Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Κατανάλωση και δυναμική του κεφαλαίου



Ιανουάριος 2013 , Jacques Wajnsztejn


11 - Το φαινόμενο της κατανάλωσης είναι έξω από το μαρξισμό που δεν του αναγνωρίζει παρά  ένα ελάχιστο χαρακτήρα, που ορίζεται τόσο ως το σχετικό και ιστορικό επίπεδο διαβίωσης όσο και ως σύνδεση με τις "ανάγκες 1  . " Ο σιδερένιος νόμος των μισθών του Ρικάρντο, υποτίθεται ότι θα φέρνει συνεχώς τους μισθούς στο επίπεδο διαβίωσης. Οι μαρξιστές το επαναλαμβάνουν στη συνέχεια αυτό, χωρίς καμία πραγματική συζήτηση, μαζί με τις θεωρίες της σχετικής φτώχειας και της απόλυτης φτώχειας. Δεν υπήρξε εκεί καμία ηθική θέση όπως μπορεί να βρεθεί στους αναρχικούς, αλλά μόνο μια θέση που έλαβε υπόψη τις συνέπειες από την ανάλυση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, ως δημιουργίας μιας ολοένα μεγαλύτερης δυσαναλογίας, μεταξύ του τομέα των προϊόντων της παραγωγής και των καταναλωτικών προϊόντων, υπέρ των πρώτων. Αυτή η δυσαναλογία θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού κέρδους και σε κυκλικές κρίσεις 2 . Αλλά ο Schumpeter αναπτύσσει, έναν αιώνα αργότερα, την ιδέα ότι οι επενδύσεις δεν εξυπηρετούν μόνο την συσσώρευση των μέσων παραγωγής. Ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος πάει στην καινοτομία υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή, όχι μόνο σε τεχνικές καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και σε καινοτομίες προϊόντων στα καταναλωτικά πρότυπα και στις μεθόδους οργάνωσης και διαχείρισης.

22 - Ο καταναλωτισμός δεν είναι επομένως μια ιδεολογία. Αυτές οι καινοτομίες μετατρέπουν τόσο τις συνθήκες εργασίας όσο και τον τρόπο ζωής στο πεδίο ενός φορντισμού που θεωρούσε με τον Κέινς ότι οι μισθοί δεν είναι μόνο το κόστος εργασίας, αλλά και εισόδημα για τους εργαζόμενους που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως πιθανοί πελάτες 3 . Οι θεωρίες του Κέινς θα εμπνεύσουν τις πολιτικές όλων των μεγάλων βιομηχανικών χωρών μετά το 1945, τις πολιτικές των συλλογικών συμβάσεων εργοδοτών / σωματείων, με την διαιτησία του κράτους, με τη μορφή της «πρόνοιας». Βασίζονται σε ένα δώστε για να δώσουμε (donnant-donnant) (σήμερα θα λέγαμε gagnant-gagnant), μεταξύ μιας αποδοχής από τους εργαζομένους της αύξησης της παραγωγικότητας και ως εκ τούτου των υψηλών ρυθμών εργασίας, από τη μία πλευρά, σε αντάλλαγμα για τη συνεχή αύξηση της αγοραστικής δύναμης από την άλλη. Όλα διαιτητεύονται από το κράτος π.χ. στη Γαλλία, με την εισαγωγή του κατώτατου εγγυημένου μισθού (SMIG) και στην συνέχεια του κατώτατου μισθού σε συνάρτηση νε την αγοραστική δύναμη (SMIC), ο τελευταίος έχει μια ελαφρώς μεγαλύτερη φιλοδοξία, υπό την έννοια ότι δεν είναι μόνο ένα πάτωμα αναφοράς των μισθών, αλλά συνοδεύει την ανάπτυξη με την προσαρμογή στο ρυθμό της και υποτίθεται ότι παράγει ένα φαινόμενο κάλυψης προς όφελος των χαμηλών μισθών. Ακολουθεί, μια αργή αλλά συνεχής αύξηση του μεριδίου των μισθών στην διανομή της προστιθέμενης αξίας.
