Μάρτιος του 2017 , Jacques Wajnsztejn
1Πρώτα απ’ όλα, θα πρέπει να αναγνωριστεί
ότι, αν ο καπιταλισμός εξακολουθεί να υφίσταται και να επιμένει είναι επειδή
λειτουργεί, και πρέπει να το παραδεχτούμε, το ότι αυτό δεν μας κάνει
ευτυχισμένους είναι άλλο ζήτημα. Αλλά το κάνει με αφετηρία τέτοιες
ανισορροπίες που μπορεί να έχουμε την αίσθηση ότι μόνο η δυναμική του τον εμποδίζει
να χάσει οριστικά την ισορροπία.
2Αποδεικνύεται επομένως σήμερα, ότι
λειτουργεί σχεδόν σε μια κατάσταση «α λα κρίση», αν θέλουμε να κρατήσουμε
απολύτως αυτό τον εννοιολογικό όρο που έγινε στερεότυπο δεδομένου ότι
χρησιμεύει για να χαρακτηρίσει τόσο μια γενική αλλαγή στην τάση (αύξηση / ύφεση),
όσο και ένα σοκ (πετρελαϊκό) ή κραχ (χρηματιστικό) ή χαύνωση με την επιστροφή
της ρικαρδιανής ιδέας της κοσμικής στασιμότητας. Αλλά αυτό που είναι κοινό
σε όλες αυτές τις οπτικές είναι ότι εκτός από περιθωριακά στον κομμουνιστικό
ριζοσπαστικό λόγο, δεν τίθεται ποτέ ανοιχτά ζήτημα της τελικής κρίσης, αλλά πάντα
μόνο διορθωτική κρίση και προϋπόθεση της επιστροφής στην ισορροπία για τους
νεοκλασικούς ή το πολύ «συστημική κρίση» για τους ετερόδοξους οικονομολόγους.
3Η λέξη εξυπηρετεί επομένως συχνά ως λέξη
κλειδί σε διάφορες δυσλειτουργίες των οποίων δεν μας ξεκαθαρίζουν παρά σπάνια
το συγκεκριμένο επίπεδο της έντασης. Έτσι θα φτάσουν να χρησιμοποιήσουν
μέχρι και το οξύμωρο «κρίση ανάπτυξης» και να επεκτείνουν την ιδέα πέρα από τη
σφαίρα της οικονομίας (εργασιακή κρίση, προαστιακή κρίση, πολιτική κρίση, κρίση
του κράτους πρόνοιας). Ακόμα και εμείς έχουμε χρησιμοποιήσει συχνά τον όρο
κρίση του έθνους - κράτους, αν και προσπαθήσαμε να διευκρινίσουμε το νόημά του
και να καθορίσουμε την έντασή του 1 .
4Είναι επειδή οι αναταραχές λόγω αυτού που
ονομάζουμε επανάσταση του κεφαλαίου που στην πραγματικότητα αμφισβητούν παλιές
αξίες, θεσμούς και ρυθμιστικούς μηχανισμούς χωρίς να εμφανίζονται αμέσως νέες
ρυθμίσεις ή πόσο μάλλον να επιβάλλονται. Εξ ου και η
εντύπωση μιας γενικότερης Κρίσης με κεφαλαίο «Κ» συνειδητοποιώντας την έλλειψη
σταθεροποίησης στην τρέχουσα δυναμική του κεφαλαίου. Θα μπορούσαμε να
πάρουμε πολλά παραδείγματα: το τέλος των συνασπισμών δεν έχει οδηγήσει σε μια
νέα παγκόσμια τάξη, αλλά σε μια κατάσταση ενότητας πολέμου-ειρήνης που γίνεται ακόμα
πιο ασταθής από την «τρομοκρατία». Η παγκοσμιοποίηση επιβάλλεται την ίδια
στιγμή που η εθνική κυριαρχία (sovereignism) αναπτύσσεται και πάλι. Οι
οικονομικές ανακάμψεις είναι σύντομες και αντικρούονται από φάσεις ύφεσης, επίσης
σύντομες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι όλο και πιο ισχυρές, αλλά
απασχολούν όλο και λιγότερο προσωπικό. Οι φυσικές συνθήκες εργασίας έχουν
βελτιωθεί σε βάρος των ψυχολογικών συνθηκών. Η μείωση του κάθετου
καταμερισμού εργασίας προς πιο οριζόντιες καταστάσεις δεν απάλειψε τις
ιεραρχίες, τις ανισότητες και την καταναγκαστική εργασία. Η πόλη
αντικρούεται από το αστικό, η εξοχή από τις προαστιοποιούμενες περιοχές. Η
αποτοπικοποιήση που παράγεται από το κεφάλαιο και την αποδόμηση των παλαιών εντάξεων
παρήγαγε ένα πόλεμο ταυτοτήτων, κ.λπ.
5 Θα υπήρχε πραγματικά Κρίση, αν οι τάσεις
αυτές συνέκλιναν στην καταστροφή του «συστήματος» ή σε ένα κίνημα άρνησης και
μια έντονη αμφισβήτηση, όπως συνέβη στον κύκλο των προλεταριακών αγώνων 1960 με
1970, αλλά ακριβώς, αυτός ο κύκλος των αγώνων αντιστοιχούσε σ’ ένα κύκλο ανάπτυξης
και οι αγώνες είχαν συμμετάσχει σε μεγάλο βαθμό στην «αποκάλυψη» μιας πιθανής περατότητας
του καπιταλισμού από την θέση του σε κρίση. Θα επανέλθω.
6Αυτό απέχει πολύ από την σημερινή
περίπτωση, όταν βλέπουμε ότι υποχρεούνται οι ίδιοι οι πολιτικοί που θέτουν
υποψηφιότητα να λένε ότι είναι «αντι-συστημικοί», ενώ τα άτομα, ακόμα και στις
συγκρούσεις που ξεσπούν εδώ και εκεί, δεν θέτουν το ζήτημα με αυτούς τους
όρους, εκτός αν δίνουν προσοχή στις σειρήνες του Εθνικού Μετώπου και άλλα «λαϊκιστικά»
κόμματα. Πράγματι, η ήττα του παλιού κύκλου αγώνων και η επανάσταση του
κεφαλαίου που ακολούθησε κατέστησε αδύνατο να διατυπωθεί μια θέση έξω από το
σύστημα, όπως εκφράστηκε όταν παράχθηκε μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ κεφαλαίου
και εργασίας στον παλιό κύκλο αγώνα. Όχι ότι οι εργάτες ήταν τότε εκτός
συστήματος αφού η σχέση κεφαλαίου / εργασίας είναι μια σχέση αλληλεξάρτησης,
αλλά επειδή υπήρχαν ακόμα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία που έκαναν
να φαίνεται ότι δύο κόσμοι συγκρούονταν. Αλλά σήμερα, αν βάλουμε στην άκρη
το θέμα των προσφύγων και των πιο πρόσφατων μεταναστών, οι εκτός συστήματος δεν
είναι παρά το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, μιας βολονταριστικής στάσης εκ
μέρους ατόμων που αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το "σύστημα” (ανώτερα στελέχη
«αποχωρήσαντες» για παράδειγμα) ή πιο πολιτικά, να αποσχιστούν (βλέπε Constellations: Επαναστατικές τροχιές στις αρχές του 21 ου αιώνα , L’Éclat, 2014) και πιστεύουν ότι το πέτυχαν. Αλλά ο
αριθμός τους είναι περιορισμένος. Αυτό που μάλλον κυριαρχεί στα τρέχοντα κινήματα
αγώνα είναι η ιδέα ότι είναι το «σύστημα», το οποίο είναι εκτός κοινωνίας (βλ διάφορους citoyennismes (σ,μ, Ιδεολογίες
που θέτουν τον πολίτη στο επίκεντρο της ενίσχυσης του κράτους, ως ένας τρόπος
για την αντιμετώπιση του καπιταλισμού) και άλλους αγανακτισμένους, τον αγώνα των
Occupy, ενάντια στο 1%, την ιδέα ενός καθαρά παρασιτικού
κεφαλαίου που τρέχει από τον Negri στον Lordon και φτάνει ως τους Nuits debout).
7Αυτή είναι μια πολύ διαφορετική κατάσταση
από τις προηγούμενες ιστορικές περιόδους, όπως π.χ. της δεκαετία του 1930, όπου
ξεφύτρωναν ακόμη πολιτικές προοπτικές, όπως ο κομμουνισμός, ακόμη και στην
σοβιετοποιημένη και σταλινική εκδοχή του, η κριτική του κοινοβουλευτισμού,
ακόμη και στην φασιστική εκδοχή της, μια οικονομική κρίση μεγάλης κλίμακας που πολλοί
πίστευαν ότι θα είναι τελική, γιατί δεν υπήρχε λόγος να υπερβάλλουν για να
γίνει πιο ορατή. Ήταν αρκετό να βγει κανείς έξω στο δρόμο για να τον
χτυπήσει στο πρόσωπο. Επομένως, ήταν απολύτως λογικό ότι οι αναλύσεις
λειτουργούσαν με όρους τελικής κρίσης ή κατάρρευσης ή παρακμής βασιζόμενες σε
μακροπρόθεσμα σημεία αναφοράς όπως οι κύκλοι διαρκείας (Kondratiev, Schumpeter)
με τις φάσεις ανάκαμψης και επιβράδυνσής τους ή με όρους γενικών τάσεων
χαρακτηριστικών της λειτουργίας του καπιταλισμού (πτωτική τάση του ποσοστού
κέρδους, εξάντληση των αγορών και κρίση υπερσυσσώρευσης [υπερπαραγωγής] ή
υπο-κατανάλωσης).
