Στη φεουδαρχική εποχή, οι εξεγέρσεις των χωρικών ήταν τόσο
συχνές όσο και αφοπλισμένες. Συχνές, γιατί δημιουργώντας τον πλούτου και
μη διαθέτοντας τίποτα, αλλά υποφέροντας από τις σκληρές συνθήκες της κυριαρχίας
της εποχής, οι αγρότες εξεγέρθηκαν εναντίον της, αφοπλισμένες καθώς η αγροτική
κοινωνία στην οποία εκδηλώνονται δεν βασίζεται στην γεωργική παραγωγή, αλλά
στην έγγεια ιδιοκτησία και στους θεοκρατικούς θεσμούς που νομιμοποιούνται από
την θέση και το αίμα.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, η αγροτιά υπόκειται στην
διαλεκτική των τάξεων χωρίς να συμμετέχει ως τάξη-υποκείμενο. Βρίσκεται
στο ρόλο μιας βοηθητικής δύναμης, της μιας ή της άλλης από τις δύο
ανταγωνιστικές τάξεις, πιο συχνά ως σύμμαχος της αστικής τάξης (ιδεολογική
υποστήριξη και κρέας στα κανόνια των ιμπεριαλιστικών πολιτικών), αλλά μερικές
φορές και ως παρεμβαίνουσα στους προλεταριακούς αγώνες (εξέγερση των
καλλιεργητών του Midi).
Οι "εκσυγχρονισμοί" της γεωργίας μετά το Δεύτερο
Παγκόσμιο Πόλεμο και στην δεκαετία του 60 ολοκλήρωσαν την εξαφάνιση απ’ ό, τι ακόμα απέμενε, σε
ορισμένες αγροτικές περιοχές, του παλαιού αγροτικού πολιτισμού, η αγροτική εκμετάλλευσης
του παραγωγισμού, εξαρτώμενη όλο και περισσότερο από τις τράπεζες, τις γεωργικές
επιχειρήσεις και τις ευρωπαϊκές πολιτικές, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή το
προϊόν της, επέτρεψε την πλήρη ενσωμάτωση της γεωργίας στις απαιτήσεις μιας
οικονομίας που καταφέρνει να ξεπερνά όλο και περισσότερο την εργασία των
παραγωγών.
Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, είναι την ίδια στιγμή που το
κεφάλαιο επιδιώκει, τόσο στον τομέα της γεωργίας όσο και στο σύνολο της
οικονομίας, να απελευθερωθεί από τον παραγωγικό του χρόνο, που πραγματοποιούνται
σημαντικές συνδέσεις μεταξύ των αγροτών και των εργαζομένων. Δημιουργούνται
τότε οι οργανώσεις "αγροτών-εργατών", που, στα τέλη της δεκαετίας του
'60 και στη δεκαετία του '70, συμμετείχαν έντονα στους αντι-καπιταλιστικούς
αγώνες. Ήδη κατά τη διάρκεια των απεργιών του 1968, οι επιτροπές δράσης
εργαζόμενων- αγροτών εξέφρασαν αυτή την πολιτική ενότητα για να αλλάξουν τον
κόσμο και να μεταμορφώσουν τη ζωή. Το 1973, οι αλληλέγγυοι στους εργαζόμενους
της Lip (σ.μ. εργοστάσιο ρολογιών) και των
αγροτών του Larzac τοποθετούνται στην ίδια προοπτική.
Αλλά αυτοί οι αγώνες συνάντησαν τα όριά τους στις παραδοχές του
παραγωγισμού που ήταν τότε ευρέως αποδεκτές από όλους τους «προοδευτικούς» και
«αυτο-διαχειριστές» της εποχής. Αυτή η ενότητα των παραγωγών με τους παραγωγούς δεν βρήκε την πολιτική της διέξοδο,
στο βαθμό που είναι η ίδια η παραγωγή που άρχισε να διαλύεται στη συνολική
διαδικασία της οικονομίας.
Έτσι, αυτό που ήταν η δύναμη των μαχών γύρω από το Larzac (αντικαπιταλιστική
ενότητα, κριτική στη στρατιωτικοποίηση της περιοχής), ήταν επίσης ένα όριο
δεδομένου ότι η πλειοψηφία του κινήματος ικανοποιήθηκε με το σταμάτημα της
επέκτασης του στρατοπέδου. Η εγκατάσταση των συνεργατικών ομάδων αγροτών στις
απελευθερωμένες περιοχές, ακόμα και αν εκδηλώνουν μια κάποια κοινοτικοποίηση της
δραστηριότητας και της ζωής (GFA στο αγρόκτημα la-Blaquiere) καταλήγουν ωστόσο
σε νέες μορφές αξιοποίησης του χώρου: αυτοκινητόδρομος, πράσινος τουρισμός,
πολιτιστικά φεστιβάλ, κλπ..