3Αυτές είναι οι λεγόμενες πολιτικές των "εισοδημάτων" που εγκαθιστούν ένα κοινωνικό κανόνα κατανάλωσης 4 και προσπαθούν να θεσμοθετήσουν την οικονομική πάλη των τάξεων, υπό τη μορφή των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Πίσω από αυτές τις πολιτικές των εισοδημάτων  εκφράζεται η θέση σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξη οδηγείται από την συνολική ζήτηση (κατανάλωση των νοικοκυριών και επενδύσεις των επιχειρήσεων) και όχι από την προσφορά (παραγωγή και εξοικονόμηση) και ότι αυτή η ζήτηση αυξάνεται περαιτέρω, εάν οι πολιτικές των εισοδημάτων ευνοούν τους χαμηλούς και μέσους μισθούς, στο βαθμό που η "ροπή" τους (= τάση) να καταναλώνουν, είναι μεγαλύτερη από αυτή των υψηλών μισθών 5 .
4Αυτές οι νέες μορφές της καινοτομίας, επιτρέπουν μια αποδοτική χρήση των γνώσεων, σε πάγιο κεφάλαιο και σε εργασία με λίγη ή καθόλου εξειδίκευση, βελτιώνοντας έτσι την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, που θα διευκολύνουν την παραγωγή σε σειρά, την μείωση του κόστους ανά μονάδα προϊόντος και των τιμών και, συνεπώς, την μαζική κατανάλωση. Συμβάλλουν στη μετάβαση από μια αστική κοινωνία σε μια εισοδηματική κοινωνία που δεν βασίζεται πλέον στον ταξικό ανταγωνισμό, αλλά σε θεσμούς πολιτικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ενσωμάτωσης, ένα από τα καθήκοντα των οποίων ήταν να ταιριάζει την μαζικοποίηση και τον εκδημοκρατισμό με την αύξηση της κατανάλωσης, η οποία είναι κατανάλωση εμπορεύσιμων προϊόντων ή μη-εμπορεύσιμων όπως στους τομείς της εκπαίδευσης, του πολιτισμού και της επικοινωνίας.

53 - Αυτή η σχέση μεταξύ της κατανάλωσης και της δημοκρατίας είναι θεμελιώδης. Ωστόσο, δεν έχει πραγματικά αναγνωριστεί και αξιοποιηθεί από την κριτική, που υιοθέτησε συχνά μια ηθική στάση σχετικά με την κατανάλωση ή προβάλλει τις ελλείψεις της θεωρίας των αναγκών του Μαρξ, τις σχέσεις μεταξύ των αναγκών και των επιθυμιών, κ.λπ.. Αυτή η σχέση μεταξύ της δημοκρατίας και της κατανάλωσης είναι θεμελιώδους σημασίας, διότι μετατρέπει εντελώς την διαδικασία της κατανάλωσης, που γίνεται όλο και πιο ποιοτική (βλ. η σημερινή απαράβατη έννοια της «άνεσης») και που κυρίως δεν στηρίζεται πλέον κατά κύριο λόγο στην ταξική διάκριση και στην υποχρεωτική διαφοροποίηση στα αντικείμενα αναγνωρισμένης αξίας, αλλά στην ομοιομορφοποίηση των τυποποιημένων προϊόντων, η διαφοροποίηση δεν συμβαίνει παρά στο επίπεδο του χρόνου (πρωτοπόρος / μιμητής) και στην ποιότητα της δεύτερης τάξης (αυτοκίνητο και φουά γκρα για τον καθένα, αλλά όχι ίδιας μάρκας ή μοντέλου).
6 Ο καταναλωτισμός δεν μπορεί να διαχωριστεί από την έλευση αυτού που ονομάζουμε «δημοκρατικό-άτομο» και για να δανειστούμε έναν δημοσιογραφικό-κοινωνιολογικό όρο, την "μέσο-όρο-ποίηση" των καπιταλιστικών κοινωνιών 6 . Στην κοινωνιολογική γλώσσα μπορούμε να πούμε ότι οι αγώνες ιεραρχίας υπερισχύουν των ταξικών αγώνων.
7Η κατανάλωση είναι σήμερα μια διαδικασία 7 που αναγεννά την ιδιωτική σφαίρα, το νοικοκυριό και την οικογένεια (βλ. την τάση cocooning ), ενώ η παραγωγή αναπτυσσόταν όλο και περισσότερο έξω από τη δομή της οικογένειας, εντός της κοινότητας εργασίας. Οι πρακτικές της κατανάλωσης επομένως δεν είναι πλέον άμεσα κάτω από την επίδραση των σχέσεων παραγωγής και της τάξης, ακόμη και αν μπορεί να παίζουν ακόμα το ρόλο τους ως «έξεις», για να χρησιμοποιήσουμε την έννοια του Bourdieu.