8Οι δεύτερες, πιο θεωρητικές και κριτικές
θα μπορούσαν άλλωστε να στηριχθούν στις πρώτες τις πιο «τεχνικές». Το γεγονός ότι αυτή η
κρίση της δεκαετίας του 1930 δεν αποδείχθηκε ότι είναι τελική, αλλά την ίδια
στιγμή δεν επιλύθηκε οριστικά με τον πόλεμο και την ανοικοδόμηση, τελικά θα
«παγώσει» όλες τις θεωρίες της κρίσης, συμπεριλαμβανομένων των μαρξιστικών
θεωριών, ακόμη και αν αυτές προσπάθησαν να παλέψουν τις κεϋνσιανές καινοτομίες
(βλέπε Paul Mattick) για να κατανοήσουν τη νέα δυναμική του κεφαλαίου και την ανάπτυξη
μακροχρόνιας περιόδου «Τριάντα ένδοξα χρόνια» βασισμένη στον τρόπο ρύθμισης του
φορντισμού.
9Είναι η ίδια έννοια της κρίσης που φάνηκε
να έχει εξαφανιστεί μέσα από τη διαχείριση των κοινωνικών και οικονομικών
παρεμβάσεων του κράτους, τον ρόλο των συνδικάτων (οι «κοινωνικοί εταίροι») και τις
πολιτικές συμφωνίες (καρτέλ) των μεγάλων εταιρειών στο πλαίσιο ενός
ολιγοπωλιακού ανταγωνισμού. Ειδικά σε θεωρητικό επίπεδο και από «το δικό
μας στρατόπεδο» οι θεωρίες τόνισαν νέες πτυχές της δυναμικής του κεφαλαίου
(Καστοριάδης και Souyri) που συγκρούστηκαν με τις παλαιότερες ιστορικές
αναλύσεις των ιστορικών αριστερών κομμουνιστών από την άποψη της παρακμής ή της
κατάρρευσης 2 , ακόμη
και αν αυτοί οι συγγραφείς-ακτιβιστές δεν παρέλειψαν να επισημάνουν τις
ανισορροπίες που μπορεί να προκύψουν από αυτή τη δυναμική που θα θεωρητικοποιηθεί
από εμάς αργότερα ως «επανάσταση του κεφαλαίου» (2007).
Θεση σε κρίση
10Στη δεκαετία του 1970, αυτή η περίοδος
της ανάπτυξης υπονομεύεται από την εξάντληση των θετικών επιδράσεων αυτού του τρόπου
ρύθμισης από τη μία πλευρά και από την πρόκληση της κρίσης του καπιταλισμού από
την άλλη, μέσα από τους αγώνες των OS (ανειδίκευτων εργατών) και τις πρακτικές
άρνησης της εργασίας στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες, αν και με διαφορετικούς
βαθμούς έντασης. Ο Ιταλικός Εργατισμός με όλα τα χαρακτηριστικά του και
τα όριά του, φαίνεται επίσης να εκφράζει καλύτερα αυτή την σύμπτωση μεταξύ των
δύο διακριτών στην αρχή διαδικασιών, αρχικά αφενός αυτής που αποκαλείται κρίση
του κρατικού σχεδιασμού, αφετέρου της ανυποταξίας των εργαζομένων ενάντια στην
εργασία, οι οποίες όμως θα συγκλίνουν γρήγορα σε αυτήν την επιτάχυνση της
ιστορίας που συμβαίνει αυτή τη στιγμή.
11Η κρίση μπορεί στη συνέχεια να
εντοπιστεί από κάποιους στο οικονομικό επίπεδο (μείωση της παραγωγικότητας, εξάντληση
της πρώτης φάσης κατανάλωσης λένε οι υποστηριχτές της ρύθμισης, πληθωριστική
ανάπτυξη λένε άλλοι, μείωση του μεριδίου των κερδών στην προστιθέμενη αξία οι
τελευταίοι), ήταν αρχικά ένα πεδίο μάχης στο οποίο διάφορες δυνάμεις
συγκρούστηκαν, κεντρικά καπιταλιστές και εργάτες, αλλά και τα διάφορα κλάσματα
του κεφαλαίου (MIT, το κλαμπ της Ρώμης και της μηδενικής ανάπτυξης ενάντια στον
παραγωγισμό, μοντερνιστές της εμπλουτισμένης και «αυτόνομης» εργασίας των
«ανθρώπινων πόρων» εναντίον των παραδοσιακών των περιορισμένων καθηκόντων, οι
υποστηρικτές μιας ανάκαμψης της ζήτησης ενάντια στους υποστηρικτές της
ανάκαμψης από την προσφορά) και τα διάφορα κλάσματα της εργατικής τάξης μεταξύ
τους, (OS, προλεταριακή νεολαία και οι φοιτητές σύμμαχοί τους εναντίον των
συνδικάτων και του κράτους) εκ των οποίων οι πρώτοι έθεσαν ήδη ερωτήματα που θα
ήταν εκείνα της επόμενης περιόδου.
12Πάνω σ’ αυτά τα ερείπια ( «Ο
καπιταλισμός είναι ένα νεκροταφείο των εταιρειών κάτω από το φεγγάρι» λένε οι
Ιάπωνες, ο Schumpeter μιλάει εν τω μεταξύ για «δημιουργική καταστροφή»), οι
νικητές προσπάθησαν να αναδιαρθρώσουν τις επιχειρήσεις και να βρουν ένα νέο
πλαίσιο συσσώρευσης και κυριαρχίας, αλλά λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τους τι είχε
συμβεί, αυτό που τους είχε «κάψει την γούνα» (την εξουσία)».
13Αυτό που αποκαλείται διαλεκτική της
ταξικής πάλης λήγει στο τέλος της δεκαετίας του 1970 (αντεπαναστατική ανατροπή στην
Πορτογαλία και στην συνέχεια στην Πολωνία, καταστολή στη Χιλή και την
Ιταλία). Οι αγώνες στη γαλλική βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα και στα αγγλικά
ορυχεία δεν είναι πλέον παρά νησίδες αντίστασης σε σύνδεση με τον προηγούμενο
κύκλο, αλλά σε ένα δύσκολο διεθνές περιβάλλον και με τον συσχετισμό δυνάμεων να
έχει αντιστραφεί. Αλλά παρ’ όλα αυτά παρήγαγε αποτελέσματα στο βαθμό που η
αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, τους έλαβε υπόψη για να παράγει τις ακόλουθες
αλυσίδες: αύξηση της αγοραστικής δύναμης / δεύτερη φάση της καταναλωτικής
κοινωνίας, πιστωτική επέκταση / παρακμή του κοινωνικού κράτους 3 , εργατικά
φρούρια / « το μικρό είναι όμορφο » και ελαστική
παραγωγή, σχέδια πρόωρης συνταξιοδότησης / απολύσεις προσωπικού, Φορντισμός
/ Τογιοταϊσμός, γραφειοκρατία / αυτονομία, ακαμψία / ρευστότητα, αγώνες
ανειδίκευτων / ρομποτοποίηση και υποκατάστασης της εργασίας από το κεφάλαιο, εργασιακή
ευελιξία (κοπάνες και turn over) / εργοδοτική ευελιξία, εργατική δύναμη / ανθρώπινοι πόροι, κατηγοριοποίηση
/ δεξιότητα, εργασία / απασχόληση, διεθνισμός των αγώνων /
παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, βιομηχανία / υπηρεσίες, συσσώρευση /
κεφαλαιοποίηση, Έθνος-κράτος / κράτος δίκτυο.
14Η αναδιάρθρωση ως εκ τούτου, δεν ήταν
μόνο η αποκατάσταση της κερδοφορίας των εταιρειών, αλλά και επιδίωξη επίλυσης
των ταξικών ανταγωνισμών χαρακτηριστικών του φορντισμού που έληγε. Αντιμετωπίζοντας
την «καλλιτεχνική» και «κοινωνική» κριτική 4 τα
πάντα άλλαξαν στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και της κοινωνίας «έτσι ώστε
τίποτα να μην αλλάξει», όπως λέει και η παροιμία του βαρόνου της Λαμπεντούζας.