Από τις αρχές της δεκαετίας του '80, οι αγώνες των ομάδων που δηλώνουν
"αγρότες" και υποστηρικτές μιας "αγροτικής καλλιέργειας"
χαρακτηρίζονταν όλοι από μια ενότητα των συμφερόντων και των εξεγέρσεων των
παραγωγών και των καταναλωτών. Επειδή μέσα στην νεωτερίστικη ανασύσταση
του κόσμου, η παλαιά αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο έχει, και αυτή,
διαλυθεί. Τα άτομα σήμερα ζουν σε αστικά
χαοτικά συνονθυλεύματα, αισθανόμενοι την
ύπαιθρο ως το χώρο της καθαρότητας και ως τον κόσμο του όμορφου τοπίου. Αυτή
η στοχαστική συμπεριφορά δεν οδηγεί σε μια καταδίκη της δραστηριότητας των
αγροτών που ωστόσο μεταμορφώνουν τη φύση και την καταστρέφουν. Μυθοποιημένη, η πραγματική
δραστηριότητα των αγροτών μετατρέπεται στη φαντασία πολλών σε προστασία της
φύσης η οποία επιτρέπει μια ευρεία ιδεολογική ομαδοποίηση γύρω από την «αγροτική
καλλιέργεια». Σ’ αυτό τον κόσμο όπου όλα τα άτομα προσχωρούν στην
κατανάλωση και στην υπεράσπιση της «ποιότητας της ζωής τους», τα κινήματα που
αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για τη γεωργία έχουν οδηγηθεί να γίνουν
«κοινωνικά» και «των πολιτών», καθώς αντιτάσσονται σ’ αυτό που κάνει σήμερα η
πραγμοποιημένη ενοποίηση της ζωής.
Οι αγώνες γύρω από το Larzac και οι εσωτερικές τους αντιφάσεις περιέχουν
ήδη τα σημάδια της αδυναμίας να επιτευχθεί μια "αγροτική καλλιέργεια"
αυτονομημένη από τις γενικές συνθήκες αναπαραγωγής της ζωής από το
κεφάλαιο. Επανενεργοποιόντας σε ένα βαθμό τον εργατισμό της αγροτιάς την αρμονία
του αγροκτήματος, την αύξηση της πολύ-καλλιέργειας που ήταν, στην εποχή του,
ένας τρόπος συμβίωσης των χωρικών, φιλικός με την φύση, οι αγρότες της Larzac τονίζουν,
στην πραγματικότητα, την ρήξη μεταξύ της παραδοσιακής δραστηριότητας των
αγροτών και του παγκόσμιου ελέγχου της γεωργικής παραγωγής από τις επιχειρήσεις
της εκτεχνίκευσης της ζωής.
Είναι μια κρίση γενική και βαθιά της ανθρώπινης δραστηριότητας
αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα και στην οποία συμμετέχουν όλοι και όλα. Η
εποχή δεν είναι πλέον αυτή που, επιστρέφοντας στο σπίτι, ο εργάτης του
εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας περνούσε από το αγρόκτημα για να γεμίσει το
μπουκάλι του γάλακτος αρμέγοντας μια αγελάδα, ούτε πλέον αυτή όπου το μπουκάλι γάλακτος παραδίδεται κάθε
πρωί στις πόρτες των HLM (σ.μ. κατοικίες ελεγχόμενου ενοικίου). Η παλιά
οργανική σχέση μεταξύ της γεωργικής δραστηριότητας και αυτού που ήταν η
εργατική τάξη είχε σπάσει οριστικά σε σημείο που πολλοί άνθρωποι αγνοούν ή έχουν
ξεχάσει την "φυσική" προέλευση ενός κουτιού από γάλα και ενός τελάρου
από ψάρια. Μακριά από μας εδώ, η ιδέα της εξύψωσης αυτού που θα μπορούσε
να ήταν μια "πραγματική ζωή" σε μια εποχή που όλες οι δραστηριότητες
δεν ήταν αυτονομημένες, καθώς αυτή η υποτιθέμενη «πραγματική ζωή» του
παρελθόντος βασίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και στην φτώχεια των
αγροτών.