8Η παγκοσμιοποίηση αυξάνει περαιτέρω αυτό το φαινόμενο με την διάδοση του αμερικανικού τρόπου ζωής μεταξύ των εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν επιτύχει ένα βιοτικό επίπεδο υψηλότερο από ένα απλό επίπεδο επιβίωσης και οι οποίοι έχουν επίσης την αξίωση για δημοκρατία (διεκδίκηση δωρεάν internet στην Κίνα, αγώνας για την ισότητα των φύλων στην Ινδία) και για όσους δεν το έχουν φθάσει, διάφορες μορφές πίστωσης μπορεί να χρησιμοποιηθούν παρηγορητικά: η επανάσταση του κεφαλαίου θα ήταν τίποτα χωρίς την ανθρωπολογική επανάσταση που την συνοδεύει και θα μπορούσαμε ακόμα να πούμε, ότι της προηγήθηκε 8 .
94 - Η κατανάλωση έχει γίνει ένα σημαντικό στοιχείο της δυναμικής του κεφαλαίου 9 , γεγονός που δίνει δίκιο αναδρομικά στον Schumpeter. Η φυγή προς την κατανάλωση δεν συνέβη παρά στην διάρκεια της ατελείωτης συσσώρευση της εξουσίας, των κερδών και των κεφαλαίων και της επέκτασης των αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά αν υπάρχουν τα παιχνίδια και οι απολαύσεις της κατανάλωσης, υπάρχει επίσης η πραγματικότητα του κανόνα της κατανάλωσης ως εξοικονόμηση χρόνου, αντικαθιστώντας την άμεση δραστηριότητα με τη χρήση του εξοπλισμού. Ο καπιταλισμός  μεταδίδει έτσι σε ολόκληρη την κοινωνία το μυστικό της δύναμής του: την αναζήτηση της εξοικονόμησης χρόνου που επιτρέπει μια διαφορετική χρήση του χρόνου, όπως αποδεικνύεται από την αναλογία μεταξύ της παράλληλης ανάπτυξης των οικιακών συσκευών και της γυναικείας εργασίας, οι αλλαγές στη γλώσσα επίσης ( "διαχειρίσου τον χρόνο σου", "εντάξει, μπορώ να τον διαχειριστώ», κ.λπ.) ..
10Είναι αυτή η διαδικασία και πολλές άλλες που επίσης μας κάνουν να λέμε ότι βρισκόμαστε σε μια «κεφαλαιοποιημένη κοινωνία». Η κατανάλωση συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη διαδικασία εξορθολογισμού και αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο της αξιοποίησης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Ό χρόνος γίνεται ο ίδιος κεφάλαιο (κεφάλαιο-χρόνος,  " πιστώσεις για εκπαίδευση," τα τσεκ για νέους επιχειρηματίες, κλπ..) που επιτρέπει να δημιουργηθούν νέες διαφοροποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων με την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων παροχής υπηρεσιών για πρόσωπα. Υπάρχουν χρόνοι διαφορετικής "αξίας" όπως πολύ καλά έχει εκθέσει ο Α. Gorz σε διάφορα έργα.

Επικαιροποιηση

11Με την κρίση των θεσμών 10 , η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία καταργεί τις διαμεσολαβήσεις και, για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που ο ρόλος των εκλογών μειώνεται και η δυσπιστία έναντι της πολιτικής αυξάνεται, το δημοκρατικό-άτομο τίθεται σε άμεση επαφή με την ελευθερία και την ισότητα από την κατανάλωση νέων προϊόντων, την εύκολη πρόσβαση στην κοινωνική προστασία και την πίστωση. Οι ΤΠΕ (τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνίας) επιτάχυναν τη διαδικασία του «εκδημοκρατισμού», ενώ όλοι οι κακοί οιωνοί προέβλεπαν μια απόρριψη για το τμήμα του πληθυσμού που δεν χρησιμοποιεί τα νέα εργαλεία. Αν και η μετατροπή της θέσης των γυναικών στην εργασία επέτρεψε την ανάπτυξη της παραγωγής και της κατανάλωσης του οικιακού εξοπλισμού, η εφεύρεση της έννοιας της «νεολαίας» έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ιδανικού μοντέλου κατανάλωσης και την εκκόλαψη μίας πληθώρας νέων προϊόντων μιας χρήσης, με βάση την σμίκρυνση των τεχνολογικών αντικειμένων. Και η αφθονία των αντικειμένων / εμπορευμάτων,  παράγει μια τυποποίηση των επιθυμιών.