Ενας καπιταλισμος που λειτουργει «α λα κριση»
15Ωστόσο, αυτό δεν οδήγησε σε μια νέα
μορφή ρύθμισης ή ακόμη και ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, δεδομένου ότι είναι η βραχυπρόθεσμη
προσέγγιση που φαίνεται να επικρατεί στις παγκόσμια νεοφιλελεύθερες τιμολογιακές
πολιτικές που βρίσκονται σε εφαρμογή. Μια οπτική βραχυπρόθεσμης προσέγγισης
σε τέλεια αντιστοιχία με την απουσία ορατότητας ενός νέου μακρύ κύκλου τύπου
Kondratieff, η ανάκαμψη του οποίου θα έπρεπε να ξεκινά κάποια στιγμή στη
δεκαετία του 1990. Μια οπτική σε φάση επίσης με ερωτήματα σχετικά με την
ικανότητα των ΤΠΕ να παίξουν το σημαντικό καινοτόμο ρόλο ενός μακρύ κύκλου, συνθήκη
που θεωρείται απαραίτητη από τον Schumpeter για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη 5 . Δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι πολιτικές προσήλωσης στη βραχυπρόθεσμη
προσέγγιση δεν επιτρέπουν την υπομονετική έρευνα ειδικά όταν γνωρίζουμε ότι
στις ΗΠΑ, είναι οι στοιχειώδεις καινοτομίες (που αφορούν τη βελτίωση των
παλαιών καινοτομιών, όπως στις τεχνικές πληροφοριών) που συμμετέχουν στο 77%
της αύξησης της παραγωγικότητας, έναντι 23% των πρωτοποριακών καινοτομιών. Παρ
'όλα αυτά, το τελευταίο διάστημα γνωρίζει μια απότομη αύξηση του αριθμού των
διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που κατατίθενται.
16Το να πούμε ότι ο καπιταλισμός
λειτουργεί α λα κρίση δεν καταργεί τη δυναμική του κεφαλαίου, εντελώς το
αντίθετο. Είναι μόνο η μαρξιστική ορθοδοξία της κριτικής της πολιτικής
οικονομίας που διατηρεί την ιδέα ότι ακόμα και αν μπορούμε να σχεδιάσουμε μια
δυναμική του κεφαλαίου ακόμα σε λειτουργία σήμερα, αυτή θα εξακολουθεί να παράγει
κάθε φορά ένα υψηλότερο επίπεδο αντίφασης. Ένας άλλος τρόπος για να πούμε
ότι κάθε κρίση μας φέρνει πιο κοντά στην τελική κρίση. Αλλά πρώτα απ όλα, για
ποιες αντιφάσεις μιλάμε; Αυτή μεταξύ ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων
και στενότητας των σχέσεων παραγωγής; Όμως γνωρίζουμε ότι αυτές οι
δυνάμεις κοινωνικοποιούνται όλο και πιο πολύ και ότι δεν είναι το ζήτημα του
ιδιωτικού ή όχι χαρακτήρα που είναι κεντρικό. Αυτή μεταξύ χρηματοοικονομικών
και «πραγματικής οικονομίας»; αλλά αυτή δεν είναι μια αντίφαση (βλέπε παρακάτω ).
Αυτή που οδηγεί στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει; Δεδομένου ότι
διαψεύδεται, το να το πιστεύουν κάποιοι ανάγεται στα ζητήματα της
πίστης. Περισσότερα από 150 χρόνια πίστης, είναι η πίστη του αφελούς! Αν
μας έχουν αποδείξει ήδη ότι υπάρχει μείωση του ποσοστού κέρδους θα το δούμε
μετά. Δεν αξίζει εμπαιγμός των καπιταλιστών, επειδή δεν λαμβάνουν υπόψη την
ανεπαρκή υπεραξία όταν οι μαρξιστές δεν είναι σε θέση να την αξιολογήσουν διαφορετικά
παρά μόνο από συγκεντρωτικά στοιχεία που δεν εξηγούν τίποτα, κάνοντάς το
ελάχιστα καλύτερα από ό, τι οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ που παραδέχονται, οι
ίδιοι πιο μετριοπαθείς, ότι δεν μπορούν πραγματικά να υπολογίσουν την
παραγωγικότητα σε μικροοικονομικό επίπεδο και δεν το κάνουν παρά προσεγγιστικά σε
μακροοικονομικό επίπεδο 6 .
17Η «ανωτερότητα» του καπιταλισμού σε σχέση
με τον αναλυτή (είτε μαρξιστή είτε «θεωρητικού της αξίας» είτε «ειδικού»)
παραμένει πρακτικά στην ικανότητά του να προωθεί την καινοτομία και το κέρδος
σε μικροοικονομικό επίπεδο και να πραγματοποιεί την κεφαλαιοποίηση σε
μακροοικονομικό επίπεδο. Όσο για την «ανωτερότητα» των εργαζομένων και των
προλετάριων, έζησε μέχρι σήμερα στην ικανότητά τους να θέτουν σε κρίση τον
καπιταλισμό, γεγονός που δεν είναι το ίδιο με το να δείξουν την πιθανότητά της
ή να περιμένουν την έλευσή της. Μια δυνατότητα που, δυστυχώς, μειώθηκε στο
τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα.
18Αν θέλουμε να συνεχίσουμε να μιλάμε με
όρους κρίσης, θα πρέπει να διαχωριστεί η «κρίση» από την παλιά προοπτική της
παρακμής του καπιταλισμού ή της κατάρρευσής του (της «Τελικής Κρίσης») και
γενικότερα από μια προοπτική καταστροφισμού. Διαβάστε, για παράδειγμα, τα
τελευταία του Loren Goldner που έχει συμβάλει επίσης στο
τεύχος n o 15 Temps critiques στο πλαίσιο της συζήτησης γύρω από την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου,
αλλά του οποίου την προσέγγιση της κρίσης θεωρούμε απαράδεκτη: "αλλά για
όσους από εμάς έζησαν τα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του '60 και στις
αρχές της δεκαετίας του '70, τις τρεισήμισι δεκαετίες μακράς αποδυνάμωσης του
παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, πριν από την κατάρρευση του 2008, εμφανίζεται
ως μια από τις μεγαλύτερες και πιο παράξενες ιστορικές περιόδους από την
εμφάνιση του κομμουνιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1840 7 .
" Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι περίεργη αν εκφραστεί έτσι, καθώς
φαίνεται ότι δεν υπήρξε καμία τεχνολογική επανάσταση με τις ΤΠΕ και την
ανάπτυξη της βιο και νανο τεχνολογίας ή αναδιάρθρωση των καπιταλιστικών
επιχειρήσεων. Και ποια είναι αυτή η κατάρρευση για την οποία μας μιλάει ο Loren Goldner; Από την μια τα κράτη έχουν πάρει σε μεγάλο βαθμό το πάνω χέρι
καθαρίζοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα και λαμβάνοντας βεβαίως μέτρα διάσωσης (« Too big to fall »), αλλά και τον έλεγχο των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων
των ΗΠΑ (διαχωρισμός επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και καταθέσεων, περιορισμός
των δραστηριοτήτων σε ίδιους λογαριασμούς, κλπ) και την προώθηση της αυξημένης
παρέμβασης της κεντρικής τράπεζας, ενώ από την άλλη πλευρά, οι μεγάλες εταιρείες
είδαν τα ποσοστά κέρδους τους στα ύψη, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο μιας
«περιοριζόμενης αναπαραγωγής 8 », η
οποίο προχωρά περισσότερο από την κεφαλαιοποίηση και τις συγχωνεύσεις /
εξαγορές παρά με την συσσώρευση 9 . έτσι
ώστε οι ίδιοι που ανακοινώνουν αύξηση των ποσοστών κέρδους ανακοινώνουν επίσης
μια μείωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου (άλλη μια αντίφαση που συνεχίζει να
ανεβαίνει σε υψηλότερο επίπεδο!)
19Τις περισσότερες φορές, αυτή η θέση του
καταστροφισμού που εκφράζεται με την ιδέα ότι «το μόνο όριο του κεφαλαίου είναι
το ίδιο το κεφάλαιο 10 ». Μια
διατύπωση που χρησιμοποιείται από τον Μαρξ, συνοδευόμενη από την ιδέα ενός
ντετερμινισμού του «συστήματος», λόγω της δομής του «αυτόματο κεφαλαίου», εμείς
απλά θα αναφερθούμε στον αποκλεισμό οποιασδήποτε ιδέας υπέρβασης. Σε αυτή
την υπόθεση, ο καπιταλισμός δεν νοείται πλέον ως παραγωγή μιας κοινωνικής σχέσης
μεταξύ ανταγωνιστικών δυνάμεων.