Τώρα που η παραγωγή δεν διέπεται πλέον από το παράδειγμα του
παραγωγού και που το κεφάλαιο ενοποιεί την διαδικασία του, ενσωματώνοντας την
παραγωγική σφαίρα και την παλαιά δραστηριότητα, την λεγόμενη μη-παραγωγική,
γεωργική παραγωγή και διατροφική κατανάλωση έχουν γίνει αδιαχώριστα. Σταθερά
εξαρτώμενος από τα υλικά - συμπεριλαμβανομένων, επομένως, των γενετικά
τροποποιημένων – που του παρέχουν οι επιχειρήσεις, ο "αγρότης παραγωγός",
ο οποίος ήταν κάποτε σε θέση να αντισταθεί στο κεφάλαιο, στο βαθμό που αυτό δεν
μπόρεσε ποτέ να εξαλείψει την μικρή ιδιοκτησία, είναι σήμερα εξουδετερωμένος, μέσα
στον ρόλο του ελεγχόμενου προϊόντος του. Οι παλιές αγροτικές γνώσεις έχουν
τεθεί στο μουσείο, οι τεχνικές γνώσεις που απαιτούνται για τις τρέχουσες
συνθήκες παραγωγής του διαφεύγουν πλέον κατ’ ουσία. Σε μεγάλο βαθμό στερημένος
αυτής της αρχαίας γνώσης των «νόμων της φύσης», υπόκειται στις ιδιοτροπίες των
διαδικασιών ασφαλείας που έχουν νομικό και εμπορικό χαρακτήρα και ονομασίες όπως: αρχή της πρόληψης,
ιχνηλασιμότητα του προϊόντος, πρότυπα διανομής.
Οι εκ των υστέρων έλεγχοι, που προορίζονται κυρίως στο να
καθησυχάσουν τους καταναλωτές, υποτίθεται ότι ρυθμίζουν αυτά τα τρία συστατικά
της σύγχρονης γεωργίας, που είναι οι βιοεπιστήμες, η παραγωγή και η
διατροφή. Από αυτή την τριπλή ανάγκη προκύπτει η κλιμάκωση
της «γαλλικής εξαίρεσης» ενάντια στο "πρόχειρο φαγητό", που,
αν και ενώνεται περιστασιακά με τον "αγροτικό" θυμό, για την μεγάλη
πλειοψηφία των ατόμων δεν έχει μια διάσταση λιγότερο καταναλωτική που την στερεί
από την ανατρεπτική δύναμη που οι υποκινητές της επιθυμούν να λάβει.
Έτσι, η διαδικασία του παραγωγικού εξορθολογισμού στοχεύει
ουσιαστικά να ελέγξει όλο το ζωντανό βασίλειο προσπαθώντας να προγραμματίσει
την αναπαραγωγή της ζωής των ειδών (ΓΤΟ, γονιδιώματα, βιο-τεχνολογία). Περισσότερο
από το κέρδος με τη στενή έννοια του όρου, δεδομένου ότι μπορεί επίσης να επιτευχθεί
στον τομέα της γεωργίας, είναι μια αύξηση της εξουσίας που το σύστημα αναζητά σ’
αυτόν τον πλανητικό έλεγχο των ζωντανών. Όλα συμβαίνουν ως εάν πρόκειται
να κατασκευάσουν την κοινωνική σχέση, όπως παράγονται τα αυτοκίνητα ή η
επικοινωνία. Έτσι, για παράδειγμα, οι ΓΤΟ θα τους επέτρεπαν να ελέγξουν τον
παγκόσμιο χώρο των τροφίμων, και ως εκ τούτου τους πληθυσμούς που θα
"τρέφονται" τεχνητά, επιβάλλοντας μια μοναδική μορφή των εισροών και
προμηθευτών ικανών να προσαρμοστούν σε οποιοδήποτε τύπο γεωργίας και μέγεθος
εκμεταλλεύσεων. Ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχίσουν τη μετατροπή των
σχέσεων παραγωγής στην παγκόσμια γεωργία, η οποία συνδυάζει πάντα, παρά τις
προβλέψεις του μαρξισμού, μικρές ιδιοκτησίες, μεγάλες προ-καπιταλιστικές ιδιοκτησίες
και μεγάλες καπιταλιστικές εκμεταλλεύσεις. Όλα μπορούν να συνυπάρξουν και το
κεφάλαιο δείχνει για άλλη μια φορά ότι στην μεγάλη αστάθειά του επικουρείται
από μια ικανότητα να μην επικεντρώνεται στην προτίμηση μιας απόλυτης μορφής,
αλλά αντίθετα να τις συνδυάζει.
