παρίσι, το Σάββατο 21
Αυγούστου 2021, έγιναν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλώσεις, μερικές από τις οποίες
καλούνταν από τα Κίτρινα Γιλέκα. Αυτός ο συνδυασμός ατόμων, περισσότερο
ετερογενής παρά συσχετισμένος, δεν μπορεί να βρει μια κοινή κατευθυντήρια
γραμμή, καθώς το μείγμα των πιο απίθανων θέσεων παράγει μόνο μια ελάχιστη
ενότητα. Αυτή η απουσία κατευθυντήριων γραμμών επιτρέπει στις διαδηλώσεις να
επιμείνουν πέρα από πολιτικούς
διαχωρισμούς και μεμονωμένες θέσεις.
Η επανάληψη της διαδήλωσης από μόνη της, κατά το πρότυπο
των Σαββάτων των Κίτρινων Γιλέκων, φαίνεται να φέρνει τέλος σε κάθε αναφορά
στην ταξική πάλη — την ολοκλήρωση μιας τάσης που ήταν ήδη ορατή κατά τη
διάρκεια των Κίτρινων Γιλέκων. Το κόκκινο νήμα έχει κοπεί για τα καλά, ακόμα κι
αν δεν το έκοψαν οι διαδηλωτές. Κατά συνέπεια, οι αναφορές σε προλεταριακά
κινήματα δεν απορρίπτονται, όπως μπορεί να συνέβει στην αρχή του κινήματος των
Κίτρινων Γιλέκων — είναι απλά άγνωστες, κάτι που δεν είναι ανήκουστο, εκτός από
τους λίγους πολιτικούς ή συνδικαλιστικούς ακτιβιστές που συμμετέχουν. Το ταξικό
φαντασιακό είναι λιγότερο παρόν γιατί είναι η αμεσότητα της άρνησης που
κυριαρχεί. Η αναφορά στη Γαλλική επανάσταση παραμένει, αλλά θα είναι
περισσότερο σε εκείνη του 1792 παρά στο 1793. Ο πρώτος στίχος της Μασσαλιώτιδας τραγουδιέται
περισσότερο ή λιγότερο συχνά, μια απλή τρίχρωμη σημαία κυματίζει, αλλά δεν
τίθεται πλέον ζήτημα «να τους κυνηγήσουμε».
Αν το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, όπως έχουμε ήδη πει,
προσπάθησε να υπερβεί τα αρχικά του κίνητρα, βρισκόμαστε σε μια εντελώς
διαφορετική κατάσταση σήμερα, που είναι η ίδια ενδεικτική της φύσης της
κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας. Οι διαδηλώσεις δεν δείχνουν προς καμία «επόμενη μέρα» και ακόμη χειρότερα,
είναι μόνο οι εξουσίες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ιδιαίτερα που τόλμησαν να
θέσουν το ερώτημα της «επόμενης ημέρας», επειδή το τέλος του πρώτου εγκλεισμού
άνοιξε τη δυνατότητα να ζητήσουν κάτι άλλο — και αυτό είναι που έρχεται στο
μυαλό ακόμη και αυτών που κυβερνούν. Είτε είναι κανείς υπέρ των σημερινών διαδηλώσεων είτε όχι, αυτό που
διακυβεύεται σε αυτές δεν είναι η επόμενη μέρα, αλλά μόνο, ενδεχομένως, η
αντίσταση σε αυτό που θα μπορούσε να γίνει χειρότερο.
Αυτό που βρίσκουμε αντ 'αυτού, σε μια εντελώς τετριμμένη
μορφή, είναι η επιταχυνόμενη εικονικοποίηση του κόσμου με τον αυξημένο ρόλο των
GAFAM [Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft] μέσω τηλεργασίας,
ελέγχου κωδικού QR κ.λπ. Με τον ίδιο τρόπο
που «το νεκρό βαραίνει πάνω το ζωντανό» (Μαρξ) στον κόσμο της εργασίας, με την
επικράτηση της τεχνοεπιστήμης στην ανάπτυξη του κεφαλαίου, οι τεχνολογίες της
πληροφορίας αρχικά αντικατέστησαν τις κοινωνικές σχέσεις που εμποδίζονταν από
τον εγκλεισμό και στη συνέχεια τις συνόδευσαν, όπως φαίνεται με το τρέχον πάσο
υγείας.
Temps critiques, 26 Αυγούστου 2021
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] – Εξακολουθούν να
χρησιμοποιούνται σήμερα για τη διανομή των δόσεων AstraZeneca που, για καλούς ή
κακούς λόγους, κανείς δεν θέλει.
[ii] – Δεν πρέπει να λησμονείται
ότι όλα αυτά λαμβάνουν χώρα σε ένα πλαίσιο κατάστασης έκτακτης ανάγκης που
ξεκίνησε κατά της τρομοκρατίας και στη συνέχεια διατηρείται ή υλοποιείται και
διευρύνεται στο πλαίσιο του σχεδίου του νόμου για την «παγκόσμια ασφάλεια».