20Έτσι, o François Chesnais (βλέπε σημείωση
10) δεν αρνείται την ιδέα της εσωτερικής αντίφασης, αλλά δεν φαίνεται πλέον να
«πιστεύει» αρκετά ότι μπορούμε ακόμα να υπολογίζουμε σ’ αυτή. Χρειάζεται κατά
κάποιο τρόπο μια επιπλέον κρίση. Είναι η αντίστροφη συμπληρωματική εκείνης
του Robert Kurz 11 . Για
τον Chesnais, η εξωτερική αντίφαση θα μας βυθίσει σε μια άλλη διάσταση της
κρίσης, πιο θεμελιώδη. Για τον Kurz η εξωτερική αντίφαση είναι η σταγόνα
που θα ξεχειλίσει το ποτήρι πιο γρήγορα. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις
καταφεύγουν σε ένα είδος γεωπολιτικής της απροσδιόριστης ή μη διαψεύσιμης
κρίσης όπως ο Karl Popper δήλωσε για τις ιδεολογίες που λαμβάνονται ως
αλήθειες. Το ζήτημα της υπεραξίας είναι ένα καλό παράδειγμα: ο Kurz (όπως και
ο ορθόδοξος μαρξισμός) εκκινούν από την ιδέα ότι μόνο η εργατική δύναμη είναι
παραγωγός υπεραξίας ως εάν η τεχνολογική επανάσταση να μην την έχει θέσει υπό
αμφισβήτηση, ως εάν το νέο είδος μηχανής να μην καταργεί τη διαφορά μεταξύ νεκρής
και ζωντανής εργασίας, εν ολίγοις, ως εάν η μηχανή να συνέχισε να μεταδίδει
μόνο την αξία της χωρίς να την δημιουργεί εντός της νέας ρύθμισης (δείτε σχετικά
με αυτό και παρά το ότι τους ασκούμε κριτική σε άλλα σημεία τις θέσεις άλλων μαρξιστών
όπως οι Negri, Virno, Marazzi και οι μεταεργατιστές γενικά). Τι εξυπηρετεί,
λοιπόν, να μιλάμε για την «τρίτη βιομηχανική επανάσταση» από την άποψη των ΤΠΕ,
αν δεν αντιλαμβανόμαστε τη σχέση ανάμεσα στην ταχύτητα και την δημιουργία αξίας;
21Αν θέλουμε να φτάσουμε στη ρίζα του
προβλήματος επομένως, μπορούμε να πούμε ότι είναι η υπόθεση της κρίσης που
σώζει τη θεωρία, η κατάσταση μη-κρίσης δεν θεωρείται πλέον «κανονική»,
δεδομένου ότι δεν είναι κατανοητή από τη θεωρία, είτε της φθίνουσας απόδοσης είτε
της κοσμικής στασιμότητα του Ricardo είτε της πτωτικής τάσης του ποσοστού
κέρδους του Μαρξ. Καταλαβαίνουμε επομένως γιατί η πρόβλεψη, αν θέλει να
παραμείνει κριτική, μπορεί να είναι μόνο καταστροφική, επειδή στηρίζει την μόνη
πολιτική δυνατότητα ενός άλλου κόσμου από τη στιγμή που αποφασίστηκε ότι το
όριο του κεφαλαίου είναι το ίδιο το κεφάλαιο καθώς η εργασία είναι μόνο ένα συστατικό
του κεφαλαίου 12 και όχι
ένας πόλος της καπιταλιστικής κοινωνικής σχέσης που της αντιτίθεται.
Οι παραδοσιακες αναλυσεις της κρισης υπονομευονται απο
τις μεταμορφωσεις του κεφαλαιου
- Η επιστροφη της μορφης Α-Α ή η ουτοπια της
ρευστοτητας
22Από το 1973, ο Χ. Levinson, ο οποίος ανέλυσε
τις πολυεθνικές εταιρείες (FMN), δήλωσε: «Το κεφάλαιο
δεν είναι πλέον ένας παράγοντας της παραγωγής, είναι η παραγωγή η οποία
αποτελεί ένα παράγοντα του κεφαλαίου». Με άλλα λόγια, η μορφή Χ-Χ’ «»
είναι η καθαρή μορφή του κεφαλαίου, αλλά και η πρώτη του μορφή 13 , αυτή
στην οποία προσπαθεί πάντα να επιστρέψει ακόμα και αν μερικές φορές δανείζεται τις
μορφές Ε-Χ-Ε ή Χ-Ε-Χ’ «(βλ Braudel και η ιστορία του καπιταλισμού) για να αυξήσει
την κεφαλαιοποίηση.
23Είναι η μορφή Χ-Χ’ «που αντιπροσωπεύει
καλύτερα την αδιαφοροποίητη εξουσία του κεφαλαίου και ως εκ τούτου μπορεί να
εξασφαλίσει καλύτερα μια ενότητα των διαφόρων κλασμάτων του, τόσο στο πλαίσιο
της χρηματοδότησης της καινοτομίας, όσο και στην λειτουργία του Χρηματιστηρίου
ή στην ανάπτυξη συγκεντρώσεων από την τρέχουσα κυρίαρχη μορφή των συγχωνεύσεων
/ εξαγορών 14 σημάδι
μιας επικράτησης της κεφαλαιοποίησης πάνω στην συσσώρευση, της ρευστότητας πάνω στην ακαμψία.
24Ένα από τα χαρακτηριστικά του
καπιταλισμού είναι η συνεχής ανακύκλωση του χρήματος στην κυκλοφορία και όχι στην
παραγωγή των προϊόντων που δεν είναι παρά μια έμμεση μορφή και η σημασία της
οποίας ποικίλλει ιστορικά. Δεν υπάρχει εδώ κανένας «ανεστραμμένος καπιταλισμός»,
όπως ισχυρίζονται οι Lohoff και Trenkle στο βιβλίο τους Η μεγάλη απαξίωση.
25 Στον τύπο Χ-Χ’ το «κεφάλαιο τείνει προς
την αυτοπροϋπόθεση, προς την ουτοπία του κατά κάποιο τρόπο. Η αύξηση των
ορίων είναι ο στόχος του πλασματικού κεφαλαίου. Έτσι, υπάρχει ρίσκο εκ
φύσεως. Η πίστωση είναι το εικονικό χρήμα, αλλά συχνά έχει άμεση επίδραση
στην οικονομία, στα ποσοστά ανάπτυξης, στην απασχόληση. Η πίστωση
συμβολίζει τη δύναμη του αναμενόμενου μέλλοντος στο παρόν. Αυτή είναι μια
στιγμή που δεν θα μπορούσε να είναι πιο αληθινή που δημιουργεί αξία προϋποθέτοντάς
την.
26Το κεφάλαιο γίνεται ολότητα χάρη στην
χρηματοπιστωτική αγορά, όπου συνδυάζει, την υπόσταση και το άυλο. Για
παράδειγμα, η εταιρεία μέσα από το μετασχηματισμό της σε εταιρεία χαρτοφυλακίου
είναι ταυτόχρονα αξία παραγωγικού κεφαλαίου και χρηματοοικονομικών περιουσιακών
στοιχείων, μετοχών (περιουσιακά στοιχεία παγίου κεφαλαίου και ανθρώπινων πόρων)
και ροών (πωλήσεις και επαναγορές μετοχών, εξαγορές, μετεγκαταστάσεις, δικτύωση
των υποδομών, άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό, περιστασιακά εργαζόμενοι).
- πλασματικο κεφαλαιο, αυτη η παρεξηγηση
27Πρέπει να διευκρινιστεί η έννοια του
πλασματικού κεφαλαίου.
28Είμαστε ήδη λίγοι που την χρησιμοποιούμε
(la Wertkritik, F. Chesnais, Loren Goldner, Temps critiques και J. Camatte), αλλά επιπλέον διαχωριζόμαστε
σε εκείνους που την μειώνουν σχεδόν στα κερδοσκοπικά κεφάλαια ή στην πίστωση,
αλλά με μια οπτική αντιχρηματιστηριακή και ηθική (Jappe) ακόμα κι αν το λένε μερικές
φορές παραγωγικό (όταν δεν είναι «ακάλυπτο»: Lohoff, Trenkle, Kurz), από
εκείνους που όπως ο F. Chesnais 15 που το
παρουσιάζουν ως τον ελλείποντα κρίκο που θα εξασφαλίσει την ενότητα μεταξύ του
κόσμου της συσσώρευσης και του κόσμου της κυκλοφορίας (η «αποσύνδεση» που
πετάχτηκε έξω από την πόρτα επιστρέφει από το παράθυρο), δημιουργώντας τεχνητά [!!!,
NDLR] ευκαιρίες, εκείνους που, όπως ο Goldner 16 (και επίσης
ο Lohoff-Trenkle) συνδέουν πλασματικό κεφάλαιο και απαξίωση μέσω μιας
διπλής μυστηριώδους κίνησης του αποπληθωρισμού / πληθωρισμού και, τέλος, εκείνους
όπως το Temps critiques και ο Camatte το θεωρούν ένα σημαντικό
παράγοντα της δυναμικής του κεφαλαίου και της διαδικασίας ολοποίησής του που
τείνει ακριβώς προς την ενότητα παραγωγής / κυκλοφορίας.
