Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

ΓΕΡΜΑΝΙΑ: Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΗ



Απρίλιος του 1990 , Jacques Wajnsztejn


Ο καπιταλισμός έχει κερδίσει. Ο σοσιαλισμός έχει χάσει μαζί με τη νίκη  την πρώτη ανάληψη της ευθύνης για τη διαφύλαξη του οικοσυστήματος της γης και του ανθρώπινου είδους. 
(δήλωση του Γιόσκα Φίσερ, πρώην αριστερού ηγέτη της Φρανκφούρτης που έγινε υπουργός των "πράσινων" στην Έσση)

Ιστορία της γερμανικής ταυτότητας τόσο προβληματική οσο και εμμονικη

1Η-Ost Politik του W. Brandt, οι δοκιμασίες στα Ανατολικά του Φιλελεύθερου υπουργού Εξωτερικών Γκένσερ,  συνιστούν ήδη τις προϋποθέσεις επιστροφής του «γερμανικού ζητήματος». Πρόσφατα γεγονότα όπως η άνοδος των Ρεπουμπλικανών, η κατάρρευση του Τείχους και η προοπτική της επανένωσης έχει τοποθετήσει το «πρόβλημα» του γερμανικού έθνους στο επίκεντρο.
2"Πρόβλημα" που δεν μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά από εθνική σκοπιά, είτε γερμανική είτε γαλλική... είτε πολωνική, αλλά στην ιστορική και τη διεθνή διάστασή του, η οποία δεν περιορίζεται στην συνέχεια με το Τρίτο Ράιχ (οριακά, αυτό, θα μείωνε το φαινόμενο σ’ αυτό που ο καθένας αναμένει, είτε από επιθυμία είτε από φόβο), αλλά πηγαίνει πολύ πιο πίσω στο γερμανικό παρελθόν, που συχνά είναι ελάχιστα γνωστό ή παραποιημένο στο εξωτερικό. Μπορούμε να ξεθάψουμε τουλάχιστον τρεις σημαντικές στιγμές για το ζήτημά μας:
31 - Η γερμανική αντίληψη του λαού και του έθνους που έχει επιβληθεί ενάντια στον Γκαίτε και τον Χάινε και ενάντια στον Διαφωτισμό, είναι αυτή που καθιερώθηκε από τους γερμανούς Ρομαντικούς τον  19 ο  αιώνα. Βασίζεται στον ορισμό του έθνους που έδωσε ο Φίχτε (το έθνος ορίζεται από αντικειμενικούς παράγοντες, όπως η γλώσσα και το έδαφος), που προβάλλει τις έννοιες της Volksgeist ή εθνικής εφυΐας 1 .
4Οι πραγματικά δημιουργικές δυνάμεις είναι συλλογικές και στο όνομα της κουλτούρας, δρουν όχι για να επαναφέρουν την άγνοια και τις προκαταλήψεις 2 , αλλά για να εκφράσουν αυτό που είναι η μοναδική ψυχή του λαού. Και είναι στο όνομα της κοινότητας της γλώσσας, γλώσσα που είναι το όχημα της κουλτούρας, που οι Strauss και Mommsen θα δικαιολογήσουν την προσάρτηση της Αλσατίας στη διάρκεια του πολέμου του 1870. Αυτή η πολιτική εφαρμογή της ιδεολογίας της Kiilturkampf θα ανακτηθεί και θα συστηματοποιηθεί από τον εθνικοσοσιαλισμό.
5Μετά την απομάκρυνσή της για περισσότερα από τριάντα χρόνια, αυτή η αντίληψη επανεμφανίζεται στις αναφορές στη γερμανική ταυτότητα (ειδικά στην Δ. Γερμανία ) ή στις αναφορές στις αξίες και στους μεγάλους άνδρες της ιστορίας (Βίσμαρκ, οι πρωσικές αξίες εξυψώνονται όλο και περισσότερο στην α. γερμανια ). Θα την βρείτε επίσης, πιο εντυπωσιακά σε ορισμένα τμήματα του «εναλλακτικού κινήματος», που αναδεικνύουν περιφερειακές κουλτούρες, τασσόμενα υπέρ ενός πολιτιστικού σχετικισμού και ασκώντας κριτική στον ιμπεριαλισμό του Λόγου που τίθεται στο απόλυτο, κάθε κουλτούρα έχει τη δική της αξία και δεν θα πρέπει να τις ιεραρχούν. Αλλά, γνωρίζουμε ότι αυτό το επιχείρημα του «δικαιώματος στη διαφορά» είναι, επίσης, αυτό της «Νέας Δεξιάς» και ότι το Εθνικό Μέτωπο το χρησιμοποιεί ευρέως.
62 - Το γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα, σχεδόν από την απαρχή του, απορροφάται εν μέρει από το εθνικό και δημοκρατικό κίνημα, μετά την ήττα της επανάστασης του 1848. Η εφημερίδα του Μαρξ, «Η Νέα εφημερίδα του Ρήνου," επιδιώκει να είναι το "όργανο της δημοκρατίας» και ο ίδιος ο Μαρξ θα λάβει φιλογερμανικές πολιτικές θέσεις στην σύγκρουση με τη Ρωσία το 1848, και φιλοπρωσικές στη σύγκρουση με την Γαλλία το 1870. Η ισχύς αυτών των εθνικών τάσεων στο προλεταριακό κίνημα θα αυξηθεί στην β Διεθνή και εντός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος: συμμετοχή στη σφαγή του 1914, και στην συνέχεια αντισημιτικές και εθνικιστικές θέσεις το 1919 3 . Ξαναβρίσκουμε αυτό τον εθνικισμό ή μάλλον αυτό το εθνικό στοιχείο, ακόμη και στη γερμανική επανάσταση του 1919 και στο συμβουλιακό κίνημα του Αμβούργου των Laufenberg και Wolfheim.  Αρχικά, πίστευαν ότι ήταν το καθήκον του προλεταριάτου η επίτευξη της ενότητας της Γερμανίας που η εθνική αστική τάξη δεν ήταν σε θέση να  πραγματοποιήσει. Όμως η ήττα και η οικονομική δυσπραγία που ακολουθεί την προλεταριοποίηση των νέων στρωμάτων, θα τα ενώσει με το προλεταριάτο και έτσι θα επανενώσει τις σοσιαλιστικές αξίες και τις κοινοτικές και πολιτιστικές αξίες του γερμανικού λαού 4 . Αυτή η "Εθνική Μπολσεβίκικη" τάση εξέφρασε μια συγκεχυμένη συνειδητοποίηση της διάλυσης των παλιών μεσαίων τάξεων (διάλυση που ο ναζισμός θα εμβαθύνει) και το γεγονός ότι η επανάσταση δεν θα μπορούσε να γίνει μόνο από μια ταξική θέση, με αφετηρία «οικονομικά ή κοινωνικά συμφέροντα, αλλά από το γεγονός μιας ευρύτερης κοινότητας, στηριζόμενης στην εργατική τάξη και στις λαϊκές και εθνικές αξίες. Η αμφισημία αυτής της προσέγγισης είναι καθοριστική από την σημασία που λαμβάνει, για την κριτική, η θέση σε σχέση με τις έννοιες του έθνους και του λαού. Χαράσσει μια διαχωριστική γραμμή που πρέπει να επιτρέψει την άσκηση κριτικής στις εγγενείς παρεκτροπές κάθε συγκρητισμού της σκέψης.
73 – Οι στοχαστές «της Δεξιάς», αλλά αντικαπιταλιστές, όπως ο Klages  ή ο Tönnis, επανέλαβαν έντονα στις αρχές του 20 ου αιώνα, την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνία και την κοινότητα ( Gemeinschaft und Gesellschaft) . Άσκησαν κριτική στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό ως μορφές κοινωνίας που μειώνουν τον άνθρωπο σε homo economicus,  εκκαθαρίζοντας όλες τις βαθιές σχέσεις αλληλεγγύης, όπως τις θρησκευτικές, τοπικές και εθνικές 5 .
8Αυτό που τίθεται από τις τρεις αυτές στιγμές / κινήσεις της γερμανικής σκέψης, είναι το πρόβλημα μιας χώρας που δεν γνώρισε πραγματικό αστικό κράτος και για κάποιους (τους «εθνικο-επαναστάτες»), αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να περάσουν από αυτή τη φάση, αλλά θα μπορούσαν αντίθετα να επιχειρήσουν ένα άλμα πέρα από τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Η Γερμανία έχει αναδειχθεί ως η χώρα της «μη-συγχρονικότητας» σύμφωνα με την έννοια του Ernst Bloch, δηλαδή μια κοινωνία όπου συμπλέκονται οι αρχαϊκές επιβιώσεις (πολλά προ-καπιταλιστικά συστατικά) και οι σύγχρονες αναγκαιότητες (ενσωμάτωση της εργατικής τάξης στην κοινωνία, ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών), και όλα αυτά στο πλαίσιο μιας κατάστασης που θα παραμείνει επαναστατική μέχρι το 1923.
9Είναι ο ναζισμός, που θα δώσει μια βίαιη "απάντηση" στο πρόβλημα, πραγματοποιώντας ένα πρώτο εθνικό-λαϊκό συγκρητισμό βασισμένο στο "καθολικό κράτος" (Carl Schmitt) και την γενική κινητοποίηση (Ε. Jünger) και επιτρέποντας για πρώτη φορά στη Γερμανία, μια σύμπτωση μεταξύ του κράτους και του έθνους: "Ξέρω ότι πρέπει να γίνω ένας άκαμπτος εκπαιδευτικός. Και εγώ ο ίδιος να  καταναγκαστώ σκληρά. Η αποστολή μου είναι πιο δύσκολη από ότι του Βίσμαρκ ή όσων τον ακολούθησαν. Πράγματι, θα πρέπει πρώτα να εκπαιδεύσω τον λαό πριν σκεφτώ για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το έθνος μας σήμερα »( Χίτλερ) 6 .
10Και είναι αυτή η φιγούρα του λαού που πρέπει θα ενσαρκωθεί στον εργάτη, επειδή πρέπει να αναμορφωθεί ο λαός ενσωματώνοντας αυτόν τον εργάτη ως πλήρες μέλος της λαϊκής κοινότητας (Volksgemeinschaft ) 7 . Αυτό σήμαινε αντίθετα τον αποκλεισμό των τσιγγάνων και κατά μείζονα λόγο των Εβραίων, των οποίων οι ιδιαίτερες κοινότητες έπρεπε να καταστραφούν, επιτυγχάνοντας τον τελικό αποκλεισμό.
11Αντιμέτωπος με αυτή την τεράστια επιχείρηση, η οποία εμφανίζεται εκ των υστέρων ως ταχυδακτυλουργία, ο χυδαίος μαρξισμός και ο εκπρόσωπός του, το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα ( KPD ) δεν «στάθηκαν φρουροί της ουτοπίας και του πρωτόγονου», όπως είπε ο Bloch, και είναι εξαιτίας αυτής της έλλειψης, που οι Ναζί τροφοδότησαν την αποπλάνησή τους 8 . Ο Bloch επισημαίνει επίσης ότι η διαστροφή, από τους Ναζί, των επαναστατικών συνθημάτων, έχει ένα διάσημο προηγούμενο στην ιστορία της Γερμανίας: τον Λούθηρου κατά τη διάρκεια του "Πολέμου των αγροτών"! Και ίσως από σεβασμό σ’ αυτή την «παράδοση», η Γερμανία συνέχισε να ακούει τις σειρήνες που προέβλεπαν μια ανανεωμένη χιλιετία υπό την μορφή της «χιλιετίας του Τρίτου Ράιχ». Αλλά πίσω από αυτό, δεν υπήρχε πλέον ούτε Θεός, ούτε ακόμα «ο δημοφιλής αυτοκράτορας», δεν υπήρχε παρά η Krupp και η Thyssen.
12Ο Bloch ήταν ο μόνος, εκείνη την εποχή, που κατάφερε να συλλάβει τις βάσεις της «μη-σύγχρονης επαναστατικής αντίθεσης» να διερευνήσει τα ανορθολογικά περιεχόμενά της και να προβάλει την ένωσή τους με εκείνα της "σύγχρονης επαναστατικής αντίθεσης. Η "Κληρονομιά" του δεν είναι μια κενή λέξη.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Μερικές σκέψεις και αναφορές σχετικά με τον ορθολογισμό