12Για άλλη μια φορά το κεφάλαιο όχι μόνο κυριαρχεί, αλλά ανέπτυξε νέους μηχανισμούς αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων που περιλαμβάνουν ένα μέρος υποταγής και ένα μέρος απελευθέρωσης των ατόμων. Ενώ κατά τα έτη 1960-1970 αυτοί οι μετασχηματισμοί παράγουν μερικές ρήξεις όπως τη «σύγκρουση των γενεών", την "λύσσα για ζωή" και την άρνηση της εργασίας, η επανάσταση του κεφαλαίου θα σταθεροποιήσει τις οικογενειακές σχέσεις και τις σχέσεις από γενιά σε γενιά γύρω από τις αξίες μιας νεο-νεωτερικότητας και της επιταγής να «μείνετε νέοι» και «στην μπρίζα». Αλλά, όπως και οι γυναίκες, οι νέοι αναπτύσσουν αντί-αξίες που μπορούν να διαβρώσουν το οικοδόμημα από την απαίτηση να διεκδικήσουν εκ νέου το χρόνο ή τουλάχιστον τον χρόνο για τις πρώτες και από την θέση τους, ακόμα περιθωριακή σε σχέση με την εργασία, για τους δεύτερους, που μπορεί να προκαλέσει έστω και μια μερική κριτική (βλέπε τις αρνήσεις των συμβάσεων όπως η CIP ή η CPE και παράλληλα την αμφιθυμία σε σχέση με την ευελιξία).
13Από την άλλη πλευρά, η οικολογική κριτική εισάγει ένα νέο στοιχείο σε ρήξη με την εργατική κριτική της χρήσης. Πράγματι, η τελευταία είδε στην κοινωνική επανάσταση την ανακατάληψη της αξίας χρήσης των αντικειμένων πάνω στην εμπορική πτυχή τους, αλλά χωρίς κριτική του ίδιου του αντικειμένου (η αυτοκινητοβιομηχανία CGT ζητά ακόμα σήμερα την κατασκευή αυτοκινήτων 4x4 για να σώσει τις Peugeot και Renault!), ενώ η πρώτη επιτίθεται στην ίδια την αξία χρήσης, λόγω του αρνητικού χαρακτήρα που έχει λάβει στην παραγωγή της προγραμματισμένης απαξίωσης και του αντικειμένου ως εν δυνάμει απόβλητου.
14Η οικολογική ανησυχία συμμετέχει ενεργά στην κρίση του καπιταλισμού ως τρόπος παραγωγής σε ότι κάνει η αγροτο-βιομηχανία, η βιομηχανία, οι κατασκευές και οι δημόσιες οικοδομές και ως εκ τούτου και οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους τομείς είναι υπεύθυνοι για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αλλά αναπτύσσεται σε ρήξη με την παραγωγή που φαίνεται να είναι είτε κάτι μαγικό (αποκομμένη από την πράξη) είτε μια κατάρα (ενόχληση). Επομένως, στο αδιέξοδο. Για άλλη μια φορά, προς το παρόν τουλάχιστον, αφήνουμε στις κυρίαρχες δυνάμεις το έργο της εξεύρεσης "λύσεων" (μεγάλες διασκέψεις για το περιβάλλον, φαινόμενο του θερμοκηπίου, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ανάπτυξη της βιομηχανικής ανακύκλωσης και προσπάθεια ορισμένων εταιρειών να σταματήσουν την προγραμματισμένη απαξίωση).
15Η αμφισβήτηση των κεϋνσιανών πολιτικών για τριάντα χρόνια τώρα συμμετέχει στην συνολική κρίση της αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων. Η επανάσταση του κεφαλαίου έχει επιταχύνει τους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες χωρίς να βρει κανένα νέο συμβιβασμό και οι παρούσες δυνάμεις είναι αντίρροπες με τα κράτη που γενικά επιδιώκουν να διατηρηθεί ένα σύστημα κοινωνικοποίησης των εισοδημάτων και μάλιστα να το επεκτείνουν εκεί όπου είναι σε εμβρυακή μορφή, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ οι περισσότερες εταιρείες έχουν την τάση να μην αντιλαμβάνονται τους μισθούς παρά ως κόστη και ως εκ τούτου ασκούν πίεση σε αυτούς με το πάγωμα των μισθών και / ή τις απολύσεις.