29Ένα παράδειγμα αυτής της σύγχυσης
εμφανίζεται καλά στην κατανόηση των μερισμάτων από πολλούς μαρξιστές για
παράδειγμα από τον F. Chesnais ο οποίος έχει μια ιδιαίτερα περιοριστική
προσέγγιση. Γι 'αυτόν το μέρισμα πληρώνει την μετοχή ως εάν η πλειοψηφία
των μετόχων να ήταν ακόμα μικρομέτοχοι οι οποίοι τοποθετούν τα χρήματά τους για
να βελτιώσουν την καθημερινότητα. Αλλά ο αριθμός των μικρομετόχων στη
Γαλλία και τη Γερμανία είναι μάλλον σε πτώση και κυρίως το μερίδιό τους στο
σύνολο των μετοχών έχει μειωθεί σε μια στάλα προς όφελος των μεγαλομετόχων που
είναι ασφαλιστικές εταιρείες, τράπεζες, άλλες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της
διασταυρωμένης συμμετοχής, για να μην αναφέρουμε τη διαδικασία που βλέπει τις
μεγάλες εταιρείες να αγοράζουν πλέον τις ίδιες μετοχές που εκδίδονται κατά τα
τελευταία χρόνια. Όσο για τη Γαλλία, για παράδειγμα, η Caisse des Dépôts et Consignations είναι ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους και είναι δύσκολο να την
κατηγορήσει κανείς για την μη επανεπένδυση των μερισμάτων αυτών, δεδομένου ότι αυτή
ήταν σχεδόν η πρωταρχική λειτουργία της. Το πλασματικό κεφάλαιο δεν είναι επομένως
μια ανάμνηση ενός παλαιού κεφαλαίου, όπως έγραψε ο Chesnais, είναι επίσης
πρόβλεψη ενός νέου ακόμα και αν στην μεταβατική φάση του μπορεί να ονομαστεί πλασματικό.
30Όσον αφορά το ύψος των μερισμάτων που
καταβάλλονται, συνδέονται στην πραγματικότητα με την οικονομική παγκοσμιοποίηση
που αυξάνει την διακύμανση και την νομαδικότητα των κεφαλαίων που αναζητούν να
επενδυθούν. Επομένως, είναι απαραίτητο για κάθε εταιρεία ή χώρα να
προσελκύσει τα κεφάλαια αυτά, ιδίως όταν, για διάφορους λόγους, δεν αποτελούν
προφανή προορισμό (πρέπει επομένως να ενθαρρύνουν) ή όταν η ίδια η διάρθρωση του
κεφαλαίου μιας χώρας είναι τέτοια ώστε υπάρχει ανεπάρκεια κεφαλαίων. Έτσι
στην Γαλλία δεν υπάρχουν γαλλικά ασφαλιστικά ταμεία για διαφορετικούς λόγους δεδομένου
ότι το κράτος τους αντιτίθεται και θα πρέπει επομένως να προσελκύσει ξένα
κεφάλαια και γι 'αυτό τους χορηγεί πρόσθετη πληρωμή. Είναι τόσο θλιβερό να
βλέπουμε κάποιους ειδικούς στην καταγγελία των χρηματοοικονομικών να κραυγάζουν
ενάντια τόσο στα συνταξιοδοτικά ταμεία όσο και στα υψηλού επιπέδου μερίσματα!
31Η χρηματοδότηση της καινοτομίας και
ιδιαίτερα των ΝΤΠΕ από αυτό το πλασματικό κεφάλαιο δεν αντιστοιχεί σε ένα
συγκεκριμένο συμφέρον ενός τμήματος του κεφαλαίου, ούτε ακόμη και κυρίως ένα
δημόσιο συμφέρον ομολογουμένως προφανές, αλλά μετέχει επίσης της ίδιας της
κίνησης της παγκοσμιοποίησης και της «προτίμησής της για ρευστότητα» (πάντα η
ουτοπία της μορφής Χ-Χ’).
32Οι περισσότεροι μαρξιστές θεωρούν το
πλασματικό κεφάλαιο ως προ-κυκλικό παράγοντα (δηλαδή, ότι ενισχύσει πάντα την
κυκλική τάση, είτε πληθωριστική είτε αποπληθωριστική), ενώ, όπως ο Keynes
έδειξε, το πλασματικό κεφάλαιο είναι αντικυκλικό ακριβώς επειδή τα χρήματα δεν
είναι ένα απλό πέπλο που ρίχνεται πάνω στην «πραγματική οικονομία» ή ένα
τεχνικό μέσο για τη διευκόλυνση του εμπορίου, αλλά ένας θεμελιώδης οικονομικός
παράγοντας. Είναι ένας δομικός παράγοντας της δυναμικής, ήδη από τις απαρχές
του κεφαλαίου. Και σήμερα εξακολουθεί να είναι αυτό που συμβαίνει με τη
χρηματοδότηση της καινοτομίας και ιδιαίτερα των ΝΤΠΕ από το πλασματικό κεφάλαιο. Συμμετέχει
επίσης και στην κίνηση της παγκοσμιοποίησης και όχι της «αποσύνδεσης», και σε
αντίθεση με ό, τι είπε ο Kurz, δεν έχει ιδιαίτερα πληθωριστικό χαρακτήρα. Πράγματι,
πολλοί συγγραφείς και για παράδειγμα εκείνοι του Wertkritik συγχέουν
την πιστωτική επέκταση και την αύξηση της μάζας της διεθνούς ρευστότητας λόγω
πετροδολαρίων επομένως συγχέουν δύο περιόδους που αντιστοιχούν σε δύο
διαφορετικές πολιτικές που απλά τονίζουν τον αντικυκλικό ρόλο του πλασματικού
κεφαλαίου, ρόλο που ούτε ο Chesnais ούτε ο Kurz φαίνεται να κατανοούν 17 . Αλλά
σήμερα, όταν σε ένα καταθλιπτικό περιβάλλον έχουμε μια πολιτική εύκολης πίστωσης,
θα μπορούσε να είναι ακόμα περισσότερο αν προσανατολιζόταν προς ένα νέο σχέδιο
Μάρσαλ, αλλά αυτή τη φορά προς την κατεύθυνση του πράσινου καπιταλισμού, των
ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, κ.λπ. Αυτό συνεπάγεται μια συμφωνία στο
επίπεδο του υπερκαπιταλισμού κορυφής και αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
- Το χρεος που κρυβεται στις σκιες
33Δεν συνιστά επομένως ένα παράγοντα της
κρίσης από μόνη της, είτε αρέσει είτε όχι στους πολιτικούς της δεξιάς και στους
πολιτικούς ακτιβιστές της άκρας αριστεράς. Εκτός από το γεγονός ότι
διατηρεί μια οικονομική σχέση μεταξύ πιστωτή και οφειλέτη, είναι μια σχέση
εξουσίας, και στα δύο άκρα της: η πλουσιότερη χώρα (Ηνωμένες Πολιτείες) είναι
αυτή που είναι η πιο χρεωμένη (θετικά) γιατί είναι αυτή που μπορεί να συλλάβει
περισσότερο πλούτο όχι επειδή είναι η πιο χρεωμένη, φυσικά, αλλά επειδή της
αναγνωρίζουμε τη δυνατότητα να γίνει ακόμη πλουσιότερη 18 . Αντίθετα,
οι φτωχότερες χώρες όπως η Ελλάδα είναι χρεωμένες (αρνητικά) όχι λόγω της
έλλειψης πλούτου, αλλά ως ένδειξη της κακής τους «διακυβέρνησης» (της αδυναμίας
να αυξήσουν τους φόρους και της φοροδιαφυγής, των δυσανάλογων στρατιωτικών δαπανών,
της διαφθοράς). Σ’ ένα πιο γενικό πλαίσιο, είναι αυτή η αναξιοπιστία των
πιστωτικών ιδρυμάτων και γενικά της κυβερνησιμότητας που εξηγεί τη δυσκολία των
καπιταλιστών, να στηρίξουν την ανάπτυξη μέσω της πίστωσης σε φτωχές χώρες. Ο
εγγενής κίνδυνος της πίστωσης είναι όταν αυτή δεν επιφορτίζεται την στήριξη της
ανάπτυξης ή το να την προβλέψει, αλλά προορίζεται να την
αντικαταστήσει. Εξ ου και η εμφάνιση των πραγματικών συστημάτων
μικροπιστώσεων όπως στο Μπαγκλαντές.
34Κάθε σημερινή συζήτηση για το χρέος, λαμβάνει
απλά υπ’ όψη την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών, αναφέρεται σε θεωρητικό
επίπεδο, στην ιδέα, που συμμερίζονται τόσο οι μαρξιστές όσο και οι νεοκλασικοί,
σύμφωνα με την οποία το κράτους είναι αντιπαραγωγικό και τα έξοδά του βαραίνουν
τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα. Εκτός από την έλλειψη κατανόησης του
ιστορικού ρόλου του κράτους στη δημιουργία και θεσμοθέτηση του καπιταλισμού αγνοείται
επίσης ότι σήμερα χωρίς την αύξηση του δημόσιου χρέους, ολόκληρα τμήματα της οικονομίας
θα κατέρρεαν.