Μερικές σκέψεις και αναφορές σχετικά με τον ορθολογισμό, αλληλογραφία μεταξύ Jacques Wajnsztejn, Claude Helbling και Bernard Pasobrola

Την 13η του Μαΐου 2013 στις 13:24 ο Jacques WAJNSZTEJN έγραψε:
Όσον αφορά στο ζήτημα του ορθολογισμού και του ανορθολογισμού, μου φαίνεται πως είχαμε ήδη μερικές ανταλλαγές μεταξύ μας, αλλά πότε και πού; Δεν θυμάμαι πλέον. Δεν έχω χρόνο να σταθώ σ’ αυτό σε σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά αν αναφέρεστε τον Καστοριάδη σωστά, φαίνεται δύσκολο να αγνοηθεί τι λένε οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ για το θέμα αυτό (διατρέχει λίγο όλες τις εργασίες τους) αλλά και ο Μαρκούζε επίσης στις σελίδες 166-192 του One-Dimensional Man (Editions de Minuit, 1968). Όμως το πιο σημαντικό αν συνδέσουμε το ζήτημα αυτό, όχι με ό, τι ενδιαφέρον έχει ήδη ειπωθεί από μεγάλους συγγραφείς, αλλά σε σύγκριση με αυτά που λέμε εμείς, τότε δεν μου φαίνεται δυνατό να διαχωρίσουμε την ανάλυση αυτών των δύο εννοιών με το ζήτημα της ισχύος (του είδους, cf. θέμα της περατότητας και τις τελευταίες εξελίξεις στον τομέα των επιστημών της ζωής) και της εξουσίας. Αυτή μου φαίνεται μια προοπτική για να κατανοήσουμε την συνύπαρξη των δύο (ορθολογισμού και ανορθολογισμού) στις διαδικασίες. 
Στη συνέχεια, υπήρξε ιστορική συζήτηση για το ποια εκ των δύο η ισχύς ή η εξουσία ήταν εξορθολογιστής της άλλης. Έχουμε ένα παράδειγμα με τις συζητήσεις για τον ναζισμό. Για τους περισσότερους ιστορικούς το ναζιστικό καθεστώς είναι θεμελιωδώς ανορθολογικό. Δεν είναι καν για να κυριολεκτήσουμε ένα πολιτικό καθεστώς (σε αντίθεση με το σταλινικό καθεστώς), αλλά ένα εγκληματικό σύστημα που δεν αντέχει σε καμία σύγκριση. Δεν έχει, επομένως, τίποτα για να εξηγήσουμε. Απλά μπορούμε να βρούμε κοινωνικά ή πολιτικά αίτια  [1] και τα κίνητρα των πρωταγωνιστών. Ποτέ δεν εξηγείται γιατί διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν στην ημερομηνία αυτή και όχι σε άλλη, σε αυτή την περιοχή, κλπ.. Για τους «αναθεωρητές», δεν μπορεί να υπάρχει αντίθετα εντελώς ανορθολογικό σύστημα, εκείνοι που κλίνουν προς την άκρα δεξιά θα βασίσουν τον αρνητισμό τους για τα στρατόπεδα βρίσκοντας σ’ αυτά τα σπέρματα του ορθολογικού (θεραπεία για τις ψείρες, όπως ο Faurisson, για παράδειγμα) που καλύπτονται από την εβραϊκή προπαγάνδα για το Ολοκαύτωμα και όσοι προέρχονται από την υπερ-αριστερά θα εξορθολογίσουν το πράγμα με βάση τον οικονομίστικο ντετερμινισμό τους  [2] . Στην οπτική αυτή, (αν μπορούμε να το πούμε, λόγω της τύφλωσής τους!), ο αντισημιτισμός ήταν ένα προϊόν της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 σε χώρες με αδύναμη αστική τάξη, όπου η αφομοίωση των Εβραίων δεν έγινε (υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ της αντι-Ιουδαϊσμού και του αντισημιτισμού στις χώρες της Ανατολικής Καθολικής και Ορθόδοξης Ευρώπης, αλλά δεν αξίζει εξήγηση για τη Γερμανία, χώρα κατ 'εξοχήν αφομοίωσης των Εβραίων). Περιορισμένοι από την ιστορία τους στη μικρή και μεσαία αστική τάξη ή ακόμα στην φθορά των εισοδηματιών, η κρίση θα καταστρέψει τους Εβραίους (συντριπτική συγκέντρωση του μεγάλου κεφαλαίου, ευθανασία των εισοδηματιών) και θα τους καταστήσει άχρηστους. Δεδομένου ότι το κεφάλαιο έχει πνεύμα πρακτικό και λειτουργικό, τα στρατόπεδα γίνονται ένας τρόπος απομάκρυνσης των εβραίων από την κυκλοφορία ... για να συμμετάσχουν στην παραγωγή και όχι για να τους εξοντώσουν. Η Arbeit macht frei στο αέτωμα του Άουσβιτς γίνεται αντικείμενο μιας ανάγνωσης, σε πρώτο επίπεδο, που επιτρέπει την επαναφορά του οικονομικού ορθολογισμού, εκεί όπου οι άλλοι βλέπουν μόνο τον ανορθολογισμό μιας επιχείρησης εξόντωσης αυτού που εμποδίζει την πολεμική προσπάθεια.


Η 13η του Μαΐου 2013 στις 14:56 PASOBROLA Bernard έγραψε:
Για να απαντήσω στο πρώτο μέρος του μηνύματός σας, λίγες παρατηρήσεις για τον ορθολογισμό, ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, περιέχονται στο μήνυμά μου που έστειλα στις 18/12/12 (όταν διάβασα το  Avant lhistoire  του Alain Testart ), όπου ανέφερα την κριτική της έννοιας του «Aufklärung» από τον Αντόρνο και το Χορκχάιμερ στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού . . Επίσης, επέστρεψα σ’ αυτό στο μήνυμα στις 12/05/13 για τους Βέμπερ και  Καστοριάδη 

Αναπαράγω αυτά τα μηνύματα ακολούθως: 
Στις  18/12/12
"Επιτρέψτε μου να εξηγήσω με αυτόν τον τρόπο την παράξενη αίσθηση που μου προκάλεσε το Μπροστά στην ιστορία του Testart: δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τη λογιστική πτυχή της κοινωνικής εξέλιξης. Στην πραγματικότητα, παίρνει τον αντίποδα των  Makarius και του έργου τους  η προέλευση της εξωγαμίας και του τοτεμισμού  [3] . Αυτοί εξηγούν την εμφάνιση της κοινωνικής διαίρεσης από το μύθο (η εξουσία ανήκει στους παραβάτες των απαγορευμένων οι οποίοι εξυψώνονται πάνω από την κοινότητα), ενώ ο Testart, ως καλός (πρώην?) Μαρξιστής, βλέπει μόνο υλικούς παράγοντες: την μόνιμη εγκατάσταση, την αποθήκευση, την ιδιοκτησία του κεφαλαίου της γης που αντικαθιστά την ιδιοκτησία βασισμένη στην χρήση. Μια οπτική που με ενοχλεί, επειδή είναι οικονομικοκεντρική. Δεν κάνει καμία αναφορά στη μυθική διάσταση του ζητήματος. Όμως ενώ είδε την ύπαρξη μιας προ-εμπορευματικής ή μη-εμπορευματικής λογιστικής, το ρόλο των πρωτόγονων χρημάτων, κλπ., δεν περιέγραψε τη μεταβολή στην κατάσταση της εν λόγω λογιστικής την εμπορευματική εποχή. Είναι κρίμα, γιατί αυτό θα μπορούσαμε να περιμένουμε από μια ανθρωπολογική μελέτη αυτού του μεγέθους. Βασικά, γι 'αυτόν, δεν υπάρχει θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του Παλαιολιθικού κυνηγιού που θεωρεί ότι είναι μια «παραγωγή» και της παραγωγής δημητριακών στην Νεολιθική για παράδειγμα.  [4] . Δεν υπάρχει γι 'αυτόν ανταγωνισμός ανάμεσα στο μύθο και την εμπορευματική λογιστική, ούτε προοδευτική ηγεμονία στη διαδικασία του εκπολιτισμού της εμπορευματικής λογιστικής πάνω στον μύθο, ένα φαινόμενο που ζούμε, κατά τη γνώμη μου, στα τελευταία επεισόδια με την κατάρρευση των θρησκειών (ο Ισλαμισμός είναι η τελευταία πνοή του μύθου απέναντι στον οδοστρωτήρα της οικονομικής σκέψης, τελευταία φωνή, στην πραγματικότητα, απελπισμένη επειδή ο μύθος που κληρονομήθηκε από την εποχή του Χαλκού έχει ήδη υπονομευθεί εκ των έσω), με την απώλεια της καθαρής αφήγησης (δηλαδή, του  μυθιστοριογραφικού είδους, του παραμυθιού ή της δημοτικής ποίησης), και ακόμη με την κατάρρευση της γλώσσας, τη μείωσή της σε μια σειρά από στερεότυπες εκφράσεις (νεολαία των προαστίων) συχνά διανθίσμένη με στατιστικά στοιχεία (δημοσιογράφοι, πολιτικοί και άλλοι ειδικοί). Ωστόσο, πρέπει να συμφωνήσουμε για τη φύση της αντίφασης ανάμεσα στο μύθο και τη εμπορευματική λογιστική: ο Αντόρνο είχε δίκιο όταν έλεγε ότι η ορθολογική σκέψη ξαναλαμβάνει υπ’ όψη την τρομοκρατική πτυχή του μύθου, αυτό είναι ορατό στην σημερινή εποχή όπου η κοσμογονία αντιστοιχεί σε μια γενικευμένη ποσοτικοποίηση που υποτίθεται ότι εξηγεί όχι μόνο τη δημιουργία του κόσμου, αλλά κυρίως την πτώση του, το τέλος του, την καταστροφή του. Ο μύθος στην πραγματικότητα έχει ψευδώς γκρεμιστεί από τη λογιστική, η οποία τον έχει κάνει μόνο να αλλάξει φύση, όχι με την κατάργηση του δραματικού του εφαλτήριου, αλλά αντικαθιστώντας τη δράση των ουράνιων δυνάμεων από την αφηρημένη ανθρώπινη κοινότητα, ένα χρησμό εξίσου επιτακτικό ενάντια στο οποίο ο αγώνας είναι μάταιος. " 

Στις 12/05/12
"Για τον Καστοριάδη, η άνοδος της αστικής τάξης έχει συνδεθεί με την απεριόριστη επέκταση του ορθολογισμού. Όμως το απεριόριστο είναι γι’ αυτόν χαρακτηριστικό του ανορθολογισμού. Από τη συγκεκριμένη διαπίστωση προέρχεται αυτή η απορία που δεν κατάφερε ποτέ να λύσει: Ο ορθολογισμός είναι εξίσου ανορθολογισμός. Πιστεύω ότι πρέπει να βγούμε από αυτό το δίλημμα: δεν είναι η απεριόριστη επέκταση του ορθολογισμού που συμβαίνει (όλα τα είδη των κοινωνιών είναι ένα μίγμα ορθολογισμού και ανορθολογισμού, λειτουργικότητας και φαντασίας.) Αυτό που σηματοδοτεί το καπιταλιστικό στάδιο είναι η συστηματοποίηση της χωρικοποίησης του χρόνου, η απώλεια των προηγούμενων μορφών της χρονικότητας προς όφελος μιας διαχείρισης του χρόνου, που κορυφώθηκε όταν το κοινωνικό φαντασιακό δεν καθοδηγείται πλέον παρά από την ποσοτικοποίηση. Χονδρικά, εξετάζει μόνο το μέτρο των διαφόρων πτυχών του κοινωνικού χρόνου, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε ζήτημα αμετάκλητου. Υπάρχει μια λογιστική εμμονή που αυτοτροφοδοτείται και η οποία στερείται, στην πραγματικότητα, από κάθε τελεολογική ανησυχία (ακούστε, για παράδειγμα, το ραδιόφωνο και θα δείτε ότι μιλάει μόνο για στατιστικά, και όχι μόνο κατά τη διάρκεια των ειδήσεων, γλώσσα κατ’ εξοχήν αφηρημένη που δεν πληροφορεί για τίποτα σχετικά με το φαινόμενο για το οποίο μιλά). Δεν είναι η επέκταση του ορθολογισμού που είναι απεριόριστη και σηματοδοτεί πραγματικά την καπιταλιστική φάση, αλλά η ποσοτικοποίηση (γεγονός που πηγαίνει πολύ πέρα από τον εξορθολογισμό του Weber) και η αποχρονικοποίηση. Όσον αφορά στο θέμα της αποχρονικοποίησης, οι ψυχίατροι Minkowski (οπαδός του Bergson) και Gabel (μαρξιστής οπαδός του Λούκατς) έχουν αφήσει ενδιαφέροντα κείμενα. "