Συμπέρασμα

16Οι παρατηρήσεις αυτές σε ορισμένα αντικειμενικά στοιχεία της κατανάλωσης, στην πραγματική κυριαρχία του κεφαλαίου, δεν πρέπει να μας κάνουν να ξεχνάμε, την διατήρηση της απαραίτητης σύνδεσης μεταξύ κριτικής της εργασίας και κριτικής της κατανάλωσης.
17- κατά την περίοδο του φορντικού συμβιβασμού και της ανόδου του κράτους πρόνοιας (περίπου, τα «Τριάντα Ένδοξα Χρόνια ") εφαρμόστηκαν, σε αντίστιξη με την συγκρουσιακότητα της εργασίας, οι όροι της μαζικής κατανάλωσης, αυτό που θα ονομαστεί «καταναλωτική κοινωνία11». Όλοι οι τομείς δραστηριότητας οργανώνονται για να επιτρέψουν στην κατανάλωση να αυξηθεί πολύ πέρα από τα όρια του παρελθόντος, που δίδονται ως βασικές ανάγκες που πρέπει να ικανοποιούνται. Οι πρακτικές της αναψυχής για όλους γίνονται ένα σχεδόν κοινωνικό δικαίωμα. Αλλά αυτή η γενίκευση της κατανάλωσης εξακολουθεί να είναι σχετικά εξαρτημένη από τις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής. Έτσι, τα κινήματα της κριτικής της εργασίας που εκφράζονται και διεκδικούν - κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία - στους νεο-προλεταριακούς αγώνες αντιτίθενται εξίσου στην μισθωτή υποδούλωση και στην αλλοτρίωση της κατανάλωσης. Θυμόμαστε το "κρύψου, αντικείμενο" στους τοίχους τον Μάη του 68, το κίνημα της  αυτο-μείωσης και των "Ινδών του εσωτερικού" στην Μπολόνια το 1977. Τα διάφορα κινήματα της κριτικής της κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των πιο ριζοσπαστικών δεν βγήκαν μόνο από το κεφάλι κάποιων παιδιών της εγκαθίδρυσης των ΗΠΑ σπάζοντας τις απαγορεύσεις. Ήταν επίσης η πορεία των διάφορων αγώνων της εποχής και ειδικά αυτών για την κατάργηση της μισθωτής εργασίας και του κόσμου της. Δεν είναι παρά μόνο με την καπιταλιστική τους ενσωμάτωση ως αποτέλεσμα της ήττας, που η ηθικοποίηση της κατανάλωσης με βάση την ιδιότητα του πολίτη (ενώσεις καταναλωτών, δικαιοποίηση της εμπορικής σχέσης, κλπ.) έκανε την εμφάνισή της και έχει γίνει ένα μέσο για την κοινωνική διαχείριση της " κρίσης. "
18- με την αποτυχία της τελευταίας προλεταριακής επίθεσης, με τις αναδιαρθρώσεις της δεκαετίας του 1970 και στην συνέχεια με την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην αξία (η «επανάσταση του κεφαλαίου»), η σχέση εργασία / κατανάλωση αντιστρέφεται: σήμερα  είναι από την ικανότητα κατανάλωσης ως ένα μέτρο του επιπέδου διαβίωσης του ατόμου που τίθεται η ανάγκη της απασχόλησης (και όχι πλέον της εργασίας) ως παρόχου του εισοδήματος. 