35Στην πράξη, η δυναμική είναι απαραίτητα
δυναμική ανισορροπίας ενώ η οικονομική θεωρία έχει κατασκευάσει πάντα τις αναλύσεις
της πάνω στην ισορροπία, ακόμη και όταν ενσωματώνει την δυνατότητα της κρίσης
(της κρίσης ως διόρθωση και αποκατάσταση της ισορροπίας) 19 . Και
είναι οι θεσμοί του κεφαλαίου που είναι υπεύθυνοι για την ισορροπία εκ των
υστέρων (βλ τον ρόλο του ΔΝΤ, την «τρόικα» και την Ελλάδα 20 ). Μια
εφημερίδα όπως η Le Monde diplomatique μας δίνει την καλύτερη
έκφραση αυτής της αιχμηρής «φύτρας» μαρξιστικής προέλευσης, που όμως μετατράπηκε
σε βουλγκάτα. Ένα παράδειγμα από τα πολλά: «Το κρουστικό κύμα της
οικονομικής κρίσης, στην Ταϊλάνδη στις 2 Ιουλίου 1997, δεν έχει ολοκληρώσει την
θανάσιμη εξάπλωσή του [...] Το ήμισυ της παγκόσμιας οικονομίας έχει πληγεί από ένα
συστημικό κίνδυνο» (Μάρτιος 1999). Στη συνέχεια τα ίδια για την κρίση του Nasdaq 21 και κατόπιν
την ιαπωνική κρίση έως εκείνη των sub-prime 22 . Ο
μόνος τρόπος να ξεπεραστούν αυτοί οι οιωνοί, είναι να πούμε ότι δεν έχουμε
ακόμη βγει από αυτή την κρίση, πράγμα που σημαίνει ότι ο όρος κρίση δεν έχει πλέον
νόημα καθώς η δυναμική είναι πιο ασταθής ( «η επανάσταση του κεφαλαίου») απ’ ότι
κατά τη διάρκεια των Τριάντα ένδοξων χρόνων και δεν υπάρχει (ακόμα;) νέος τρόπος
ρύθμισης που να αντιστοιχεί σε αυτή (δείτε «η χαοτική πορεία του κεφαλαίου», Temps critiques, no 15).
36Το χρέος έχει από την άλλη πλευρά
αναπαραγωγικές αρετές σύμφωνα με τον Brenner που τονίζει ωστόσο ότι θα υπάρξουν
μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Αυτό που ο ίδιος αποκαλεί μια «συστημική
συρρίκνωση,» αυτό που εμείς αποκαλούμε «μειούμενη αναπαραγωγή.»
37Πρέπει να αφήσουμε το αντικαπιταλιστικό
μίσος των χρημάτων, κοινό για την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά και βάση του
αντισημιτισμού και των θεωριών συνωμοσίας.
38Να εγκαταλείψουμε την χρηματιστική του
Αριστοτέλη και την οιονεί θρησκευτική ιδέα ότι το χρήμα δεν είναι πραγματικό (ή
ηθικό) ότι είναι αντιπροσωπευτικό μιας πραγματικά εκτελεσθείσας εργασίας, μια
ιδέα που υπερασπίζονται ακόμη και εκείνοι που είναι ενάντια στην εργασία!
39«Οικονομία καζίνο», «βιομηχανική Meccano
(σ.μ. συνένωση δραστηριοτήτων)», «καταναλωτισμός» είναι εκφράσεις που, αν τις
απαλλάξουμε από την υπονοούμενη ηθικολογία τους, σημαίνουν ότι οι κοινωνικές
και οικονομικές δραστηριότητες είναι ταυτόχρονα παιγνιώδεις και εξουσιαστικές
και συνεπώς δεν είναι απολύτως «ορθολογικές». Όμως το στοίχημα του
επιχειρηματία σύμφωνα με τον Σουμπέτερ, ο ιδανικός τύπος του καπιταλιστή για τον
Weber, τις κάνει πιο ορθολογικές από εκείνες των Γκέιτς, Μπάφετ, ο Zuckerberg ή
Σόρος;
Δεν υπαρχει αποσυνδεση πραγματικης οικονομιας / χρηματοοικονομικων
40Πρώτα απ 'όλα διότι δεν υπάρχει
εξωπραγματική ή εικονική οικονομία 23 . Στη
συνέχεια, και κυρίως επειδή η χρηματιστικοποίηση δεν είναι μια σχέση τεχνική,
αλλά μια σχέση εξουσίας που ανατρέπει την παλιά ισορροπία δυνάμεων μεταξύ
δανειστών και δανειζόμενων η οποία κυριάρχησε στον Φορντισμό. Το χρέος
είναι, επομένως, σίγουρα κυριαρχία, αλλά όχι κυριαρχία του μεγάλου Λεβιάθαν, είναι
κοινωνική σχέση και δεν λειτουργεί με βάση το 1% του πληθυσμού που θα την
επέβαλλε στο υπόλοιπο 99%, όπως φαίνεται να πιστεύει ο David Graeber και η
ιστορία του για τα 5.000 χρόνια του χρέους.
41Το χρέος δεν είναι από μόνο του ένα
μειονέκτημα, αλλά πιο συχνά μια στρατηγική επιλογή 24 , αν
λάβουμε υπόψη ότι δεν είναι παρά ένα άλλο όνομα της πίστωσης. Σύμφωνα με
τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, επιτρέπει μια καλύτερη κατανομή των πόρων,
όταν στηρίζεται στην αξιοπιστία των πιστωτικών ιδρυμάτων και εξηγεί την άνοδο στην
εξουσία του δυτικού κόσμου (D. North, 1973). Μια
ειδυλλιακή οπτική που αγνοεί το γεγονός ότι οι πιστώσεις στις επιχειρήσεις πάνε
περισσότερο σε μεγάλες παρά σε μικρές επιχειρήσεις, αλλά και το γεγονός ότι
ιστορικά η πίστωση έχει επίσης καθοδηγηθεί από τις πολιτικές εξουσίες όπως στην
Ευρώπη μετά το 1945 με την εθνικοποίηση των εμπορικών τραπεζών. Αυτό
συμβαίνει και πάλι σήμερα όπου οι κεντρικές τράπεζες ασκούν ενεργή και
επεκτατική νομισματική πολιτική για να αναβιώσει μια δραστηριότητα τρομοκρατημένη
από τα εμπόδια των περιοριστικών δημοσιονομικών πολιτικών, ελλείψει της δυνατότητας
να εφαρμόζουν τα παραδοσιακά μείγματα πολιτικής 25 της
περιόδου των Τριάντα ένδοξων. Η «ανεξαρτησία» τους, τις κάνει στην
πραγματικότητα τους νέους εκπρόσωπους του συλλογικού κεφαλαίου, ενώ ήταν η σχέση
εργοδότες-κράτος-συνδικάτα που την
συμβόλιζε στην προηγούμενη φάση. Η αλλαγή δεν είναι αμελητέα.
42Ομοίως, το ευρώ στη θεωρία αναφέρεται
μόνο στον εαυτό του ως αναπαράσταση της αξίας εν γένει στον δικό του χώρο στο
φόντο της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι αποτυχία της
Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ότι δεν θέλησε να είναι η βάση ενός νέου τρόπου
ρύθμισης, που ήταν μια εφικτή επιλογή στην Ευρώπη (ένας διευρυμένος και
ανακαινισμένος κεϋνσιανισμός), από καπιταλιστική σκοπιά λόγω της πολιτικής
ιστορίας (Έθνη-κράτη) ορισμένων από τα κράτη μέλη της, που ήταν εκ των
προτέρων απρόθυμα να ακολουθήσουν το βραχυπρόθεσμης προσέγγισης
αγγλοσαξονικό μοντέλο. Το αποτέλεσμα είναι ένα γερμανικό υπομοντέλο που
κυριαρχεί. Το ευρώ βρέθηκε να στηρίζεται στην παλιά τιμή του μάρκου και
στην πολιτική του σκληρού νομίσματος της Bundesbank 26 για να
έχει ακόμη ένα λόγο ως οικονομική δύναμη στο επίπεδο του υπερκαπιταλισμού
κορυφής, χωρίς να απαιτείται να γίνει μια πολιτική δύναμη. Παράπλευρες
απώλειες: αυτό οδήγησε την Ελλάδα στον στραγγαλισμό.
43Πρέπει επομένως να αποφύγουμε τις βιαστικές
γενικεύσεις, γιατί υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές μεταξύ των οικονομικών και
κοινωνικών σχηματισμών. Έτσι, οι μισθοί συνέχισαν να αυξάνονται στη
Γαλλία, οι ανισότητες 27 ήταν
πολύ περιορισμένες, το κεφάλαιο φορολογείται περισσότερο από ό,τι στις
περισσότερες άλλες καπιταλιστικές χώρες, με τίμημα σίγουρα την αύξηση της
ανεργίας. Αλλού, οι μισθοί έχουν παραμείνει στάσιμοι ή μειώθηκαν, η
ανισότητα εξερράγη, οι μεσαίες τάξεις έχουν αποσταθεροποιηθεί, οι κατώτερες
τάξεις έχουν φτωχοποιηθεί (βλέπε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο, για
παράδειγμα). Έτσι, ακόμη και αν δεν είναι ούτε ριζοσπαστική ούτε
επαναστατική, η συλλογική κοινωνική πάλη επιτρέπει τουλάχιστον την αντίσταση,
όπως δείχνει ο αγώνας στη Γαλλία κατά του προτεινόμενου νόμου El Khomri, αντίθετα
με το νόμο Hartz στη Γερμανία και τις συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας στην Αγγλία.
44Και πάνω απ' όλα, σε γενικές γραμμές, αυτό
που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι οι πραγματικοί μισθοί δεν ακολουθούν πλέον
την αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές για τη
Γερμανία.
45Ωστόσο, αυτή η μείωση των πραγματικών
μισθών αντιστοιχεί επίσης στη διαδικασία της αποουσιαστικοποίησης (inessentialisation) της δύναμης της
εργασίας στο πλαίσιο της αλυσίδας αξιοποίησης, σημείο που δεν θα αναπτυχθεί
εδώ.