Η 24η του Μάη 2013 δώδεκα παρα δύο WAJNSZTEJN Jacques έγραψε:
Ξαναδιαβάζοντας τα mail σου ασχολήθηκα με το θέμα του ορθολογισμού που αναφέρεις, γιατί επανεμφανίζεται πάρα πολύ, αλλά με σταθερό τρόπο στις συζητήσεις που είχα από την «χρηματιστική κρίση» και από τότε που αγωνιζόμαστε ενάντια στην ιδέα της αποσύνδεσης της χρηματιστικής οικονομίας σε σχέση με την «πραγματική» οικονομία. Πράγματι, στην πολιτική ή λαϊκίστικη βουλγάτα  και ακόμα μεταξύ πολλών οικονομολόγων της αριστεράς, ο χρηματιστικός τομέας έγινε παρανοϊκός όχι μόνο επειδή πολλαπλασιάζεται, όπως επίσης και η τεχνο-επιστήμη που γίνεται αντικείμενο της ίδιας μομφής, αλλά και γιατί απομακρύνεται από τα θεμελιώδη και ως εκ τούτου, από μια λογική αξία  [5]. Σε κάποιους από τους πιο συνεπείς οικονομολόγους (Aglietta, Brender, Orléan) αυξάνεται μια κριτική αυτής της συζήτησης του ανορθολογισμού, όταν, για παράδειγμα, διαχωρίζουν ένα ορθολογισμό μακροοικονομικού τύπου και ένα ορθολογισμό και μικρο-οικονομικού τύπου, ο δεύτερος εμφανίζεται ανορθολογικός εκ πρώτης όψεως, για τον πρώτο. Οι υποστηρικτές του ανορθολογισμού του χρηματιστικού τομέα είναι βασικά υποστηρικτές της εξουδετέρωσης του νομίσματος κατά το μέτρο που αυτό συγκεντρώνει και δηλώνει την ισχύ και την ίδια στιγμή θεωρείται αποδιοργανωτικό από τις ξαφνικές κρίσεις που παράγονται από την "προτίμηση στην ρευστότητα". Είναι μια πρόκληση για όλες τις θεωρίες του συμβατισμού (contractualisme) και της υπεροχής της ωφελιμιστικής ορθολογικότητας  [6], που βασίζεται στην ιδέα μιας «πραγματικής αξίας» μιας «δίκαιης τιμής», ενώ οι τιμές είναι το αποτέλεσμα των μεταβαλόμενων σχέσεων δύναμης και συγκεκριμένων συμπεριφορών εντός μιας συγκεκριμένης κοινότητας που είναι ο χρηματιστικός τομέας: Αυτό που διακυβεύεται σε αυτό, είναι η κοινωνική αναγνώριση μιας αξίας που δεν προκύπτει από μια σύμβαση, αλλά από την sui generis  σύσταση  μιας ισχύος που είναι χαρακτηριστική της ομάδας η οποία εξετάζεται  [7] . 
Σε σύγκριση με αυτό που λένε οι Καστοριάδης και Βέμπερ, η ιδέα του Καστοριάδη μου φαίνεται να ισχύει για να εξηγήσει ορισμένες πτυχές της ανάπτυξης της επιστήμης και ιδιαίτερα αυτές που επηρεάζουν τις επιστήμες της ζωής.  Θα ήθελα, εν τούτοις, να επανεκτιμήσω αυτό που λέτε για τον Βέμπερ, διότι, κατά τη γνώμη μου, η διάκρισή του μεταξύ της τυπικής μακροπρόθεσμης ορθολογικότητας, συστημικής κατά κάποιο τρόπο (αυτή η οποία εκφράζεται με την αρχετυπική δράση του Προτεσταντικού άνθρωπου του πνεύματος του καπιταλισμού) και της υλικής ορθολογικότητας της καπιταλιστικής δράσης εδώ και τώρα εξηγούν καλά τι συμβαίνει αν πάρουμε το παράδειγμα του χρηματιστικού τομέα. Σε αντίθεση με εκείνους που βλέπουν στο χρηματιστικό τομέα μόνο το φετίχ του χρήματος, υπάρχει επίσης ανάγκη του κεφαλαίου-χρήματος από την αρχή του κεφαλαίου. Όπως αλλωστε η μεγαλύτερη προτεσταντική τράπεζα στον Βέμπερ συνοδεύει την εικόνα του επιχειρηματία με τον ίδιο τρόπο όπως στη δεκαετία του 1990, έτσι η χρηματιστική παγκοσμιοποίηση και τα νέα εργαλεία για την πρόληψη των κινδύνων συνοδεύουν και ακόμη καθορίζουν την εξέλιξη των ΤΠΕ. Είμαστε στην τυπική λογική του Βέμπερ. Αντίθετα με την τάση που θα μετατρέψει την ανάληψη κινδύνων και την πρόληψη σε μια κερδοσκοπία πάνω στα παράγωγα που γίνονται «καυτές πατάτες» από τις οποίες πρέπει να απαλλαγούν για να μην κάψουν τα δάχτυλά τους, θα περάσουμε σε ένα υλικό ορθολογισμό μικρο-οικονομικό στον οποίο κάθε ορθολογική δραστηριότητα (με την υλική έννοια) ενός σωματιδίου του κεφαλαίου φαίνεται ανορθολογική για το σύνολο της κεφαλαιοποιημένης κοινωνίας από την άποψη της τυπικής λογικής. Δεν θα παραθέσω περισσότερες "τεχνικές" λεπτομέρειες εδώ (το κάνω σε ένα βιβλίο υπό προετοιμασία). 
Ο Βέμπερ θεωρεί την πιθανή συνύπαρξη των δύο μορφών του ορθολογισμού ως τάση, αλλά τελικά η γενική διαδικασία εξορθολογισμού θα πρέπει να κάνει να θριαμβεύσει ο τυπικός ορθολογισμός. Βλέπουμε σήμερα ότι αυτό δεν συμβαίνει, αλλά όχι επειδή η διαδικασία εξορθολογισμού έχει αποτύχει. Στην πραγματικότητα, η συλλογιστική του Βέμπερ περιέχει ένα είδος μορφολογικού ελαττώματος, στο ότι συσκοτίζει το ζήτημα της ισχύος, ή ακριβέστερα το μειώνει σ’ ένα ζήτημα της εξουσίας, μιας εξουσίας που υπάρχει σε διάφορους τομείς της κοινωνίας, σε διάφορα «στρατόπεδα», όπως είπε ο μαθητής του ο Bourdieu αργότερα. «Η ορθολογική οικονομία είναι μια αντικειμενική δραστηριότητα. Προσανατολίζεται από τις νομισματικές τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά στο πλαίσιο της μάχης των συμφερόντων που οι άνθρωποι διεξάγουν ο ένας εναντίον των άλλων. Χωρίς την αποτίμηση σε νομισματικές τιμές, επομένως χωρίς αυτό τον αγώνα, δεν υπάρχει κανένας δυνατός υπολογισμός "  [8] . 
Δεν θεωρεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια πολιτική του κεφαλαίου που αναπτύσσει τη δική της λογική της εξουσίας μεταξύ των δύο αρχών του ορθολογισμού που αναφέρει ακόμη και αν εκτίθενται στο ακόλουθο απόσπασμα: "Τα χρήματα είναι αυτό που είναι το πιο αφηρημένο και πιο απρόσωπο» στις ζωές των ανθρώπων. "Είναι αυτή η πολιτική του κεφάλαιου εντός του επιπέδου Ι (επίπεδο κορυφής του καπιταλισμού) που ακριβώς κεφαλαιοποιεί από την ποσοτικοποίηση και την αποχρονικοποίηση για την οποία μιλάτε (προσωπικά μπορώ να προσθέσω φυσικά αποϋλοποίηση αν και το έχετε πει).