[iii] – Στη Le Monde, στις 24-25 Ιουλίου,
μια έρευνα από τον γεωγράφο υγείας E. Vigneron σημειώνει ένα χάσμα
εμβολίων (ανεξάρτητα από την ηλικία) μεταξύ της Δύσης και του Βορρά, των
περιοχών που πλήττονται λιγότερο από την πανδημία αλλά είναι οι πιο
εμβολιασμένες, και των Νοτιοανατολικών και Ανατολικών περιοχών, που έχουν
πληγεί περισσότερο, αλλά έχουν λιγότερο εμβολιαστεί (μια παράδοξη παρατήρηση,
αλλά ανοιχτή σε πολλαπλές ερμηνείες). Πάνω απ 'όλα όμως, το εμβολιαστικό χάσμα
ακολουθεί κατά προσέγγιση το "κοινωνικό χάσμα": στις πιο εύπορες
κοινότητες και τα κέντρα των πόλεων όπου μπορεί κανείς να βρει τους
περισσότερους εμβολιασμένους ανθρώπους, και στις λιγότερο εύπορες κοινότητες,
στην περιφέρεια και τα προάστια όπου υπάρχουν οι λιγότεροι.
[iv] – Σε αντίθεση με
ό,τι ισχυρίζεται ο επιστημονισμός (που είναι μόνο ιδεολογία), η επιστήμη δεν
αναζητά μια απόλυτη Αλήθεια, η οποία δεν υπάρχει, αλλά το πολύ αποσπασματικές
και συχνά προσωρινές αλήθειες, που δεν είναι παρά πολλά «διορθωμένα λάθη» (βλ. Gaston Bachelard , La formation de l'esprit scientifique,
Vrin, 1983, σελ. 10 και 239). Αυτό που είναι αναμφισβήτητο δεν είναι αυτή ή η
άλλη πραγματική αλήθεια, ο καρπός μιας επιστημονικής προσέγγισης, αλλά η ίδια η
προσέγγιση, η οποία είναι ακριβώς σε θέση να αμφισβητήσει τα δικά της προηγούμενα
αποτελέσματα. Το λιγότερο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι τα διάφορα
επιστημονικά ή αμυντικά συμβούλια δεν έδειξαν τέτοια προσέγγιση διαφημίζοντας
μόνο τη δική τους «τεχνογνωσία», η οποία περιορίζεται από την κατανομή των
ειδικοτήτων. Παρόλα αυτά, σήμερα, στην καπιταλιστική κοινωνία, ο
«επιστήμονισμός» απέχει πολύ από το να έχει την επιρροή που είχε όχι μόνο στην
αστική κοινωνία αλλά και στα Τριάντα Ένδοξα Χρόνια. Σήμερα συναγωνίζεται
κριτικές από την οικολογία, τα θρησκευτικά ρεύματα, τα ρεύματα εσωτερισμού, τον
νατουραλισμό κ.λπ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι διαφωνούντες
επιστήμονες, οι αποκλίνοντες βιολόγοι και οι αντιεμβολιαστές γιατροί είναι τόσο
δημοφιλείς.
[v] – Σημείωση των μεταφραστών: Ο Λουί Φουσέ θεωρείται «αντιεμβολιαστής γιατρός» από τη Le Monde. Ο Didier Raoult είναι ένας διάσημος
Γάλλος επιστήμονας και ιολόγος που τώρα έχει κακή φήμη λόγω της προώθησης της
υδροξυχλωροκίνης ως θεραπείας για τον COVID.
[vi] – Όχι μόνο προφανές,
καθώς το προσχέδιο του πάσου υγείας που εγκρίθηκε την 1η Ιουλίου από χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης χορηγείται μόνο σε πολίτες που έχουν λάβει τα λίγα εμβόλια
που έχουν εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων—AstraZeneca, Janssen, Moderna και Pfizer. Και ακόμη και
τότε, για την AstraZeneca αναγνωρίζονται μόνο
όσα παράγονται σε ευρωπαϊκά εργοστάσια. Ωστόσο, οκτώ εμβόλια είναι ήδη
εγκεκριμένα από τον ΠΟΥ και διανέμονται ευρέως σε όλο τον κόσμο. Όμως, αυτά τα
προϊόντα εξακολουθούν να εξαιρούνται από το διαβατήριο. Έτσι, εκατοντάδες
εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν επωφεληθεί από άλλα εμβόλια κατά του Covid παραμένουν
απαγορευμένοι από την Ευρώπη. Ενώ αντιπαραθέτουν στους διαδηλωτές κατά των
διαβατηρίων στην Ευρώπη τα δεινά των Τυνήσιων χωρίς εμβόλια και των θυμάτων της
επιδημίας, δεν λαμβάνεται σοβαρή και επείγουσα δράση για την απελευθέρωση των
διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Προς το παρόν, η Αφρική έχει μόνο τις παροχές του
μηχανισμού COVAX, ο οποίος βασίζεται
στη διανομή έντεκα εμβολίων, οκτώ από τα οποία δεν είναι διεθνώς αναγνωρισμένα.
Σύμφωνα με μελέτη του Imperial College του Λονδίνου, το
κόστος παραγωγής μιας δόσης εμβολίου Pfizer είναι 0,60 $ (0,51 €). το πρόσθετο κόστος της συσκευασίας και του
ποιοτικού ελέγχου θα ανέβαζε την τιμή στα 0,88 $ (0,75 €) (βλ.εδώ ). Η Pfizer πούλησε τη δόση του
εμβολίου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε τιμή μονάδας 15,5 ευρώ πριν αποφασίσει
πρόσφατα να την αυξήσει στα 19,5 ευρώ. Σε αυτό το τίμημα, οι Τυνήσιοι δεν θα πλησίαζαν καν τον εμβολιασμό.
[vii] – Αυτή η απομόνωση
από τους εμβολιασμένους Γάλλους φαίνεται αληθινή, αφού όσοι μιλούν για την
απομόνωση των διαδηλωτών ή γενικά για τους ενάντια στο πάσο, από τη σκοπιά της
δικής τους πολιτικής θέσης, το κάνουν καλυπτόμενοι στην πολιτική τους
ακεραιότητα, προκειμένου να κρύψουν το γεγονός ότι αναπαράγουν τον λόγο των
εξουσιών και του Κράτους. Η θέση του Lorenzo Battisti της CGT Bank-Insurance φαίνεται αξιολύπητη
από αυτή την άποψη. Το καταληκτικό επιχείρημά του αξίζει να σημειωθεί: «Αυτές
οι διαδηλώσεις πρέπει να επικεντρωθούν στην μάχη ενάντια στις ελεύθερες
απολύσεις [ενός υπαλλήλου] ελλείψει πάσου υγείας, και όχι ενάντια στο πάσο
υγείας καθεαυτό» πριν από τη συνήθη έκκληση για ταξική πάλη: «Ζητώ από όλους να
προσέχουν τη συμμετοχή τους σε αυτές τις διαδηλώσεις, καθώς αυτό θα μπορούσε να
βλάψει μελλοντικά ταξικά κινήματα στα οποία πρέπει να συμμετέχει το CGT» (διαθέσιμο στον ιστότοπο Between the Lines Between the Words, μεταξύ άλλων).
[viii] – Με τον όρο "transcroissance" [μετα-ανάπτυξη] εννοούμε το ότι ένα γεγονός
μπορεί να υπερβεί τον αρχικό ειδικό και περιορισμένο χαρακτήρα του. Νομίζουμε
ότι το έχουμε καταστήσει σαφές σχετικά με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. Είναι
μια προοπτική που λείπει από τις σημερινές διαδηλώσεις. Πράγματι, ο αγώνας
ενάντια στο πάσο υγείας από μόνος του δεν μπορεί να οδηγήσει σε τίποτα (ειδικά
επειδή υπάρχουν και θα υπάρχουν όλο και περισσότεροι εμβολιασμένοι σε σύγκριση
με την πρώτη διαδήλωση της 14ης Ιουλίου) εάν δεν συναντήσει τον αγώνα ενάντια
στον καθολικό νόμο ασφάλειας που ξεκίνησε μια πριν από λίγους μήνες, αλλά δεν
κατάφερε να δημιουργήει ένα κίνημα συγκεντρώνοντας μόνο τις μαχητικές
οργανώσεις και τα υπολείμματα των Κίτρινων Γιλέκων.
[ix] – Τα ινστιτούτα
δημοσκοπήσεων και τα μέσα ενημέρωσης το αναγνωρίζουν με τον δικό τους τρόπο,
επισημαίνοντας την έλλειψη υποστήριξής τους ως εξήγηση για τις αποτυχίες των
εκπροσώπων του LREM στις δημοτικές ή
περιφερειακές εκλογές.
[x] – Υπάρχουν πράγματι
κάποιες συλλογικότητες. Για παράδειγμα, στην περιοχή του Παρισιού: η
συλλογικότητα «Αφήστε τους γιατρούς να συνταγογραφήσουν» ή «Παρίσι για την
ελευθερία» που δημιουργήθηκε από τη Sophie Tissier, συντονίστρια του Force jaune, μιας παριζιάνικης
ομάδας που χαρακτηριζόταν, μεταξύ άλλων, εκείνη την εποχή, από τη μειοψηφική
της προθυμία εντός των Κίτρινων Γιλέκων για κάλεσμα σε διαδηλώσεις, Η
«Αντίδραση 19» των δικηγόρων Carlo Brusa, Di Vizio ή Virginie Araujo, που οδήγησε αφενός
σε δράση κατά της υποχρεωτικής μάσκας και της απαγόρευσης κυκλοφορίας και
αφετέρου στην αντίθεση στη χρήση μάσκας στα σχολεία, αλλά παραμένουν
ετερογενείς. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπρούσα είναι πρώην μέλος της Forza Italia.
[xi] – Ο εισοδισμός του Philippot θα ήταν αδύνατος
στο κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, στο οποίο, κατά γενική ομολογία, παρενέβησαν
στοιχεία της ακροδεξιάς, ειδικά στο Παρίσι και τη Λυών, αλλά ως φασίστες
αντικαπιταλιστές και όχι ως δεξιοί πολιτικοί που εφαρμόζουν μια πελατειακή
δράση.