- Ο νεος ρολος των «ανεξαρτητων» κεντρικων τραπεζων
46Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρέχουσες
αναλύσεις της κρίσης συνδέονται συνήθως με την κρίση του 2008, ως εάν να μην έχει
συμβεί τίποτα από τότε και η ανάπτυξη να μην έχει επανέλθει, σίγουρα σε «μειωμένη»
μορφή, ως εάν οι εταιρείες να μην έβγαζαν κέρδη, ενώ αυτά είναι πολύ υψηλά
σήμερα (βλέπε τα κέρδη των εταιρειών του CAC 40 για το 2016 που αυξήθηκαν κατά
15% για αμετάβλητο κύκλο εργασιών) και ότι είναι μάλλον η επανεπένδυσή τους που
θέτει το πρόβλημα, αλλά όχι η ανάκαμψή τους. Ομοίως, έχουν ληφθεί επίσης
μέτρα από τότε για τη ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Έτσι, σύμφωνα
με ένα άρθρο από έναν Αμερικανό οικονομολόγο στην Le Monde της
Πέμπτης 9 Μαρτίου 2017, οι τράπεζες θα εκτραπούν από το δανεισμό για την
χρηματοδότησή τους και τώρα θα ευνοούν τα κεφάλαια, ενώ πριν από το 2008 η
πρακτική αυτή αφορούσε μόνο το 2% του συνόλου. Από την άλλη πλευρά, ο
νόμος Volker για τους τραπεζικούς περιορισμούς στοχεύει να περιορίσει πράξεις στα
ίδια κεφάλαια και ως εκ τούτου να εισάγει μια διάκριση μεταξύ των επενδυτικών
τραπεζών και των εμπορικών τραπεζών όπως στην Ευρώπη. Είναι αυτά τα μέτρα
που απειλούνται από την άνοδο της ομάδας του Trump στην εξουσία.
- Υπονομευση τησ ποσοτικης θεωριας του χρηματος
(νεοφιλελευθερης προελευσης, Milton Friedman) και της κλασικης θεωριας (της μαρξιστικής)
του χρηματος ως ενα πεπλο
47Οι περισσότερες μαρξιστικές αναλύσεις
που θέλουν να έχουν ριζοσπαστική στόχευση αγνοούν τα χρήματα και ξεχνούν ότι τα
ελλείμματα είναι απαραίτητα για την οικονομική ανάπτυξη, διότι καθιστούν δυνατή
την αύξηση της ρευστότητας. Υπάρχει πράγματι μια συσχέτιση μεταξύ των δύο
αυτών στοιχείων: χωρίς αύξηση της προσφοράς χρήματος, δεν υπάρχει καμία
οικονομική ανάπτυξη. Υπάρχουν δύο πηγές νομισματικής επέκτασης: το κράτος από
την κεντρική τράπεζα και το τύπωμα χρήματος και οι τράπεζες που επιτρέπεται να
δημιουργήσουν χρήματα ως ένα απλό παιχνίδι λογιστικών εγγραφών. Αυτή η
κίνηση ωστόσο δεν είναι ελεύθερη, δεδομένου ότι υπάρχουν νομισματικά ιδρύματα
που την ρυθμίζουν. Όμως υπερβολές υπάρχουν και αναπτύσσονται, σύμφωνα με δύο
τάσεις. Από τη μία πλευρά, τα κράτη διευρύνουν τα ελλείμματα ξοδεύοντας
περισσότερα χρήματα από αυτά που θα αποκομίσουν από φόρους (αυτό ισχύει
ιδιαίτερα σήμερα με την μείωση των εσόδων λόγω της επιβράδυνσης της οικονομικής
δραστηριότητας και των φορολογικών ελαφρύνσεων) και έτσι χρεώνονται. Από
την άλλη, οι τράπεζες δανείζουν πέραν των δυνατοτήτων αποπληρωμής των
νοικοκυριών και των επιχειρήσεων επειδή έχουν πέσει στη δίνη της
παγκοσμιοποίησης που έχει απορρυθμίσει εν μέρει τον τομέα, προσφέροντάς του μεγάλες
ευκαιρίες. Αυτό αυξάνει σημαντικά την ανάληψη ρίσκου. Νέα ρυθμιστικά
μέτρα επομένως απαιτούνται. Αυτό είναι που
θα έπρεπε να είχε τεθεί σε εφαρμογή μετά το 2008 και έγινε εν μέρει: νόμος Paulson,
σχέδια διαχωρισμού επενδυτικών τραπεζών / εμπορικών τραπεζών, πολιτικές εύκολου
χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες για να αντισταθμιστεί η συρρίκνωση της
δραστηριότητες ... εν μέρει λόγω της μείωσης του χρέους και ως εκ τούτου των
πολιτικών λιτότητας, αλλά δεν ήταν επαρκής (αποτυχία του σχεδίου Πόλσον 28 ) ή
ακόμη τίθεται υπό αμφισβήτηση σήμερα από ορισμένα σχέδια της ομάδας Trump.
- Η αδυναμια καταλογισμου
48Το just in time του τογιοταϊσμού αναμιγνύει
το χρόνο παραγωγής και τον χρόνο μη παραγωγής στο πλαίσιο μια γενικής
παραγωγικής εργασίας η οποία στη συνέχεια, ενεργοποιεί τις θεωρίες της γενικής
διάνοιας. Αυτό καταστρέφει όλους τους παλιούς υπολογισμούς της
παραγωγικότητας, οι οποίοι δεν ίσχυαν εδώ και αρκετό καιρό εντασσόμενοι σ’ ένα εξατομικευμένο
εργατικό δυναμικό (Zarifian), αλλά δεν είναι πλέον μετρήσιμες από τον συνήθη
λόγο Q / TPS. Στο ίδιο πνεύμα, η συνδυαστική ανθρώπου / μηχανής των νέων
παραγωγικών διαδικασιών καθιστά τεχνητό οποιοδήποτε προσδιορισμό της
παραγωγικότητας της «εργασίας» εκτός αν πιστεύει κάποιος ότι ένας μόνο
παράγοντας στη μέση ενός πλήρως αυτοματοποιημένου εργοστασίου είναι ο μόνος
παραγωγός υπεραξίας! Αυτό το παζλ δεν είναι παρά μια αιτία αυτής της
σχεδόν θρησκευτικής πίστης σε υποθέσεις ή τάσεις που προσδιορίστηκαν από τον Μαρξ
και, στη συνέχεια, θεωρήθηκαν ως οικονομικοί νόμοι από τους οπαδούς του που
μετατράπηκαν σε οικονομολόγους. Έτσι, στο παράδειγμά μας, η ιδέα ότι μόνο
η ζωντανή εργασία και όχι η νεκρή εργασία δημιουργεί πλούτο, επειδή η δεύτερη
θα μεταδώσει μόνο 29 την αξία
της, είναι σήμερα καθαρά σουρεαλιστική (βλέπε για αυτό το βιβλίο Steve
Keen: Η οικονομική απάτη , L’atelier, 2014).
49 Το κέρδος είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό πραγματοποιούμενο
εκ των προτέρων. Παράγεται αυτό που έχει ήδη πωληθεί γεγονός που λύνει το
πρόβλημα που ονομάζεται «υλοποίηση». Δημιουργία και υλοποίηση της αξίας διπλώνονται
η μια πάνω στην άλλη. Η ενότητα Παραγωγής / Κυκλοφορίας διευκολύνεται από την
ανάπτυξη των ΤΠΕ και την ταχύτητα της ροής των πληροφοριών που προκύπτουν
- Η δυναμικη του κεφαλαιου δεν ειναι οικονομικη.
50Στόχος του είναι η «κεφαλαιοποιημένη κοινωνία»,
δηλαδή ένας βαθύς μετασχηματισμός (ανθρωπολογικός λένε μερικοί) των κοινωνικών σχέσεων
και των συμπεριφορών. Η ιδεολογική προοπτική είναι σαφής: θέλει να
μετατρέψει όλα τα άτομα σε «επιχειρηματίες του εαυτού τους» μέσω διαδικασιών
τόσο αντιφατικών όπως η εγωδιαχείρηση του ανθρώπινου δυναμικού, η ένταξη όλων στην
ιδιοκτησία (μία από τις βάσεις της «κρίσης» των ακινήτων το 2008), ubérisation (από
το όνομα της εταιρείας Uber, είναι ένα πρόσφατο φαινόμενο στον τομέα της
οικονομίας που συνίσταται στη χρήση υπηρεσιών που επιτρέπουν στους
επαγγελματίες και τους πελάτες να έρχονται σε άμεση επαφή, σχεδόν στιγμιαία,
μέσω της χρήσης νέων τεχνολογιών) των εργασιακών σχέσεων σε βάρος της μισθωτής
εργασίας, διανθρωπιστικές καινοτομίες από τις νέες επιχειρήσεις, όπως οι Gafa.