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ


Jacques Wajnsztejn

Οι συζητήσεις για τη θρησκεία μου φαίνονται μεροληπτικές από την πλευρά που απευθύνονται. Μερικές για να επισημοποιήσουν ό, τι περιλαμβάνεται σε ένα σύνταγμα (αμερικάνικο ή γαλλικό), άλλες για το πώς να εφαρμοστεί ένας νόμος (αυτός του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους), αλλά ο καθένας τις κάνει από την οπτική της δημοκρατικής κοινωνίας ενώ η θρησκεία και η ύπαρξή της - που διατηρείται ενάντια στον άνεμο και τις παλίρροιες του υλισμού, της επιστήμης και άλλων - δεν είναι ακριβώς ζήτημα της κοινωνίας (αυτόνομης ή ετερόνομης), αλλά της κοινότητας. Ωστόσο οι περισσότερες κριτικές της θρησκείας έχουν διεξαχθεί από την πλευρά του Διαφωτισμού (κατά του σκοταδισμού 16 ) ή από την άποψη της κριτικής της ψευδούς συνείδησης, (Μαρξ και το όπιο του λαού 17 ) κριτικές που προϋπέθεταν την ιδέα μιας εργαλειοποίησης της θρησκείας στην υπηρεσία της καθεστηκυίας τάξης. Η θρησκεία έπρεπε επομένως να ξεπεραστεί τόσο από το φως της λογικής όσο και της επιστήμης και της ανάπτυξης μιας πραγματικής συνείδησης.  Γνωρίζουμε τι συνέβη και στις δύο περιπτώσεις. Μερικές δημοκρατίες, περιλαμβανομένης και της Γαλλικής Δημοκρατίας, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή αυτής της διαδικασίας, στο βαθμό που υποστήριξαν τις αρχές του λαϊκού έθνους-κράτους, προϊόντα ενός πολιτικού αγώνα μεταξύ φατριών της άρχουσας τάξης που προσπάθησαν να διασώσουν τα ελάχιστα με την εξεύρεση πρακτικών λύσεων για τους πιστούς. Αυτές οι λύσεις τοποθετούνταν στο πλαίσιο των μεταβατικών μέτρων που συνοδεύουν μια σταδιακή εξαφάνιση της θρησκείας. Το πρώτο βήμα ήταν να περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα αφού τελικά αυτή δεν μπορούσε να αφορά, στην διάρκεια, παρά «καθυστερημένους» ανθρώπους και περιοχές, που εξακολουθούν να δίνουν διέξοδο σ’ αυτές τις πρακτικές μιας άλλης εποχής. Αυτή η "λύση", προϋποθέτει επίσης, ότι η θρησκεία δεν θεωρείται πλέον ως μια προσωπική υπόθεση και ως εκ τούτου θα μπορούσε να διαλυθεί στην φιγούρα του πολίτη. Αυτή ήταν άλλωστε και η «λύση» του Μαρξ για το εβραϊκό ζήτημα στο βιβλίο του με το ίδιο όνομα.
Αυτή η πολιτική αντίληψη της θρησκείας οφείλει τα πάντα στον Προτεσταντισμό (ο Μαρξ προέρχεται από μια οικογένεια προσηλυτισμένη") και είναι ελάχιστα χρήσιμη για την ερμηνεία της επιμονής της θρησκείας ως κοινότητα σε ορισμένες περιοχές. Μια επιμονή που προκύπτει για παράδειγμα σήμερα στις παρεξηγήσεις και τις εντάσεις που προκαλεί το πολωνικό κράτος στις διεθνείς σχέσεις στο όνομα ενός Καθολικού Χριστιανισμού και στην ανάπτυξη των φονταμενταλιστικών τάσεων για την εβραϊκή και μουσουλμανική θρησκεία, οι οποίες είναι ακριβώς, μαζί με τις προτεσταντικές σέκτες, οι φορείς της θρησκευτικής αναβίωσης σήμερα.
Αυτές οι θρησκευτικές πρακτικές αντιστοιχούν σε οράματα που δεν αναγνωρίζουν τους διαχωρισμούς που εισήχθηκαν από την καπιταλιστική νεωτερικότητα και αντιτάσσονται στον κατακερματισμένο κόσμο μας. Πράγματι, η νεωτερικότητα και ο καπιταλισμός καταστρέφουν όλες τις παλιές κοινότητες και τις διαμεσολαβήσεις τους, αλλά εκεί όπου η καταστροφή των παλαιών κοινωνικών σχέσεων είναι ισχυρότερη από ό, τι η κατασκευή του νέου τρόπου ζωής και των αναπαραστάσεων (γύρω από το ποσοτικό, τα χρήματα, την μισθωτή εργασία, το άτομο και την κατανάλωση), επανεμφανίζεται η απαίτηση μιας κοινότητας αναφοράς, ενώ δεν αποτελούν παρά κοινοτικές αναφορές 18 . Ωστόσο, η μόνη μορφή της κοινότητας που είναι σχεδόν χειροπιαστή, διότι η καταστροφή της δεν ήταν φυσική19 συμβαίνει να είναι η θρησκευτική κοινότητα, η κοινότητα των πιστών. Η φτώχεια δεν είναι η κύρια αιτία της αναβίωσης της θρησκείας.  Έγκειται περισσότερο στην ικανότητά της να παρουσιάζεται ως μια κοινότητα και να εκπληρώνει μια κοινωνική λειτουργία σε κοινωνίες ή κοινωνικές ομάδες αποδομημένες. Αυτό είναι που της δίνει ενίοτε μια "προοδευτική" σφραγίδα η οποία οδήγησε διανοούμενους όπως ο Φουκώ να επαινέσουν την ιρανική επανάσταση ή κάποιους να πουν σήμερα ότι το Ισλάμ είναι η θρησκεία των καταπιεσμένων και ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνει μια συμμαχία με τις ισλαμικές ομάδες 20 . Αυτό παραβλέπει το γεγονός ότι η θρησκεία είναι πάντα ταυτόχρονα ιεραρχική (είναι της τάξης του θεσμού), εξισωτική (κοινωνικοποιεί πλούσιους και φτωχούς, διανοούμενους και αναλφάβητους) και σεκταριστική (το «εμείς» ενάντια στο «αυτοί» ).