Απέναντι σ’ αυτή τη βιολογική δυναμική του κεφαλαίου, η
πρόσφατη συγκέντρωση του Millau εξέφρασε τη δύναμη και τις αδυναμίες ενός
μετώπου πολιτών. Δύναμη από μια επιθυμία για μια ανθρώπινη κοινότητα προερχόμενη
από μια κοινωνία σχεδόν εξ ολοκλήρου κεφαλαιοποιημένη, αλλά αδυναμίες ή και μυστικοποιήσεις,
των πολιτικών στόχων μιας συμμαχίας ενάντια στον «άγριο φιλελευθερισμό» που
προσπαθεί μόνο να διαχειριστεί τον καπιταλισμό πιο «δημοκρατικά». Επειδή
οι «αντιστάσεις των πολιτών» που συμβαίνουν εκεί, είναι ταυτόχρονα παράγοντες
και αποτελέσματα από τη γενική κίνηση της κοινωνικοποίησης της οικονομίας και
του κράτους. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες από τις διεκδικήσεις της
αγροτικής Συνομοσπονδίας και του οικολογικού-δημοκρατικού κινήματος, το κράτος μετέστρεψε την γαλλική γεωργική πολιτική προς την κατεύθυνση μιας
«γεωργίας εκλογικευμένης», εγκαταλείποντας εν μέρει τον παραγωγισμό και
δίνοντας μια διακριτική υποστήριξη στα βιολογικά.
Διαχωρισμένο από κινήματα ταυτότητας και ιδιαιτεροτήτων,
δύσπιστο απέναντι στις παλιές στρατηγικές της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού,
αυτό το κίνημα εκδηλώνει μια θετική κριτική. Πιστεύει ότι οι εναλλακτικές
λύσεις είναι δυνατές αυτή τη στιγμή, ότι μπορούμε να ζήσουμε, να εργαστούμε, να
επικοινωνήσουμε και να δημιουργήσουμε με άλλο τρόπο, επιδιώκοντας να
δημιουργήσει «διαμεσολαβήσεις» - ενώ αυτές δεν είναι παρά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
- μέσω των δικτύων, της διαδραστικότητας και της έμπρακτης αλληλεγγύης. Ένα
είδος οικουμενισμού των στόχων του, το οδηγεί σε πολλούς τομείς της καθημερινής
ζωής να αντικαταστήσει το κράτος, το οποίο παρόλο που έγινε ένα κράτος
διαχειριστής, που επίσης "οργανώνεται σε δίκτυο", αφήνει σ’ αυτό που
σύμφωνα με το ίδιο εξακολουθεί να είναι η κοινωνία των πολιτών, την φροντίδα των
"τοπικών" ή "ευαίσθητων" παρεμβάσεων. Εξ ου και ο
πολλαπλασιασμός των πρακτικών των ομάδων πίεσης, που εξυψώνουν τις υποκειμενικότητες
σε εκμοντερνισμό και οδηγούν τους αγώνες σε νομικές διεξόδους, σε ένα διαρκή
ορισμό νέων δικαιωμάτων που πρέπει να αναγνωριστούν (δικαίωμα σε μια υγιεινή
διατροφή, τα δικαιώματα για πρόσβαση στο Internet , δικαιώματα των ζώων, των
δέντρων, τα περιβαλλοντικά δικαιώματα, τα δικαιώματα για πολιτιστικές
δραστηριότητες, κλπ.) .. Ξεχνούν ότι ο νόμος είναι μια κατηγορία του
κράτους και ότι η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία έχει περιορίσει τα διατροφικά
καταφύγια ή τους θύλακες αντίστασης που ήταν αγροτικές ή ορεινές περιοχές και
τις περιοχές για τους επαναστάτες και στασιαστές.
Τώρα σε όλα πρέπει να επιτεθούμε καθώς το κεφάλαιο επιτίθεται
σε όλα.
Οι κλήσεις για τη δημιουργία μιας "νέας κοινωνίας των
πολιτών" είναι γελοίες και πολύ απλά χειραγωγητικές όταν προέρχονται από
πολιτικούς ή ομάδες πίεσης γύρω από το κράτος (ATTAC και οι Σοσιαλιστές
βουλευτές του, Πράσινοι, κλπ). Δεν είμαστε πλέον στην ιστορική κατάσταση
της διαμόρφωσης της σύγχρονης δημοκρατίας, στην διάρκεια της οποίας η κοινωνία
των πολιτών αντιπροσώπευε την καθολικότητα της κυρίαρχης τάξης. Σήμερα δεν
υπάρχει καμία «νέα κοινωνία των πολιτών» να ελπίζουμε να δούμε να εμφανίζεται,
των «νέων κοινωνικών κινημάτων». Η μόνη κοινωνία των πολιτών στην ιστορία
ήταν αυτή της αστικής τάξης και έχει εξαφανιστεί εντελώς.