Στις 9 Ιουνίου, 2013 στις 20:01 PASOBROLA Bernard έγραψε:
Καλησπέρα Jacques, 
επανέρχομαι στο πρώτο μέρος του μηνύματός σου της 13ης Μαΐου. Έριξα μια ματιά στο One-Dimensional Man (που δεν είχα ανοίξει από τις αρχές της δεκαετίας του '70) και βρίσκω το λόγο Μαρκούζε περίπλοκο και πολύ λιγότερο σημαντικό από εκείνο των Χορκχάιμερ και Αντόρνο στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού . 
Ο Μαρκούζε πιάνεται στην παγίδα του ορθολογισμού, περίπου με τον τρόπο που πιάνεται ο Καστοριάδης, αλλά ενώ ο τελευταίος αναζήτησε επίμονα να βγει από αυτή την απορία και να καθορίσει τα όρια της έννοιας αυτής,  ο Μαρκούζε παραμένει αιχμάλωτος της διχοτόμησης ορθολογισμού / ανορθολογισμού. Εξ ου όλες αυτές οι ακροβασίες για την ορθολογικότητα του ανορθολογισμού, την ανορθολογικότητα του ορθολογισμού, την ορθολογικότητα των σκοπών και όχι των μέσων ή των μέσων στην υπηρεσία των σκοπών που δεν την έχουν, την ορθολογικότητα της τεχνολογίας και τελικά η τεχνολογία εξορθολογιζμένη και «ειρηνευμένη» ... !
Αντιπαραθέτει λόγο και φαντασία, τεχνική και φαντασία, και κατηγορεί τον «λόγο» για να «πραγμοποιήσει» την φαντασία. Γι' αυτό η τελευταία πρέπει να "απελευθερωθεί" (γράφει στο συμπέρασμά του) για να έχουμε τελικά μια τεχνολογία "ειρηνευμένη" σε θέση να ικανοποιήσει τις «ζωτικές ανάγκες» μέσα από ένα «κεντρικό ορθολογικό έλεγχο», κλπ ... Και να προσφύγει παραδόξως σε μια έκρηξη του λόγου για την "συνειδητοποίηση" ότι η αλλαγή είναι αναγκαία και ότι, χάρη στα επιτεύγματα της επιστήμης, στην αύξηση της παραγωγικότητας, η ουτοπία γίνεται δυνατή, κ.λπ.. 
Όλα αυτά παλιά. Ομολογώ όμως ότι, παραδόξως, το One-Dimensional Man είναι ένα από τα βιβλία της μετα-τον Μαϊο του ΄68 μυθολογίας, όπως και η ανάγνωση των καταστασιακών και των σχέσεων Meadows – και όχι ο Καστοριάδης ούτε το Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα που δεν γνώριζα εκείνη την εποχή -. τα οποία με ενίσχυσαν στην ρήξη μου με τον Μαρξισμό και την άκρα αριστερά, και την εγκατάλειψη του ακτιβισμού στις αρχές του ΄70 
Λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νερό κυλούσε κάτω από τις γέφυρες από την εποχή του Μαρκούζε.  Δυστυχώς, η παράδοση του καρτεσιανού-μαρξιστικού ορθολογισμού εξακολουθεί να επηρεάζει έντονα τον «επαναστατικό» τρόπο σκέψης ή την «άκρα αριστερά». Η αντιπαράθεση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα, το ορθολογικό και το φανταστικό, το λόγο και τη φύση είναι στην πηγή του νατουραλισμού, όχι μόνο της μυθιστορηματικής έμπνευσης, αλλά χρησιμοποιείται επίσης, από τις νευροεπιστήμες και τον γνωσηϊσμό (cognitivisme) – που προσφεύγουν, για παράδειγμα, στην έννοια της «σπονδυλωτής» μορφής του νου. Ο Fodor  [9]  σχεδιάζει το μυαλό ως μια σειρά από εξειδικευμένες ενότητες που λειτουργούν ανεξάρτητα και συντονίζονται από ένα κεντρικό σύστημα.  Προσπάθησε να αποκαταστήσει τη θεωρία της «σχολής ψυχολογίας» του Διαφωτισμού, που παρουσιάζει το μυαλό ως ένα συσσωμάτωμα από διάφορες λειτουργίες: λόγου και κατανόησης (ισχύς της αποφάσεως), ευαισθησίας (την ικανότητα να αισθάνεται, απ’ όπου προκύπτουν η φαντασία και η μνήμη), αλλά επίσης ικανότητας της αίσθησης (αίσθημα της ευχαρίστησης και του πόνου), και θέλησης (ικανότητα της επιθυμίας). Οι καλύτεροι θεωρητικοί νευροεπιστήμες (Edelman, Damasio, Varela) έχουν χτυπήσει ανοικτά την σπονδυλωτή μορφή και τις αφελείς υποθέσεις της δημοφιλούς ψυχολογίας που θέλει το λόγο να αντιπαρατίθεται στην φαντασία, την κρίση στο συναίσθημα, την ικανότητα της κρίσης ανεξάρτητη από την αισθητικοκινητική δραστηριότητα, και ούτω καθεξής. Επίσης στην καρτεσιανή παράδοση , στην οποία οι διάφορες «λειτουργίες» συντονίζονται από μια απόκρυφη οντότητα με την ονομασία "λόγος", "κρίση", "θέληση", κλπ.. (Εξ ου και η «αιώνια» διαμάχη μεταξύ «σώματος» και «πνεύματος», «λόγου» και «πάθους», πανταχού παρούσα στη δυτική κουλτούρα). Ο Καστοριάδης ορθώς επεσήμανε ότι χωρίς φαντασία, ο ανθρώπινος νους δεν έχει αναστοχασμό και χωρίς αναστοχασμό, δεν θα υπήρχε ο νους  [10] . Οι Lakoff και Johnson έχουν κάνει μια συνολική επανεξέταση του ζητήματος στο βιβλίο τους, Philosophy In The Flesh. Ο νους είναι ενσαρκωμένος και, ως εκ τούτου, η σκέψη δεν μπορεί να υπάρξει έξω από το σώμα, ο νους, ως εκ τούτου, δεν είναι καθόλου υπερβατικό ζήτημα [11] . 
Εδώ βλέπουμε μια από τις ανησυχίες των Αντόρνο και Χορκχάιμερ. Το βιβλίο τους Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού (ed. Gallimard, 1974) είναι πολύ πιο αιχμηρό από ό, τι το One-Dimensional Man του Μαρκούζε σχετικά με το ζήτημα της ορθολογικότητας, ιδίως το άρθρο για το Διαφωτισμό (σελ. 21-57) που έχει πρόθεση να αποδείξει ότι «ο ίδιος ο μύθος είναι ήδη Λόγος και ο Λόγος μετατρέπεται σε μυθολογία" ( op. cit. , Εισαγωγή, σ. 18.). Ο λόγος δεν είναι λιγότερο ολοποιητικός και ολοκληρωτικός από το μύθο και δεν διακρίνεται παρά από τον μεγάλο αριθμό της ποσοτικοποίησης και της πρωτοκαθεδρίας της πράξης, του χειρισμού και του μετασχηματισμού του κόσμου. Οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ έγραψαν: «Ο λόγος είναι η ριζοσπαστικοποίηση της μυθικής τρομοκρατίας. Η καθαρή εμμένεια  του θετικισμού που είναι το τελικό του προϊόν, δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που μπορεί να ονομαστεί καθολικό ταμπού. Τίποτα δεν πρέπει πλέον να παραμείνει εκτός, γιατί η απλή ιδέα του "έξω" είναι η ίδια η πηγή της τρομοκρατίας. "( op. cit. , σ. 33.) 
Αυτός είναι ο λόγος που ο ορθολογισμός δεν είναι αναγώγιμος σε ένα τρόπο εξήγησης, σε μια λειτουργική λογική ή σε μια τελεολογία. Ο ορθολογισμός συνεπάγεται τον συστημισμό. Είναι μια διαδικασία ολοποίησης που επιδεινώνεται από το γεγονός ότι επιδιώκει όχι μόνο να καθιερωθεί, αλλά να μεταμορφώσει. Δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μια ιδιαίτερη μορφή φαντασιακού, αλλά επιθυμεί καθολικότητα – και καθολικότητα ποσοτικοποιημένη (μαθηματικοποιημένη).  Είναι μια κοσμοθεωρία που λογικά οδηγεί στην εγκαθίδρυση της βασιλείας του υπερ-υπολογιστή και του στατιστικού ή μαθηματικού μοντέλου. 
Ωστόσο, αυτό το συγκεκριμένο φαντασιακό που είναι ο Λόγος δεν παραβιάζει την φαντασία (η οποία αναπτύσσεται ίσως περισσότερο από ποτέ), αντίθετα την προσανατολίζει παρέχοντάς της ένα πλαίσιο αξιοποίησης. Όμως αυτό το φαντασιακό δεν αναγνωρίζει ότι βασίζεται σε μια σειρά από μεταφορές (καθαρά αξιολογικό υπόβαθρο «αναπόδεικτο» από την ίδια του την λογική) όπως «ο χρόνος είναι ένας χώρος για να κατακτηθεί», «ο χρόνος είναι ένας περιορισμένος "πόρος", οι πρωταγωνιστές είναι ταξιδιώτες και οι τρόποι δράσης είναι διαδρομές που οδηγούν σε προορισμούς "," αυτό που είναι σωστό είναι αυτό που επιτρέπει την επίτευξη προόδου (progress) ", καθώς και άλλες παρόμοιες ιδέες που δεν έχουν τίποτα το αδιάψευστο και δεν έχουν αποδειχθεί ότι μπορούν να βελτιώσουν επ 'αόριστον την μοίρα των ανθρώπων. Αυτός ο τύπος φαντασιακού έφερε τη βασιλεία της ιστορικότητας. Μια χωρική ιστορικότητα που είναι την ίδια στιγμή αποχρονικοποίηση,  καθαρή απώλεια του παρόντος προς όφελος του παρελθόντος και του μέλλοντος, ο προσδιορισμός της ζωής (κοινωνικής και ατομικής) ως μια διαδρομή που οδηγεί σε ένα συγκεκριμένο σκοπό, κλπ.. Μια ιστορικότητα που οδηγούν επίσης στον χρησμό του αυτοτιμωρητικού καταστροφισμού (στις κοινωνίες του μύθου, η καταστροφική δύναμη ήταν το αποκλειστικό προνόμιο των θεών). 
Εν ολίγοις, η έννοια του ορθολογισμού υπονομεύεται από το γεγονός ότι οδηγεί σε αντικειμενισμό και μια κάποια μορφή ντετερμινισμού. Μπορούμε να δείξουμε πάντα την «ορθολογικότητα» ενός «συστήματος» ή ενός θεσμού (μπορούμε επομένως να "αποδείξουμε" την ορθολογικότητα του καπιταλισμού, του κράτους, του νοσοκομείου ή της Επανάστασης του σχιστολιθικού φυσικού αερίου, και ούτω καθεξής) με βάση την θετικότητα και την επάρκεια των πόρων για ορισμένους σκοπούς που μπορούμε να τους κρίνουμε επίσης ως ορθολογικούς (ή ως περισσότερο ορθολογικούς απ’ ότι ανορθολογικούς). Δεν υπάρχει κανένα αποτέλεσμα όταν εμπλεκόμαστε σε αυτό το είδος του συλλογισμού, διότι τα φανταστικά του θεμέλια - τα οποία μπορεί χονδρικά να συνοψιστούν από την μεταφορά «ο χρόνος είναι ένας χώρος για να αποικίσουμε" - φαίνονται ως αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα. 
Αυτός είναι ο λόγος που η κριτική γίνεται πάντα, τελικά, από το ερώτημα της θετικότητας που κρύβει πίσω αυτό του ορθολογισμού, χωρίς να αντεπιτίθεται. Επειδή αρνείται να αφήσει φανταστικό της πλαίσιο και το θεωρεί ως καθαρά επιστημολογικό ζήτημα ενώ είναι κατ 'εξοχήν πρακτικό. Δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε τον καθαρό χρόνο. Ωστόσο, όταν χωρικοποιείται και προγραμματίζεται, επιτρέπει τον κοινωνικό κατακερματισμό και την ανάληψη της εξουσίας με αποτέλεσμα την κυριαρχία από κάποιους του κοινωνικού χρόνου. Η φύτρα της ισχύος, είναι ο προγραμματισμός του χρόνου και η μείωση της ύπαρξης στην επίτευξη στόχων (με την χωρική έννοια του όρου)  [12] .


10 - 12 Ιούνιος: 16 WAJNSZTEJN Jacques έγραψε:
Νομίζω ότι θα πρέπει διατηρηθεί ο Μαρκούζε και λόγω της αμέριστης στήριξής του σε όλους τους αγώνες της εποχής ενώ οι Αντόρνο και Χορκχάιμερ, υιοθέτησαν πολύ συντηρητικές θέσεις σε σχέση με το φοιτητικό και εξωκοινοβουλευτικό γερμανικό κίνημα και αυτό ακόμα και αν είχαν μερικές φορές ισχυρά επιχειρήματα, όπως στην περίπτωση των πλούσιων σημειώσεων του Adorno για την θεωρία και την πράξη (in Modèles critiques, Payot, 1984, σελ.. 276-296). Τα κινήματα δεν μου αρέσει να "αντικατοπτρίζονται" εν θερμό πριν αυτά παράγουν την δικιά τους (αυτο) κριτική. Ο Μαρκούζε, γι' αυτό είναι ένα σύμβολο μιας περιόδου σύντηξης ενώ οι Αντόρνο, Χορκχάιμερ και ακόμη ο Καστοριάδης του Socialisme ou Barbarie (ψευδόνυμα Chaulieus κατόπιν Cardan) θεωρούνται ότι σχετίζονται με την προηγούμενη περίοδο. Κατά κάποιο τρόπο, είναι η αμεσότητα που θριαμβεύει. 
Αυτό δεν σημαίνει να "σώσουμε" τον Μαρκούζε, αλλά σε σχέση με ότι λέτε, πάντα για το 1968, έγραψε στο Νο 64 του περιοδικού Διογένη , ένα άρθρο με τίτλο «Επανεξετάζοντας την έννοια της επανάστασης», όπου μετά την διατύπωση της ανάγκης για μια ανθρωπιστική και όχι ταξική επανάσταση, αλλά φέρουσα μια «ορισμένη άρνηση» συνεχίζει: «Έτσι καταναλώνεται η ρήξη με τη συνέχεια κυριαρχίας που σηματοδοτεί την ποιοτική διαφορά του σοσιαλισμού ως μορφή και τρόπο της νέας ζωής: δεν πρόκειται απλώς για μια ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά για μια νέα κατεύθυνση της προόδου προς τον τερματισμό του αγώνα για την επιβίωση και του ανταγωνισμού, δεν πρόκειται απλά για την εξάλειψη της φτώχειας και της δουλείας της εργασίας, αλλά για την ανασύνθεση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος για έναν κόσμο όπου θα βασιλεύει η ειρήνη και ομορφιά - εν ολίγοις, πρόκειται για μια συνολική μετατροπή των αξιών, ένα μετασχηματισμό των αναγκών και των στόχων, η οποία εξακολουθεί να περιλαμβάνει μια άλλη αλλαγή στην έννοια της επανάστασης: μια ρήξη μέσα στη συνέχεια του τεχνικού εξοπλισμού της παραγωγικότητας, η οποία, σύμφωνα με τον Μαρξ αποκρύβει τις καταχρήσεις του καπιταλισμού, θα επεκτεινόταν σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Μια τέτοια τεχνολογική συνέχεια, αν πρέπει να θεωρηθεί έτσι, θα ήταν μια μοιραία αλυσίδα (παρά μια ρήξη) ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, για τον απλούστατο λόγο ότι αυτός ο τεχνολογικός εξοπλισμός έχει γίνει, στη δομή του και στο πεδίο εφαρμογής του, ένα εργαλείο υποδούλωσης και κυριαρχίας. Η ρήξη αυτής της σύνδεσης, αντίθετα, δεν σημαίνει οπισθοδρόμηση στο δρόμο της τεχνικής προόδου, αλλά μια ανακατασκευή του τεχνικού εξοπλισμού για σκοπούς που είναι σε αρμονία με τις ανάγκες των ελεύθερων ανθρώπων, καθοδηγείται από τη δική τους συνείδηση ​​και ευαισθησία, δηλαδή την αυτονομία τους. Η αυτονομία αυτή θα ονομαστεί αποκέντρωση [και όχι ένας «ορθολογικός κεντρικός έλεγχος» όπως αναφέρεται. Είναι αυτό ένα λάθος από την πλευρά σας ή μια ασυνέπεια του Marcuse;] των εργαλείων ορθολογικού ελέγχου ώστε τελικά να επιστρέψουν σε μια πιο ανθρώπινη κλίμακα, η οποία θα μπορούσε επίσης να μειωθεί, διότι θα ξεφουσκώσει απ’ όλες τις απαιτήσεις της εκμετάλλευσης, της επιθετικής επέκτασης και του αχαλίνωτου ανταγωνισμού "(σελ. 29)


Το 11, Ιούνη του 2013 στις 17:21 PASOBROLA Bernard έγραψε:
Αυτό το απόσπασμα επιβεβαιώνει τη προσκόλληση του Μαρκούζε στο σοσιαλιστικό σχέδιο, με την ιστορική έννοια, δηλαδή την ψευδαίσθηση του 19ου αιώνα (dixneuviémiste) (που ο εικοστός αιώνας έχει εκμηδενίσει εντελώς) μιας «ρήξης μέσα στη συνέχεια του τεχνικού εξοπλισμού της παραγωγικότητας που, σύμφωνα με τον Μαρξ αποκρύπτει τις καταχρήσεις του καπιταλισμού, θα επεκταθεί σε μια κομμουνιστική κοινωνία .... μια ανακατασκευή του τεχνικού εξοπλισμού για σκοπούς που είναι σε αρμονία με τις ανάγκες των ελεύθερων ανθρώπων, καθοδηγείται από τη δική τους συνείδηση ​​και ευαισθησία, δηλαδή την αυτονομία τους. " 
Υπάρχει εδώ κάποιο είδος λειτουργίας που κρατάει περισσότερο από  την χριστιανική προσευχή παρά από μια κριτική οπτική, κυρίως επειδή όλα αυτά παραμένουν πολύ ασαφή και γεμάτα καλά συναισθήματα που δεν κοστίζουν καμία προσπάθεια της σκέψης. Θα μετατρέψετε τα ορυχεία του Κονγκό που παρέχουν κολτάνιο στις βιομηχανίες υπολογιστών, τις υψικαμίνους και τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας, χωρίς τα οποία δεν θα υπάρχουν πλέον τηλεπικοινωνίες και τις πεδιάδες δημητριακών που αποτρέπουν (προς το παρόν) τον γενικευμένο λιμό σε "ειρηνευμένη τεχνολογία» και «τεχνικό εξοπλισμό ελεύθερων ανθρώπων;" 
Αν ξέρουμε ήδη ότι υπάρχουν πολλές συγγένειες μεταξύ μαρξιστικής ιδεολογίας και Χριστιανισμού (και απευθύνω την ίδια μομφή στους ιδεολόγους της "χαρούμενης απο-ανάπτυξης" και άλλες ανοησίες), βλέπουμε ότι υπάρχει εδώ ένας συγκεκριμένος λόγος: αφενός ωθούν σε ένα μυθικό επέκεινα την επίλυση των πλέον πιεστικών πρακτικών προβλημάτων, ιδιαίτερα εκείνο της επιβίωσης χωρίς ιδιωτική ιδιοκτησία και εκμετάλλευση της εργασίας των άλλων γύρω από τα οποία είναι χτισμένο το ΣΥΝΟΛΟ του τεχνικού εξοπλισμού. 
Αφετέρου, η άποψη αυτή είναι εντελώς σε συνέχεια σε σχέση με το παρόν, δεδομένου ότι θέτει εμμέσως το ζήτημα της αλλαγής στο πλαίσιο των ομοιογενών εθνών. Ωστόσο, αυτή η ομοιογένεια μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από το κράτος. Υπάρχει, επομένως επίσης στο πνεύμα του Μαρκούζε η ανάγκη μιας συγκεντροποίησης ώστε να διατηρείται έτσι η συνοχή της επαναστατικής ιδέας του είδους της αστικής επανάστασης. Έγραψε συμπερασματικά στο One-Dimensional Man , "μπορεί να υπάρχουν πολλαπλές παραλλαγές με τις μορφές που συνδυάζουν την κεντρική Αρχή και την άμεση δημοκρατία ...» (εκδ. Seuil Points, 1970, σ. 306.) και κατέληξε με ένα στίχο για την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ο καπιταλισμός χωρίς λόγο παρεμβαίνει και μια μεγαλύτερη επέκταση της κυριαρχίας στην φύση (σελ. 309), λόγος «προοδευτικός» ο οποίος, ευτυχώς, δεν ευσταθεί στις μέρες μας.
Στις 12, Ιουνίου 2013 στις 18:54 ο Bernard PASOBROLA έγραψε:
Επιστρέφω στο μήνυμά σου της 24ης Μαΐου. Συμφωνώ με αυτό που αποκαλείται «λογική της εξουσίας», η οποία προέρχεται πλήρως από το πεδίο της αντινομίας ορθολογισμού / ανορθολογισμού.  Απλά δεν μπορούμε να σκεφτούμε με αυτούς τους όρους στην ανάλυση της ανάπτυξης του κεφαλαίου. Ομοίως, δεν μπορούμε να αναλύσουμε την ιστορία με αυτούς τους όρους και να πούμε ότι η επέκταση ή η εξαφάνιση μιας αυτοκρατορίας, ότι η εφεύρεση της οικονομίας, του τόξου ή του γραψίματος, ότι η πληθυσμιακή έκρηξη είναι φαινόμενα ορθολογικά ή όχι, ότι έχουν "αίτια" ορθολογικά ή όχι. 
 Το πιο σημαντικό, νομίζω είναι ότι η ανάλυση του Βέμπερ για τον ορθολογισμό αυτο-διαψεύδεται η ίδια. Για παράδειγμα, αναγκάζεται να σχετικοποιήσει στον πρόλογο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού  [13] το τι εννοούσε για τον ορθολογισμό και τον εξορθολογισμό: 
"Αλλά αυτή η λέξη [« ορθολογισμός »] μπορεί να ορίσει πολύ διαφορετικά πράγματα - θα πρέπει να το επαναλάβουμε στην συζήτηση που θα ακολουθήσει. Υπάρχουν, για παράδειγμα, " εξορθολογισμοί" της μυστικιστικής ενατένισης - δηλαδή, μιας συμπεριφοράς που θεωρούμενη από άλλους τομείς της ζωής, λαμβάνεται ως ρητά «ανορθολογική» - με το ίδιο τρόπο που υπάρχουν εξορθολογισμοί της οικονομικής ζωής, της τεχνικής, της επιστημονικής έρευνας, της εκπαίδευσης, της στρατιωτικής εκπαίδευσης, του δικαίου, της διοίκησης. Επιπλέον, κάθε μία από αυτές τις περιοχές μπορεί να εξορθολογιστεί σε συνάρτηση με τους σκοπούς, στόχοι που ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, και αυτός που είναι "ορθολογικός" από μία από αυτές τις απόψεις μπορεί να είναι «ανορθολογικός» από μια άλλη οπτική γωνία. Υπάρχουν σημαντικές ποικιλίες του εξορθολογισμού σε διάφορους τομείς της ζωής και πολιτισμούς. (" .. ό.π. ., σ. 10) 
Γράφει επίσης στο Ο επιστήμονας και η πολιτική  [14] : «Η θεολογία είναι ένας διανοητικός εξορθολογισμός της θρησκευτικής έμπνευσης. »( όπ.π. .., σ. 27.) Και στη συνέχεια: "Αυτό το πρόβλημα της εμπειρίας του ανορθολογισμού του κόσμου υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από την ανάπτυξη όλων των θρησκειών. »(Σελ. 71-72) 
Πέρα από τον ισχυρισμό της σχετικιστικής πίστης, αναρωτήθηκε στο Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού: «γιατί τα καπιταλιστικά συμφέροντα στην Κίνα ή την Ινδία, δεν κατευθύνουν την επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική και οικονομική ανάπτυξη προς τον εξορθολογισμό που είναι χαρακτηριστικός στη Δύση; "(P 10) 
Υπάρχει επομένως γι’ αυτόν ένα πρόβλημα αιτιότητας. Για να κατανοήσουμε "τα διακριτά χαρακτηριστικά του Δυτικού ορθολογισμού και (...) των μορφών του σύγχρονου ορθολογισμού» ( op. cit. , σ. 11.), προϋποθέτει ότι «αν η ανάπτυξη του οικονομικού ορθολογισμού εξαρτάται, σε γενικές γραμμές, από την ορθολογική τεχνική και το ορθολογικό δίκαιο, εξαρτάται επίσης από την ικανότητα και την διάθεση που έχει ο άνθρωπος να υιοθετήσει ορισμένους τύπους ορθολογικής πρακτικής συμπεριφοράς. "Ομοίως. 
Ως εκ τούτου, αναγνωρίζει τη σημασία, προφανώς κρίσιμη, της «διάθεσης» - του περίφημου ήθους, του «πνεύματος του καπιταλισμού» - και όχι, σε αντίθεση με τον Μαρξ, ενός κινητήριου στοιχείου που θα ήταν ο ψευδο-ντετερμινισμός των συγκεκριμένων συνθηκών. Αλλά τι είναι μια «διάθεση», διαφορετικά μια κατάσταση του μυαλού, ένα ευνοϊκό συναίσθημα, μια κλίση του ταμπεραμέντου, μια τάση, δηλαδή, ένας ψυχολογικός προσανατολισμός που εκφράζει ένα φαντασιακό; 
Η ευρετική αξία της θέσης του είναι πολύ χαμηλή, διότι οδηγεί να αναρωτηθούμε: 1) γιατί γεννήθηκε αυτό το φαντασιακό; και 2) γιατί ο Προτεσταντισμός το ενσαρκώνει καλύτερα από ό, τι άλλα συστήματα πεποιθήσεων; 
Έχουν ήδη διατυπωθεί αντιρρήσεις στον Βέμπερ ότι το κεφάλαιο έχει αναπτυχθεί πολύ πριν από τη Μεταρρύθμιση και ότι οι ιταλικές πόλεις-κράτη ήταν καθολικές.  Ο Braudel γράφει: 
«Όλοι οι ιστορικοί έχουν αντιτεθεί με αυτή τη θέση, αν και δεν ήταν σε θέση να απαλλαγούν από αυτήν μια για πάντα, συνεχίζει να επανέρχεται μπροστά τους. Και όμως είναι προφανώς λανθασμένη.  Οι βόρειες χώρες είχαν απλά πάρει τη θέση που κατείχαν μακροχρόνια και λαμπρά πριν από αυτές τα παλιά καπιταλιστικά κέντρα της Μεσογείου. Δεν είχαν εφεύρει τίποτα, είτε στην τέχνη είτε στη διαχείριση των υποθέσεων. Το Άμστερνταμ αντέγραψε την Βενετία, όπως το Λονδίνο αντέγραψε το Άμστερνταμ, όπως η Νέα Υόρκη αντέγραψε το Λονδίνο "(στο Η δυναμική του καπιταλισμού , Fields, ed. Flammarion, σελ.. 69-70). 
Αυτό που ο Βέμπερ θεωρεί καθοριστικό στη διαδικασία εξορθολογισμού, χαρακτηριστικού της Δύσης, είναι η προσφυγή στην τεχνική και την πρόβλεψη, στον αυστηρό υπολογισμό, και τη νομική αυστηρότητα. Από τη μία πλευρά, η αποδοτικότητα επιδιώκεται σε έναν τομέα που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τον λόγο ύπαρξής του ή την απλή χρησιμότητα αυτού του τομέα για την επιβίωση μιας κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να αποδοθεί η προέλευση των χαρακτηριστικών αυτών στον βιομηχανικό καπιταλισμό, και να μην δούμε περισσότερο ότι γεννήθηκαν ήδη από το στάδιο του αρχαίου ή του εμπορικού κεφαλαίου. Επομένως, σε κοινωνίες που δεν ήταν μονοθεϊστικές και οι οποίες, σε αντίθεση με τον Προτεσταντισμό, απέδωσαν την αξία στον ηδονισμό. 
Με πολλούς τρόπους, αυτή η διαμάχη πάνω στη γέννηση του καπιταλισμού συναντά αυτή που αφορά τη γέννηση της γεωργίας.  Πίσω από αυτά τα ερωτήματα βρίσκεται το πρόβλημα της «κινητήριας δύναμης της ιστορίας» και άλλα ζητήματα στα οποία θα προσπαθήσω να επανέλθω.


Στις 14 Ιουνίου 2013 στις 6:37:50 μ.μ. ο Claude HELBLING έγραψε:
Jacques, 
ευχαριστώ για την αποστολή. Με κάνει να συνοψίσω τις σκέψεις μου σχετικά με τις έννοιες του ορθολογισμού, του ανορθολογισμού, του εξορθολογισμού: 
1) Πρέπει να γίνει διάκριση, κατά τη γνώμη μου, μεταξύ: 

α) της μερικής ορθολογικότητας του όντος, που αφορά στη δυνατότητα της επιστημονικής ή φιλοσοφικής περιγραφής (πρβλ. η αντίθεση ensidique/magmatique στην οντολογία του Κορνήλιου Καστοριάδη (CC), για την οποία ensidique (η διάσταση της συνολικότητας- ταυτότητας του όντος) είναι παντού πυκνή στο στρωματοποιημένο (stratifié) ον (έννοια που ο CC εισήγαγε από την γενική τοπολογία, ένα κλάδο των μαθηματικών), απ’ όπου η δυνατότητα των μαθηματικών νόμων της φυσικής) 

β) της ορθολογικότητας ή ανορθολογικότητας του λόγου  [15] , (φιλοσοφικού, ιστορικού, οικονομικού κλπ ...), 
γ) της ορθολογικότητας ή ανορθολογικότητας δράσεων εσωτερικών (ατομικών ή συλλογικών) σε μια κοινωνία ή σύστημα (π.χ. μέτρα που λαμβάνονται από τους Ναζί για να εξοντώσουν κάποιους πληθυσμούς (μεταφορές, στρατόπεδα…) ορθολογισμός που πάντα επικαλείται μια συγκεκριμένη και κατανοητή κατάσταση, αλλά που δεν είναι επικαλούμενη από τους άλλους .
δ)του ορθολογισμού ή όχι των κοινωνιών, καθεστώτων, συστημάτων, θεωρούμενων στην ολότητά τους 
2) Θα πρέπει να αμφισβητηθεί το γεγονός ότι μπορεί να στηριχθεί ο ορθολογισμός μιας κοινωνίας στο σύνολό της (ορθολογισμός, ως αποτέλεσμα ενός σταδιακού εξορθολογισμού). Εδώ παραθέτω από το άρθρο του CC: «Η« ορθολογικότητα »του καπιταλισμού» (CL 6, 1999, 2009, σελ. 88): 
«Γιατί « εξορθολογισμός »; Όπως όλα τα ιστορικά δημιουργήματα, η κυριαρχία αυτής της τάσης προς «εξορθολογισμό» είναι, κατά βάση, «αυθαίρετη», δεν μπορούμε να την συμπεράνουμε ή να την παράγουμε από κάτι άλλο. Όμως μπορούμε να την χαρακτηρίσουμε πιο στενά συνδέοντάς την με κάτι πιο γνωστό, πιο οικείο, και εκφράζεται σε άλλες μορφές και σε άλλους τύπους κοινωνικής οργάνωσης: η τάση προς τον έλεγχο. Αυτό μας επιτρέπει κυρίως να εφαρμόσουμε μια σύνδεση με ένα από τα πιο βαθιά χαρακτηριστικά της μοναδικής ψυχής - την επιθυμία για την παντοδυναμία. Η τάση αυτή, αυτή η «ώθηση» προς τον έλεγχο δεν είναι, με την σειρά της αποκλειστική ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού, οι κοινωνικές οργανώσεις που προσανατολίζονταν προς την κατάκτηση, για παράδειγμα, την παρουσιάζουν επίσης. Αλλά μπορούμε να προσεγγίσουμε την ιδιαιτερότητα του καπιταλισμού, εξετάζοντας δύο βασικά χαρακτηριστικά του. Το πρώτο είναι ότι η ώθηση προς τον έλεγχο δεν προσανατολίζεται μόνο προς την "εξωτερική" κατάκτηση, αλλά στοχεύει εξίσου ή ακόμη περισσότερο το σύνολο της κοινωνίας. [...] Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι προφανώς ότι η ώθηση προς τον έλεγχο παρέχεται με νέους τρόπους και μέσω ενός ειδικού χαρακτήρα - «ορθολογικού», δηλαδή, «οικονομικού» - για να επιτευχθεί. Δεν είναι πλέον η μαγεία ούτε η νίκη στις μάχες τα μέσα της, αλλά ακριβώς ο εξορθολογισμός, ο οποίος λαμβάνει εδώ ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, πολύ συγκεκριμένο: αυτό της μεγιστοποίησης / ελαχιστοποίησης, δηλαδή αυτό της "ακροποίησης (extrémisation)" αν μπορούμε να δημιουργήσουμε τον όρο αυτό από τα μαθηματικά (μέγιστο και ελάχιστο είναι οι δύο περιπτώσεις των άκρων). Μόνο εξετάζοντας το σύνολο αυτών των γεγονότων μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την έννοια του πυρηνικού κοινωνικού φαντασιακού του καπιταλισμού ως ώθηση προς την κατεύθυνση απεριόριστη επέκταση του «ορθολογικού ελέγχου». Θα σας εξηγήσω την συνέχεια τα εισαγωγικά. " 
3) Αναγνωρίζοντας ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε υπό όρους τις έννοιες του ορθολογισμού, ανορθολογισμού, εξορθολογισμού, για τις περιοχές ή τα υπο-συστήματα της κοινωνίας (π.χ. ορθολογισμός ή όχι ενός συστήματος άρδευσης, ενός ιατρικού συστήματος, κλπ. ...) υπό την προϋπόθεση να διευκρινίσουμε τους στόχους, τα μέσα (και τη συσχέτιση μεταξύ τους), και τις διαφορετικές,  αποκλίνουσες ή αντίθετες οπτικές γωνίες των διαφόρων κοινωνικών παραγόντων (π.χ., ο εξορθολογισμός της εργασίας (τεϊλορισμός, φορντισμός), η οποία είναι τέτοια για τους μετόχους και τα διευθυντικά στελέχη των επιχειρήσεων, είναι εξορθολογισμός της εργασίας τους για τους εργαζόμενους εκτελεστές; -. γνωρίζουμε ότι για τον CC, η απάντηση είναι όχι) 
Με εκτίμηση 
Claude


Στις 15 Ιουν 2013 στις 18:10 ο Bernard PASOBROLA έγραψε:
Καλημέρα, 
είναι βέβαιο ότι υπάρχει ένα είδος στοιχειώδους λογικής που υπαγορεύει ότι είναι ορθολογικό να ανοίγει κάποιος την ομπρέλα του όταν βρέχει (γιατί αν θέλει να βραχεί, δεν είναι λογικό να φέρει μια ομπρέλα) κάθε παιδί έχει έννοιες της φυσικής απλοϊκότητας και ξέρει ότι για να αποφευχθεί ένα σπάσει ένα αντικείμενο, καλύτερα να μην το αφήσει να πέσει από ένα ορισμένο ύψος, εκτός εάν το υλικό είναι ελαστικό και μπορεί να αναπηδήσει. Κλπ.  Εκτός από αυτόν τον πρωτογενή ή / και εργαλειακό ορθολογισμό, είναι δύσκολο να «αντικειμενοποιηθεί» αυτή η έννοια, ιδίως σε ότι αφορά τον τομέα της ιστορίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Καστοριάδης επιμένει τόσο συχνά στο πρόθεμα "ψευδο" (ψευδο έλεγχος, ψευδο-ορθολογισμός).   Του είναι, όμως,  δύσκολο να εγκαταλείψει αυτή την έννοια, η οποία τον οδηγεί σε παράδοξα που είναι για μένα σαφώς ορατά στο παρατεθέν απόσπασμα από τον Claude: 
«...η ώθηση για έλεγχο παρέχεται με νέους τρόπους και μέσω ενός ειδικού χαρακτήρα - «ορθολογικού», δηλαδή, «οικονομικού» - για να επιτευχθεί. Δεν είναι πλέον η μαγεία ούτε η νίκη στις μάχες τα μέσα της, αλλά ακριβώς ο εξορθολογισμός, ο οποίος λαμβάνει εδώ ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, πολύ συγκεκριμένο: αυτό της μεγιστοποίησης / ελαχιστοποίησης, δηλαδή αυτό της "ακροποίησης (extrémisation)" αν μπορούμε να δημιουργήσουμε τον όρο αυτό από τα μαθηματικά (μέγιστο και ελάχιστο είναι οι δύο περιπτώσεις των άκρων). Μόνο εξετάζοντας το σύνολο αυτών των γεγονότων μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την έννοια του πυρηνικού κοινωνικού φαντασιακού του καπιταλισμού ως ώθηση προς την κατεύθυνση απεριόριστη επέκταση του «ορθολογικού ελέγχου». Θα σας εξηγήσω την συνέχεια τα εισαγωγικά. "
Κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί πώς τα «οικονομικά» μέσα είναι πιο «ορθολογικά» από τις στρατιωτικές νίκες και ακόμη από τη μαγεία για την υποστήριξη του ελέγχου του καπιταλισμού - ενώ ο Καστοριάδης προσπάθησε να ασκήσει κριτική στον μαρξιστικό ορθολογισμό και να αποδείξει ότι οικονομία δεν είναι ακριβώς μια ορθολογική διαδικασία. Μπορεί να είναι υπό την επήρεια του Βέμπερ που χρησιμοποιεί τη λέξη «εξορθολογισμός» για να εκφράσει την υποταγή προς τις επιταγές της ποσοτικοποίησης και της αποδοτικότητας που υποκινούνται από ένα κάποιο κοινωνικό φαντασιακό.  Αλλά η υποτιθέμενη εγκυρότητα της έννοιας καταρρέει όταν χάνει τον χαρακτήρα της αντίφασης με την απροσδιοριστία μιας φαντασιακής δημιουργίας.  Ο Καστοριάδης πέρασε το χρόνο του γυρνόντας γύρω από αυτά τα εννοιολογικά προβλήματα (γεγονός το οποίο δεν αφαιρεί καμία αξία από το έργο του) πολλαπλασιάζοντας τις ρητορικές μεθοδεύσεις, τα ψευδώνυμα και τα εισαγωγικά, ενώ από την δική του παραδοχή, ήταν πάντα πεπεισμένος για την αδυναμία θεμελίωσης της λογικής, δεδομένου ότι το χαρακτηριστικό της λογικής (όπως και του μύθου) είναι να αυτοθεμελιώνεται, να προϋποθέτει την ίδια της την αναγκαιότητα. 
"Μας λέει: θα πρέπει να αποδείξουμε ορθολογικά ότι η λογική ισχύει, θα πρέπει να δώσετε μια" λογική βάση ".  Πώς, όμως, μπορώ και να θέσω ακόμη το ερώτημα της εγκυρότητας του νόμου από το ερώτημα της εγκυρότητας του νόμου, χωρίς να το έχω ήδη θέσει και να έχω έτσι θέσει ταυτόχρονα ότι έχει νόημα και ότι είναι έγκυρος ο νόμος;  Πώς μπορώ να θεμελιώσω ορθολογικά την λογική χωρίς να την προϋποθέτω; Εάν μια θεμελίωση της λογικής είναι ορθολογική, προϋποθέτει και χρησιμοποιεί αυτό που θέλει να αποδείξει, αν δεν ισχύει (όπως δεν ισχύει, εμφανώς, η ιδέα ότι «όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν φυσικά λογική ", προυποθέτει ότι κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να την λάβει ως « θεμελίωση »), τότε έρχεται σε αντίθεση με το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Όχι μόνο κοινωνικά-ιστορικά, αλλά λογικά («υπερβατικά»), η θέση της λογικής είναι εναρκτήρια, είναι αυτο-θέση. "( Fait et à faire.., εκδ. Du Seuil, 1997, σ. 53) 
Και προσθέτει: «Η " θεμελίωση "της λογικής στην ίδια την λογική, η άρνηση της « αφαιρετικής », η δήλωση ενός είδους αυτο-απόδειξης της λογικής - είναι αυτό που πρέπει πράγματι να ονομάζεται μυστικιστικό. "( op. cit. , σ.. 54) 
Επιστρέφοντας στον Βέμπερ. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Άτομο, κοινωνία, ορθολογισμός, ιστορία» που δημοσιεύθηκε στην Esprit το Φεβρουάριο του 1988 (για το βιβλίο του Philippe Raynaud, "Μαξ Βέμπερ και τα διλήμματα της σύγχρονης λογικής»  [16] ), ο Καστοριάδης γράφει ότι βάσει την συνολική κοινωνιολογία του, αν έπρατε απολύτως με τρόπο εργαλειακά ορθολογικό, θα έπρεπε (musste, αναγκαιότητα και όχι υποχρέωση) να πράξει έτσι και όχι διαφορετικά. Για τον Βέμπερ, η κοινωνιολογία πρέπει να κατανοήσει αυτές τις αλληλουχίες των δράσεων και να ανδείξει την ανάγκη τους. 
Ωστόσο, ο Καστοριάδης επεσήμανε ότι κάθε εργαλειακή ορθολογικότητα που είναι θεσμισμένη, είναι αδύνατον να επιτευχθεί το "μεθοδολογικό" πρόγραμμα του Βέμπερ και να εξετάσει την ατομική συμπεριφορά, ως πράξη ενός κεντρικού "ορθολογικού" συστατικού που υποτίθεται ότι είναι παντού και πάντα το ίδιο και των ατομικών αποκλίσεων σε σχέση με αυτή την «ορθολογικότητα». 
Και καταλήγει: «Για να το θέσω ωμά, είναι η ίδια η
« ορθολογικότητα » των άλλων κοινωνιών και των άλλων εποχών που είναι διαφορετική, διότι "λαμβάνεται" από άλλους φαντασιακούς κόσμους. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι, για μας, απρόσιτη, αλλά η πρόσβαση πρέπει να περάσει από την προσπάθεια (πάντα βέβαια προβληματική,  πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς) να αποδόσουμε τις φαντασιακές σημασίες της κοινωνίας που μελετάται (...) Η κατάσταση αντιστρέφεται, αλλά η ερώτηση δεν γίνεται ευκολότερη, στην αντίθετη περίπτωση: η ετερότητα τείνει στο ελάχιστο - ιδανικά στο μηδέν - όταν το αντικείμενο της έρευνας είναι η ίδια η κοινωνία του ερευνητή. Στην περίπτωση αυτή, ο κίνδυνος είναι ο τελευταίος να την θεωρήσει αυτονόητη και να μην θέσει  το ερώτημα της «ορθολογικότητας» της κοινωνίας του (και τη δική του), και ως εκ τούτου αδυνατεί να αναγνωρίσει το φαντασιακό που την στηρίζει και την ξεχωρίζει. Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως ο κίνδυνος αυτός παγίδευσε στοχαστές ανάμεσα τους μεγαλύτερους – από τον Χέγκελ και τον Μαρξ έως τον Φρόιντ και τον ίδιο τον Μαξ Βέμπερ, για να μην αναφέρουμε τους συγχρόνους που είναι λεγεώνα. Έτσι, με τη σειρά τους η πρωσική μοναρχία, η καπιταλιστική τεχνολογία και οργάνωση της παραγωγής, η πατριαρχική οικογένεια και η σύγχρονη γραφειοκρατία αναδείχθηκαν ως ενσαρκώσεις ενός ορθολογισμού («εργαλειακού» ή ουσιοκρατικού) αδιαμφισβήτητου. »(Όπ.π.., Π. 72-73) 
\Υπάρχει επομένως, μια ακατανόητη άρνηση από τον Καστοριάδη να εγκαταλείψει αυτή την έννοια της οποίας έχει προσδιορίσει όλα τα ψευδή στοιχεία και της οποίας ήταν  ένας από τους πιο διαυγείς επικριτές - είναι επίσης, κατά δική του παραδοχή, μια από τις παλαιότερες φιλοσοφικές ανησυχίες του. 
"Ήμουν γοητευμένος από τη φιλοσοφία, απ’ όταν την γνώρισα στα δεκατρία. (Η πώληση μεταχειρισμένων βιβλίων στην Αθήνα μου επέτρεψε να αγοράσω με τα πενιχρά χρήματα της τσέπης μου μια ιστορία της φιλοσοφίας σε δύο τόμους, σε χαμηλή τιμη των Überweg και Bréhier. Στη συνέχεια, την ίδια εποχή με τον Μαρξ, ακολούθησαν οι ,Kant, Πλάτωνας, Cohen, Natorp, Rickert, Lask, Husserl, Αριστοτέλης, Hegel, Max Weber, περίπου με αυτή τη σειρά.) Από τότε, ποτέ δεν έπαψε να με απασχολεί. Ήρθα στο Παρίσι το 1945 για να κάνω διδακτορικό στη φιλοσοφία, θέμα της οποίας ήταν ότι κάθε ορθολογική φιλοσοφική τάξη οδηγεί, από τη δική της άποψη, σε απορίες και αδιέξοδα. "( Fait et à faire ed. Points Seuil, 1987, p24) 
Πράγματι ...


Το 21, Ιουν 2013 στις 13:55 WAJNSZTEJN Jacques έγραψε:
Bernard, 
Απλά μια σημείωση για επιβεβαίωση την επίδρασης του Βέμπερ στον Καστοριάδη, όταν ο τελευταίος λαμβάνοντας υπόψη το μοντέλο των ιδανικών τύπων του Βέμπερ εφαρμόζοντάς τους στον επιχειρηματία και τον υπάλληλο για παράδειγμα, για να πει ότι σήμερα ο ύστερος καπιταλισμός δεν είναι πλέον σε θέση να τους αναπαραγάγει. 
Χωρίς να χρησιμοποιεί εκείνη την εποχή τον όρο της ανθρωπολογικής επανάστασης (που προέρχεται μάλλον από τον Παζολίνι), τόνισε ότι η δυναμική του κεφαλαίου είχε αφαιρέσει όλα τα ανθρωπολογικά στοιχεία που του ήταν απαραίτητα στην κρίσιμη περίοδο της "πορείας του προς την ωριμότητα" (για να παραφράσω τον Rostow) και ειδικότερα εκείνα που περιγράφονται από τον Βέμπερ (τον υπάλληλο) και τον Σουμπέτερ (τον επιχειρηματία), αλλά όπου ξαναβρίσκουμε επίσης την φιγούρα του «καλού εργάτη» κατά το πρότυπο του τεχνίτη. Στην «επανάστασή» του, το κεφάλαιο απομακρύνεται όλο και περισσότερο από αυτούς τους "ιδανικούς τύπους" του Βέμπερ, όπως μπορεί να δει κανείς τόσο στη λειτουργία των σύγχρονων διοικητικών αρχών όσο και στις πρακτικές των διευθυντικών στελεχών των μεγάλων εταιρειών σήμερα. Στους πρώτους, η κρίση των θεσμών από τους οποίους εξαρτώνται τους οδηγεί να προωθήσουν μια νέα ψευδο-ορθολογικότητα (Βλ. τις «δημόσιες πολιτικές» και τις «αξιολογήσεις» τους για την «σμίκρυνση του δημόσιου τομέα» και την αύξηση της παραγωγικότητας) που μιμείται αυτή της ιδιωτικής καπιταλιστικής εγχειρηματικότητας, ενώ στους δεύτερους, οι διευθυντές και οι μέτοχοι έχουν αντικαταστήσει τους επιχειρηματίες. Όσο για τους "καλούς εργάτες" ... δεν τους βρίσκουμε πλέον καλή μου κυρία "(απόσπασμα από το" Κεφάλαιο, Καπιταλισμός και Κεφαλαιοποιημένη Κοινωνία "στο Νο 15). 
Ο Σουμπέτερ είναι ακόμα «χρησιμοποιήσιμος», πρώτα με τον ορισμό του για τον καπιταλισμό ως «δημιουργική καταστροφή» και, στη συνέχεια, και ιδιαίτερα σε σχέση με το θέμα μας, από το γεγονός ότι υπογραμμίζει τη σχέση μεταξύ επιχειρηματικού πνεύματος και ορθολογικής σκέψης. Ωστόσο, ταλαντεύεται ανάμεσα στο να βλέπει μια ενιαία οντότητα σε μια διαδικασία συμβίωσης ή μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος στην οποία ο πρώτος όρος θα καθορίσει τον δεύτερο ( Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία,  Payot, 1990, σ. 116.). Στην τελευταία περίπτωση, αυτό θα σήμαινε ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται ικανός να τροποποιεί την τάξη των αλληλουχιών (καθώς η ορθολογική σκέψη είναι παλιά πολλές χιλιάδες χρόνια) και θα έτεινε να εξαφανίσει τους διαχωρισμούς (η επιστημονική σκέψη παρέμεινε πράγματι πολύ καιρό μακριά από τις τεχνικές και οικονομικές εφαρμογές της και ως εκ τούτου από την άσκηση της εξουσίας) με την ενσωμάτωση της τεχνο-επιστήμης, όχι μόνο στην παραγωγή, αλλά στη διαδικασία της ίδιας της ζωής στην κεφαλαιοποιημένη κοινωνία.


Το 21, Ιουν 2013 στις 15:34 PASOBROLA Bernard έγραψε:
Ναι, ακόμη και αν δεν αναφέρεται ο Βέμπερ στο απόσπασμα (LInstitution imaginaire, premier abord, § Limaginaire dans le monde moderne, éd. Points-Seuil, 1975), ο Καστοριάδης θέτει υπό αμφισβήτηση την "ορθολογική" πλευρά του εργαλειακού "εξορθολογισμού": 
«Η κυριαρχία του φαντασιακού είναι εξίσου σαφής όσον αφορά στη θέση των ανθρώπων, σε όλα τα επίπεδα της παραγωγικής και οικονομικής δομής. Αυτή η υποτιθέμενη ορθολογική οργάνωση παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός συστηματικού παραληρήματος. Αυτό είναι γνωστό και έχει ειπωθεί εδώ και πολύ καιρό, αλλά κανείς δεν το πήρε στα σοβαρά, εκτός από τους ανθρώπους που δεν είναι σοβαροί όπως οι ποιητές και οι πεζογράφοι. Αντικαθιστά, ό,τι αφορά τον εργάτη, τον υπάλληλο, ή ακόμα και το «στέλεχος», τον άνθρωπο με ένα σύνολο τμηματικών χαρακτηριστικών που επιλέγονται αυθαίρετα σε συνάρτηση με ένα αυθαίρετο σύστημα σκοπών και με αναφορά σε μια ψευδο-εννοιολόγηση εξίσου αυθαιρέτη, και τον χειρίζεται στην πράξη αναλόγως, αντανακλά μια επικράτηση του φαντασιακού, το οποίο, ανεξάρτητα από την "αποδοτικότητά" του στο σύστημα, δεν διαφέρει από αυτό των κοινωνιών των πιο αρχαϊκών των πιο "παράξενων". Το να αντιμετωπίσετε έναν άνθρωπο ως πράγμα ή ως καθαρά μηχανικό σύστημα δεν είναι λιγότερο, αλλά περισσότερο φαντασιακό από το να υποκρίνεστε ότι βλέπετε στο πρόσωπό του μια κουκουβάγια. Αυτό αντιπροσωπεύει ένα άλλο βαθμό καταβύθισης στο φαντασιακό, διότι όχι μόνο η πραγματική σχέση του ανθρώπου με μια κουκουβάγια είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από ό, τι με ένα μηχάνημα, αλλά καμία πρωτόγονη κοινωνία δεν έχει εφαρμόσει τόσο ριζικά τις συνέπειες της προσομοίωσης των ανθρώπων σε κάτι άλλο, από ό, τι η σύγχρονη βιομηχανία στην μεταφορά του αυτόματου-ανθρώπου 
Οι αρχαϊκές κοινωνίες φαίνεται πάντα να διατηρούν μια ορισμένη διττότητα σε αυτές τις προσομοιώσεις, αλλά η σύγχρονη κοινωνία τις παίρνει, στην πρακτική της, κυριολεκτικά με τον πιο άγριο ​​τρόπο.  Και δεν υπάρχει καμία ουσιαστική διαφορά στο είδος των νοητικών λειτουργιών, όπως και στις βαθιές ψυχολογικές συμπεριφορές μεταξύ ενός τεϊλορικού μηχανικού ή ενός βιομηχανικού ψυχολόγου από τη μία πλευρά, που απομονώνουν τις χειρονομίες, μετρούν τους συντελεστές, αποσυνθέτουν το πρόσωπο σε «παράγοντες» κατασκευασμένους και τον ανασυνθέτουν σε ένα δεύτερο αντικείμενο, και ενός φετιχιστή που απολαμβάνει το θέαμα ενός ψηλοτάκουνου παπουτσιού ή ζητάει από μια γυναίκα να μιμηθεί ένα φανοστάτη. "( op. cit. , σελ.. 238) 
Πέρα από αυτό, μπλέκεται, όταν προσπαθεί να διακρίνει ανάμεσα σε λογική και εξορθολογισμό, λογική-μαθηματική και φαντασιακή γλώσσα, κλπ.. Χάνεται στις ψεύτικες αντινομίες και, για να ανακτήσει μια επίφαση συνοχής, μιλά, για παράδειγμα, για την «αυτονόμηση» της λογικής (Domaine de lhomme, Réflexions sur le «développement » et la « rationalité »)
, «Γιατί, υπενθυμίζω, τόσο γρήγορα και τόσο άσχημα όλα αυτά; Για να τονίσω όσο το δυνατόν εντονότερα ότι το παράδειγμα της «ορθολογικότητας», στο οποίο ζει ο καθένας σήμερα, το οποίο κυριαρχεί επίσης όλες τις συζητήσεις σχετικά με την «ανάπτυξη», δεν είναι παρά μιας ιδιαίτερη ιστορική δημιουργία, αυθαίρετη, τυχαία. Προσπάθησα να το δείξω με λίγο περισσότερη λεπτομέρεια στις παραγράφους της γραπτής έκθεσής μου σχετικά με την οικονομία, αφενός, και την τεχνική, αφετέρου. Θα προσθέσω μόνο εδώ ότι, αν το παράδειγμα αυτό μπόρεσε να "λειτουργήσει" και με σχετική "αποδοτικότητα", αλλά ωστόσο τρομακτικά, όπως γνωρίζουμε, είναι επειδή δεν είναι εντελώς «αυθαίρετο» : υπάρχει μια μη τετριμμένη πτυχή για το τι είναι, η οποία προσφέρεται για την ποσοτικοποίηση και τον υπολογισμό, και υπάρχει μια διάσταση της γλώσσας μας και οποιασδήποτε άλλης γλώσσας που δεν μπορεί να εξαλειφθεί, που είναι κατ 'ανάγκην "λογική-μαθηματική" και η οποία ενσαρκώνει στην πραγματικότητα αυτό που είναι, στην καθαρή μαθηματική μορφή της, η θεωρία των συνόλων. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε μια κοινωνία που δεν μετρά, ταξινομεί, διακρίνει, χρησιμοποιεί την αρχή του αποκλειόμενου μέσου, κλπ.. Και κατά μία έννοια, από την στιγμή όπου καταλαβαίνουμε ότι μπορούμε να υπολογίζουμε πέρα από κάθε δεδομένο αριθμό, όλα τα μαθηματικά είναι δυνητικά εκεί  και επομένως οι δυνατότητες εφαρμογής τους, σε κάθε περίπτωση, αυτή η "δυνητικότητα " σήμερα αναπτύσσεται, διευρύνεται, πραγματοποιείται, και δεν μπορούμε ούτε να πάμε πίσω, ούτε να ενεργούμε σαν να μην υπάρχει. Αλλά το ερώτημα είναι να την επανεισάγουμε στην κοινωνική ζωή, στην οποία δεν θα είναι πλέον το αποφασιστικό και κυρίαρχο στοιχείο, όπως είναι σήμερα. Πρέπει να αμφισβητήσουμε την μεγαλύτερη τρέλα της σύγχρονης Δύσης, η οποία είναι να θέτει την "λογική" ως κυρίαρχη, προσδοκώντας από την " λογική " τον εξορθολογισμό και από τον εξορθολογισμό την ποσοτικοποίηση. Είναι αυτό το πνεύμα, που λειτουργεί πάντα (ακόμα και εδώ, όπως φαίνεται από τη συζήτηση), που πρέπει να καταστραφεί. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η «λογική» είναι μόνο μια στιγμή ή διάσταση της σκέψης, και γίνεται τρελή όταν αυτονομείται. "(op. cit., pp. 194 - 195)
Όμως αυτονομείται σε σχέση με τι; Με το φαντασιακό; Απ’την άλλη έχουμε ως δεδόμενο ότι δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε ορθολογικό και φαντασιακό; Υπάρχει μια λογική που δεν ποσοτικοποιήσιμη;  Ποια; Ακόμη και σε πολύ πρωτόγονες κοινωνίες, υπάρχει μια πρωταρχική λογιστική της σεξουαλικής συναλλαγής, της συγγένεια, κλπ.. 
Η απορία δεν σβήνει αν αρνούμαστε να αποκαλέσουμε ορθολογικές κάποιες μορφές άσκησης της λογικής και ανορθολογικές άλλες. Ο ορθολογισμός δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να μετατρέπει το χρόνο σε χώρο και, ως εκ τούτου, παρέχει ένα μεγάλο έλεγχο του κόσμου (ένα κόσμο αντιληπτό μόνο με μια χωρική οπτική), μια δυνατότητα πρόβλεψης και πρόληψης που αυξάνει εκθετικά την περιοχή του και την άσκηση της εξουσίας. Πιστεύω ότι δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ έλογης λογικής από τη μία πλευρά, και τρελής λογικής με στόχο το απροσδιόριστο από την άλλη. Το πρόβλημα της λογικής οφείλεται στο γεγονός ότι έρχεται από το χρονικό πλαίσιο, ότι έχει επομένως εμμονή με την "πράξη" και είναι ανίκανη για αναστοχασμό. Ο μύθος δεν αποτελεί πλέον μια αξιόπιστη εξωτερικότητα, μένει η ελπίδα ότι θα γεννηθεί ένα νέο φαντασιακό από το ίδιο το πεδίο της λογικής που θα επανεισάγει τη χρονική διάσταση της ζωής, απελευθερωμένης τελικά από τις έννοιες της «πορείας», του «στόχου», κλπ.. που θα ξαναβρεί τη βάση της χρονικής ροής.
Η 25 του Ιούνη, 2013 στις 21:43 PASOBROLA Bernard έγραψε:
Συμφωνώ απόλυτα με τα σχόλιά σου σχετικά με τον Σουμπέτερ στο μήνυμά σου της 21ης Ιουνίου (παράγραφος 3). Αυτή η "δημιουργική καταστροφή" είναι μια ρευστή κίνηση η οποία, μεταξύ άλλων αξιοσημείωτων πτυχών κάνει την τεχνική ένα αιώνια μεταβατικό στάδιο, ένα εργαλείο για τον πάντα ελλιπή έλεγχο των ανθρώπων πάνω στο περιβάλλον τους. Ο Σουμπέτερ ορθώς επισημαίνει ότι: «Ένα σύστημα - οποιοδήποτε σύστημα, οικονομικό ή άλλο - που θεωρείται ανά πάσα στιγμή ότι λειτουργεί στο μέγιστο των δυνατοτήτων του μπορεί, ωστόσο, μακροπρόθεσμα να είναι κατώτερο από ένα σύστημα που δεν έχει επιτύχει σε οποιαδήποτε στιγμή το αποτέλεσμα, μια τέτοια αποτυχία μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια το επίπεδο ή τη δυναμική της μακροπρόθεσμης απόδοσης  [17]».  Ξαναβρίσκουμε εδώ ένα καλό παράδειγμα της τάσης ρευστού / στερεού, βασικής μεταφοράς του καπιταλισμού. 
Αυτός είναι ο λόγος που η εργαλειακή ορθολογικότητα χαρακτηριστική του καπιταλισμού είναι ιδιαίτερη και κινούμενη, ψάχνοντας πάντα για μια ισορροπία και μια αποτελεσματικότητα που είναι αδύνατο να επιτευχθεί, με μια λέξη: ρευστή. Υπάρχουν μερικά καλά αποσπάσματα σχετικά με αυτό στο Κεφάλαιο 11 - Ο πολιτισμός του καπιταλισμού , (op. cit., pp. 150-160) όπου ο Σουμπέτερ παρουσιάζει μια πολύ πιο λεπτομερή εικόνα της τεχνικής και του ορθολογισμού απ’ ότι πολλοί σημερινοί νεο-μαρξιστές.
Για παράδειγμα, γράφει: 
«Δεν είναι μόνο το μηχανοποιημένο σύγχρονο εργοστάσιο και ο όγκος της παραγωγής που βγαίνει, δεν είναι μόνο η σύγχρονη τεχνολογία και οικονομική οργάνωση, αλλά όλα τα χαρακτηριστικά των επιδόσεων του σύγχρονου πολιτισμού που προέρχονται, άμεσα ή έμμεσα, από την καπιταλιστική  διαδικασία. Θα πρέπει επομένως να αποκαλύπτονται σε οποιοδήποτε απολογισμό του καπιταλισμού και σε κάθε ετυμηγορία που επικεντρώνεται στο ευ πράττειν του και στο κακώς πράττειν του. 
Εξετάστε την ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης και το μακρύ κατάλογο των εφαρμογών της. Είναι προφανές ότι τα αεροπλάνα, τα ψυγεία, η τηλεόραση και ούτω καθεξής είναι οι καρποί της οικονομίας του κέρδους. Επιπλέον, αν και ένα σύγχρονο νοσοκομείο γενικά δεν λειτουργεί επικερδώς, δεν είναι λιγότερο το προϊόν του καπιταλισμού, όχι μόνο για άλλη μια φορά, γιατί το καπιταλιστικό σύστημα παρέχει τη δημιουργική θέληση και τα υλικά μέσα, αλλά επίσης-και αυτό ισχύει πολύ περισσότερο- επειδή ο καπιταλιστικός ορθολογισμός παρέχει τις συνήθειες του μυαλού χάρη στις οποίες έχουν αναπτυχθεί οι μεθόδοι που εφαρμόζονται σε αυτά τα νοσοκομεία. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι νίκες, που δεν έχουν ακόμη κερδηθεί πλήρως, αλλά είναι εν όψει, για την σύφιλη, την φυματίωση και τον καρκίνο, είναι ή θα είναι καπιταλιστικά επιτεύγματα, όπως είναι τα αυτοκίνητα ή οι αγωγοί ή ο χάλυβας Bessemer. Στην περίπτωση της ιατρικής, βρίσκουμε στο υπόβαθρο των μεθόδων ένα καπιταλιστικό επάγγελμα, τόσο επειδή λειτουργεί με την νοοτροπία των επιχειρήσεων όσο και επειδή είναι ένα μίγμα της βιομηχανικής και εμπορικής αστικής τάξης. Ωστόσο, ακόμη και αν δεν ήταν έτσι, η σύγχρονη ιατρική και υγιεινή, δεν θα ήταν λιγότερο (όπως και η σύγχρονη εκπαίδευση) τα υποπροϊόντα του καπιταλιστικού συστήματος. "( op. cit. , σελ.. 155)