Σε γενικές γραμμές, η θρησκεία δεν έχει ξεπεραστεί. Άλλωστε, ο καπιταλισμός δεν ξεπερνά ποτέ τίποτα στην πραγματικότητα, η δύναμή του είναι να ενσωματώνει τις αντιφάσεις (π.χ. μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου) και να χρησιμοποιεί όλους τους αρχαϊσμούς και μοντερνισμούς υπέρ μιας δυναμικής απορρόφησης των κοινωνικοϊστορικών κινημάτων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου το ζήτημα δεν είναι να γνωρίζουμε αν υπάρχει Θεός στο δολάριο ή στο Σύνταγμα, αλλά να δούμε τι κάνουν οι νεο-συντηρητικοί που είναι ωστόσο γεμάτοι νεωτερικότητα 21 . Στις αναπτυσσόμενες χώρες, καπιταλισμός και εθνικιστικός σοσιαλισμός έχουν εξίσου αποτύχει μη προσφέροντας παρά μόνο αύξηση της ανισότητας για τον πρώτο και ένα «μύθο για ένα λαμπρό αύριο» (lendemains qui chantent), για τον δεύτερο. Αλλά η θρησκεία είναι μια μορφή της αμεσότητας που είναι κατάλληλη για περιόδους κρίσης, όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση άμεσων προβλημάτων, όταν πρόκειται για τη διατήρηση ή την ανάκτηση των αναφορών. Μπροστά στις κοσμικές εντολές που συχνά λένε τα πάντα και τα αντίθετά τους, η θρησκεία χαράζει το μονοπάτι για το τι πρέπει να κάνουν, ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες.
Σε έναν κόσμο χωρίς καρδιά στον οποίο βασιλεύει ο διαχωρισμός και η εξατομίκευση, η θρησκεία παρέχει μια άμεση συμβίωση όταν οι μορφές διαμεσολάβησης που υποτίθεται ότι συνδέουν τα άτομα στη σύγχρονη δημοκρατία έρχονται σε κρίση και οι θεσμοί απορροφούνται 22και αγωνίζονται να καλύψουν τις κοινωνικές τους λειτουργίες. Η θρησκεία βρίσκει επομένως, για ορισμένους, την λατινική της ρίζα και το αρχικό της νόημα, που είναι να συνδέσει τα άτομα εντός της κοινότητας των πιστών. Αλλά αυτή η κοινότητα είναι, πρώτον, μια περιορισμένη και αποσχιστική μορφή της κοινότητας γιατί αποκλείει τους άλλους, και, δεύτερον, τείνει να αφαιρέσει ακριβώς την τάση μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας, μειώνοντας το άτομο στην κοινότητά του. Στη θρησκευτική κοινότητα αυτή η τάση προς ένα διαφορετικό μέλλον (αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ανθρώπινη κοινότητα, ένωση, κομμουνισμό, κλπ.. με τις αντιλήψεις και τις προσδοκίες τους) δεν μπορεί να εκδηλωθεί επειδή ο ορίζοντας περιορίζεται από την συμμετοχή των ιδιαίτερων πεποιθήσεων των μελών. Οι πιστοί από την μια πλευρά, οι μη-πιστοί από την άλλη... Αλλά αυτή η συμμετοχή παίρνει την δύναμή της από το γεγονός ότι εμφανίζεται ως επιλογή, παράγοντας απόλυτων περιορισμών σίγουρα αλλά ως μια ηθελημένη επιλογή, ενώ η επιλογή του μη-πιστού καθορίζεται είτε από ένα εξωτερικό καθολικό μεσολαβητή που είναι τα χρήματα είτε από μια ελευθερία χωρίς αντικείμενο.  Η θρησκεία μπορεί στη συνέχεια να διακοσμηθεί με στολίδια αντι-καπιταλιστικά και αντι-ιμπεριαλιστικά (κάτω από το Ισλάμ), ή ακόμα μια ιδιαίτερη καθολικότητα κάνοντάς την το λίκνο των πολιτισμών (οι προτεσταντικές εκκλησίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάνουν έκκληση για αντι-τρομοκρατικό πόλεμο κατά του Αφγανιστάν, του Ιράκ και του Ιράν, η Καθολική Εκκλησία της Πολωνίας προσπαθεί να την χαράξει στο αέτωμα του Ευρωπαϊκού Συντάγματος).