Το να πούμε ότι «ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα" απλά δεν λαμβάνει
υπ’ όψη τις αλλαγές στο καπιταλιστικό σύστημα. Το να πούμε ότι «ο κόσμος δεν
είναι εμπόρευμα» εκφράζει ίσως ένα ενωτικό σύνθημα αλλά στο κάτω μέρος εισάγει
την ψευδαίσθηση μιας δυνατής απόστασης μεταξύ του "κόσμου" και της
οικονομίας, της πολιτικής. Αν, όπως πράγματι συμβαίνει, τουλάχιστον προς το
παρόν, αυτή η δήλωση δεν κάνει να αναδυθεί η ουτοπική και πολιτική διάσταση, δεν
μπορεί παρά να οδηγήσει σε λανθασμένα μονοπάτια. Λανθασμένα μονοπάτια, άλλωστε,
συμπληρωματικά, που είναι η επίκληση του κράτους από τη μία πλευρά, με την απαίτηση
για τη ρύθμιση της αγοράς - ενώ είναι ακριβώς η ρύθμιση που δημιουργεί την
αγορά - και από την άλλη πλευρά, η ιδέα ότι ο κόσμος είναι λάθος διαχειριζόμενος,
το οποίο ανοίγει το πεδίο σε όλες τις απόψεις. Το να πούμε ότι «ο κόσμος
δεν είναι εμπόρευμα" γίνεται επομένως μια έννοια αστήρικτη, γιατί αυτός ο
κόσμος που επεκτείνει την καταστροφή, αλλά και τις επιτυχίες του, είναι επίσης
αυτός που εμείς παράγουμε. Οι αγρότες του παραγωγισμού και της ρύπανσης δεν
μπορούν να το κρύψουν περισσότερο από άλλους, μόνο και μόνο επειδή είναι «πιο
κοντά στη φύση». Στην καλύτερη περίπτωση, οι αγρότες είναι απλά πιο κοντά
στη συνειδητοποίηση του τι δεν πρέπει να κάνουμε. Το γεγονός ότι αυτή η
συνείδηση συναντά τις αντι-καπιταλιστικές θέσεις των κριτικών ατόμων – είτε
είναι αγρότες είτε όχι- επιτρέπει σε κάποια σημεία, να συνδυαστούν δύο
παραδόσεις της άμεσης δράσης, αυτή των αγροτών και αυτή των επαναστατών. Η
παράκαμψη βρίσκεται, στην περίπτωση των διαγονιδιακών, αν μπορέσει να επιτεθεί και
να ασκήσει κριτική στο γενικό επίπεδο της αναπαραγωγής της κοινωνίας και του
είδους, δεν μπορεί όμως, δυστυχώς, να προσδιορίσει συγκεκριμένα τις προοπτικές
σ’ ένα πλαίσιο που αστικοποιείται και εκτεχνικεύεται όλο και περισσότερο.
Απλά μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουμε
από μια "αγροτική καλλιέργεια", συμπεριλαμβανομένης της ριζοσπαστικής
εκδοχής του «όλοι αγρότες», η οποία, αποκρύπτοντας τα επιτεύγματα της
τεχνολογίας και της εξατομίκευσης παραιτείται για να ανακαλύψει τρόπους να
παράγουμε, που οδηγούν έξω από τον κύκλο της γεωργίας που άρχισε στην Νεολιθική
Εποχή. Γιατί αν δεν είχαμε πάντα μια εκμετάλλευση-καταστροφή της φύσης,
στις ιστορικές κοινωνίες, αμετάβλητα, οι γεωργικές πρακτικές στόχευαν πιο πολύ
στην κυριαρχία των φυτών και των ζώων από την αυξημένη συγκομιδή. Στη
σύγχρονη εποχή, ο καπιταλισμός έχει κάνει την γεωργία να αποτελεί βασική
συνιστώσα της διαδικασίας αξιοποίησης, και θα το πάει μέχρι να την
μεταμορφώσει σ’ αυτό το περίφημο «διατροφικό όπλο» στην υπηρεσία της παγκόσμιας
στρατηγικής της παραγωγής και αναπαραγωγής της εξουσίας.