Επιχειρήσεις που κανείς δεν γνωρίζει ακόμα πώς να προσδιορίσει την ισχύ τους,
όπως φαίνεται από το παράδειγμα της Δανίας, η οποία έχει ανοίξει πρεσβεία στην
Καλιφόρνια για την αντιμετώπισή τους, αλλά οι οποίες γνωρίζουμε ήδη ότι έχουν
πραγματικά «σεντούκια για την χρηματοδότηση πολέμου» (πρβλ . πολεμική γύρω από
τη δύναμη της Apple που ξεφεύγει από τους περιορισμούς των κρατικών φόρων).
- Το παραδοξο του Solow
51Η τάση αυτή ενισχύεται από το γεγονός
ότι η σημερινή ανάπτυξη (όχι, όχι, δεν είναι μια «βλαστήμια») δεν επιτυγχάνεται
όπως πριν από μια ή περισσότερες κινητήριες καινοτομίες (Schumpeter) σε
αντίθεση με την υπόθεση που υποστηρίζουν οι μακριοί κύκλοι Kondratiev. Δεν
θα υπάρξει τρίτη βιομηχανική επανάσταση σε αντίθεση με ό, τι υποστηρίζει η
σχολή της κριτικής της αξίας. Οι νέες τεχνολογίες πληροφοριών που εμφανίζονται
δεν θεωρούνται σε κάθε περίπτωση ως τέτοιες από τους περισσότερους «ειδικούς».
52Είναι αυτή η έλλειψη που εξηγεί το
παράδοξο που σημειώνεται από τον Solow πάνω στην καθόλου προφανή σχέση μεταξύ
της ανάπτυξης των ΤΠΕ και την αύξηση της παραγωγικότητας, αν χρησιμοποιηθούν
συνήθη λογιστικά εργαλεία. Όμως, η νέα οικονομία οδηγείται από κάτι άλλο,
δηλαδή το υψηλό επίπεδο της ταχύτητας κυκλοφορίας 30 που
είναι η ίδια ένα στοιχείο αξιοποίησης με την επιπλέον δυναμική που μεταδίδει. Το
παράδοξο του Solow έχει επιλυθεί, αν αναλογιστεί κανείς ότι τα κέρδη της
παραγωγικότητας δεν αποδίδονται πλέον κυρίως στην παραγωγική διαδικασία και την
αναλογία κεφαλαίου / εργασίας, αλλά συμμετέχουν στην εξέλιξη της
επιτάχυνσης. Προκύπτει επομένως, ότι η η μη ορατότητα των κερδών της
παραγωγικότητας που οφείλεται στις ΤΠΕ είναι πραγματική μόνο σε σχέση με το
αυστηρά προσδιορισμένο παραγωγικό πλαίσιο και η ορατότητα ξαναβρίσκεται
πράγματι στις τιμές που συνολικά είναι σε πτώση.
53Στο θεωρητικό επίπεδο, είναι ένας άλλος
τρόπος για να πούμε ότι οι τιμές κυριαρχούν την αξία. Το νέο μοντέλο είναι
αποπληθωριστικό, ενώ το παλιό ήταν πληθωριστικό. Αυτό που είναι «καλό» για
τους μαρξιστές είναι ότι και στη μία περίπτωση και στην άλλη μπορούν να
συνεχίσουν να τοποθετούν την έννοια συνονθύλευμα της αξιοποίησης, με τρόπο που
να προβλέπει την μελλοντική «μεγάλη»
κρίση. 31 .
54
55- καμία θεωρία της αξίας δεν μπορεί
να εξηγήσει τον μετασχηματισμό της γνώσης και της τεχνογνωσίας σε αξία
γεγονός ενοχλητικό όταν ξέρουν το μέρος των γνώσεων που ενσωματώνονται στη
διαδικασία παραγωγής από ανάντη προς κατάντη 32 . Ένας ενδογενής
παράγοντας της ανάπτυξης, ο οποίος δεν μπορεί να αναχθεί ούτε σε πάγιο κεφάλαιο
ούτε σε ζωντανή εργασία. Αλλά αν θέλουμε να τον απομονώσουμε, για
παράδειγμα, για τον υπολογισμό της παραγωγικότητας, ελπίζοντας να λύσουμε το
παράδοξο του Solow, δηλαδή την ύπαρξη ενός μεριδίου της παραγωγικότητας που
είναι πέρα από το σταθερό κεφάλαιο και την εργασία και θέλουμε ακόμα να
μιλήσουμε με τους παλιούς όρους, έχει σίγουρα μια αξία χρήσης, αλλά καμία αξία
ανταλλαγής αναφοράς και λειτουργεί είτε με το οριακό κόστος (νεοκλασική
υπόθεση) είτε με το κόστος αναπαραγωγής (κλασικοί οικονομολόγοι + Μαρξ), το
οποία τραβά γρήγορα προς το μηδέν σταδιακά καθώς αυξάνονται η ποσότητα και η
ταχύτητα της κίνησης. Ως εκ τούτου, έχει μικρή σχέση με το αρχικό
κόστος. Εδώ βλέπουμε τον ρίσκο που πρέπει να ληφθεί για την ανάπτυξη των
starts up και την λειτουργική και παραγωγική αναγκαιότητα της
πίστωσης με τη μορφή του «κεφαλαίου-ρίσκου», που συχνά τροφοδοτείται από τα
συνταξιοδοτικά ταμεία που πρέπει να προφυλαχθούν από πιθανή παραφωνία (δείτε
την κατάρρευση των τιμών του Nasdaq) ζητώντας υψηλές αποδόσεις των
επενδύσεων 33 .
56 Ο χρηματοοικονομικός τομέας και ο τομέα
της γνώσης προσπαθούν να βρουν την άρθρωσή τους σε ένα παιχνίδι ... εξουσίας.
Μερικα ερωτηματα για το κλεισιμο
57- Είναι οι τρέχουσα δυναμική της
κεφαλαίου κατά κύριο λόγο γνωσιακή (βλέπε Νέγκρι και μεταεργατιστές) ή ρευστότητας
(βλέπε Gaël Giraud και την ιδέα ότι χωρίς την ενέργεια το κεφάλαιο είναι
ακίνητο) ... ή και τα δύο; Δύσκολο να πούμε χωρίς να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα
των ΤΠΕ στα συνολική δυναμική του καπιταλισμού είτε από την άποψη της
διαδικασίας παραγωγής και εργασίας είτε της αξιοποίησης (ο Kurz μιλά γι’ αυτό ως
«τρίτη βιομηχανική επανάσταση» χωρίς επίπτωση στην αξιοποίηση, δείτε την
πολεμική του με τον Postone), ενώ άλλοι βλέπουν αντίθετα την έλευση ενός γνωσιακού
ή κοννεξιονιστικού (connectionist) καπιταλισμού, είτε από την άποψη του
μετασχηματισμού των συμπεριφορών (ανθρωπολογική επανάσταση).
58- τα χαμηλά επιτόκια και η υπεραφθονία των
«ρευστών» κεφαλαίων επιτρέπουν επενδύσεις σε νέες μορφές ενέργειας και στην βιο
/ νανοτεχνολογία, στον πράσινο καπιταλισμό, στις εναλλακτικές μορφές ενέργειας,
δεν είναι αυτό σε αντίθεση με τις οιωνούς της εξάντλησης ή της κατάρρευσης;
59Με άλλα λόγια, είναι αυτό εφικτό στο
καπιταλιστικό πλαίσιο;
60- βρισκόμαστε σε μια μεταβατική φάση όπως
πιστεύει ο G. Arrighi (μέσω των Μπρωντέλ και Γκράμσι), για τον οποίο όλες οι
περίοδοι μετάβασης 34 από μια
ηγεμονία σε μια άλλη (π.χ. ΕΕ / Κίνας όσον αφορά την υπόθεσή του) μεταφράζεται
σε μια συρρίκνωση των μεγάλων οικονομικών δεικτών και μια χρηματοοικονομική διεύρυνση
η οποία αντιπροσωπεύει μια επαναλαμβανόμενη και μακροπρόθεσμη κίνηση;
61μπορούμε να παραμείνουμε επιφυλακτικοί
σχετικά με τη μετάβαση της ηγεμονίας που είναι αντιληπτή από τον Arrighi, αλλά
αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι τώρα είναι περισσότερο σε αρμονία με ό, τι
συμβαίνει από την παλιά μακροπρόθεσμη ανάλυση των Kondratiev - Schumpeter.
62 πώς να εξηγήσουμε τη συνύπαρξη των
τάσεων στη ροή των κεφαλαίων και ότι οι ραντιέρικες τάσεις δεν φαίνεται απλά να
συνεχίζουν, αλλά ακόμα και να αυξάνονται; Είναι λόγω της απουσίας του
πληθωρισμού; Μάλλον όχι αφού τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά ακόμη και
αρνητικά γεγονός που πάει περισσότερο προς την κατεύθυνση της «ευθανασίας των ραντιέρηδων»
αν η τάση επιβεβαιωθεί 35 . Επομένως,
ραντιέρικη λογική ή φερέγγυες αγορές ανεπαρκείς στο βαθμό που, αν δεν παράγεται
παρά μόνο το προϊόν που πουλάει, εξακολουθεί να είναι αναγκαίο η ζήτηση να
είναι φερέγγυα;
Jacques Wajnsztejn, Μάρτης 2017