Μια άλλη δύναμη του θρησκευτικού στοιχείου σήμερα είναι ότι μπορεί, στις δημοκρατικές χώρες, να παίζει ταυτόχρονα γύρω από την επιστροφή σε μια παράδοση (την κοινότητα που ξαναβρέθηκε) και μ’ ένα άνοιγμα προς την νεωτερικότητα με το θρησκευτικό στοιχείο ως δικαίωμα ακόμα μέσα στον δημόσιο χώρο. Η διαμάχη γύρω από την ισλαμική μαντίλα, τις σχολικές απουσίες για τα θρησκευτικά για τους Εβραίους μαθητές, οι απαλλαγές από την πισίνα των μαθητών με καταγωγή εβραϊκή ή μουσουλμανική, το είδος του κρέατος που σερβίρεται σε καντίνες σχολείων, δείχνουν μια νέα ικανότητα των θρησκευτικών δυνάμεων να αντιπαρατεθούν στους κοσμικούς και τους άθεους στο δικό τους έδαφος, αυτό του δικαίου, της δημοκρατίας, του ρεπουμπλικανισμού. Θα κερδίσουν κάποια αναγνώριση των κρατών και των δημόσιων εξουσιών με την ψήφιση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση του αντισημιτισμού και της ισλαμοφοβίας, την καταστολή ή τουλάχιστον μομφή κατά των διαφόρων τύπων βλασφημίας, αλλά τίθενται έτσι ηθελημένα μεταξύ των άλλων μερικοτήτων των δικαιωμάτων της ταυτότητας. Κάνοντας μια καρικατούρα μπορούμε να πούμε ότι σήμερα ο νόμος κατά της ισλαμοφοβίας προσεγγίζει αυτόν ενάντια στην ομοφοβία, αύριο η αναγνώριση του πιστοποιητικού παρθενίας θα συνοδεύει αυτόν του γάμου ομοφυλοφίλων.
Αντιτάσσοντας απλά σ’ αυτή την δύναμη σύλληψης της θρησκείας την ιδέα της αυτονομίας σε σχέση με αυτή της ετερονομίας είναι ελάχιστη βοήθεια όταν αυτή η αυτονομία δεν θα μπορούσε να είναι παρά αυτή του υποκειμένου (από το Διαφωτισμό) ή της τάξης (το προλεταριάτο).  Πράγματι, η κρίση του πρώτου αναφέρθηκε για πρώτη φορά τόσο από την ψυχανάλυση (Φρόυντ και Ράιχ) όσο και από τη λογοτεχνία (Musil και «Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες") στις αρχές του ΧΧ αιώνα αιώνα και για το δεύτερο, οι συνθήκες της δυνατότητάς του, εξαφανίστηκαν με την πτώση του ανταγωνιστικού χαρακτήρα των τάξεων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το υποκείμενο κατέστη μη ανιχνεύσιμο.  Επιπλέον, αν επιστρέψουμε στην έννοια του υποκειμένου, μπορούμε να πούμε ότι το μόνο υποκείμενο που υπήρξε ποτέ είναι το υποκείμενο αστός του οποίου η αυτονομία βασιζόταν στην ιδιωτική ιδιοκτησία ως κεφάλαιο για να καρποφορήσει 23 . Σήμερα, καλώς ή κακώς, δεν υπάρχουν πλέον άτομα υποκείμενα (ή τάξη υποκείμενο), αλλά μόνο άτομα των οποίων η "αυτονομία" δεν είναι πλέον παρά αυτή της «εγώ-διαχείρισης» (égogestion 24) και όχι πλέον αυτή της αυτοδιαχείρισης25 . Αυτή δεν μπορεί επομένως να είναι μια διέξοδος της επίμονης τάσης μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας.