Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

ΟΙ ΣΠΟΡΟΙ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΕΔΑΦΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ


Temps Critiques, Σεπτέμβριος 2000

Στη φεουδαρχική εποχή, οι εξεγέρσεις των χωρικών ήταν τόσο συχνές όσο και αφοπλισμένες. Συχνές, γιατί δημιουργώντας τον πλούτου και μη διαθέτοντας τίποτα, αλλά υποφέροντας από τις σκληρές συνθήκες της κυριαρχίας της εποχής, οι αγρότες εξεγέρθηκαν εναντίον της, αφοπλισμένες καθώς η αγροτική κοινωνία στην οποία εκδηλώνονται δεν βασίζεται στην γεωργική παραγωγή, αλλά στην έγγεια ιδιοκτησία και στους θεοκρατικούς θεσμούς που νομιμοποιούνται από την θέση και το αίμα.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, η αγροτιά υπόκειται στην διαλεκτική των τάξεων χωρίς να συμμετέχει ως τάξη-υποκείμενο. Βρίσκεται στο ρόλο μιας βοηθητικής δύναμης, της μιας ή της άλλης από τις δύο ανταγωνιστικές τάξεις, πιο συχνά ως σύμμαχος της αστικής τάξης (ιδεολογική υποστήριξη και κρέας στα κανόνια των ιμπεριαλιστικών πολιτικών), αλλά μερικές φορές και ως παρεμβαίνουσα στους προλεταριακούς αγώνες (εξέγερση των καλλιεργητών του Midi).
Οι "εκσυγχρονισμοί" της γεωργίας μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στην δεκαετία του 60 ολοκλήρωσαν  την εξαφάνιση απ’ ό, τι ακόμα απέμενε, σε ορισμένες αγροτικές περιοχές, του παλαιού αγροτικού πολιτισμού, η αγροτική εκμετάλλευσης του παραγωγισμού, εξαρτώμενη όλο και περισσότερο από τις τράπεζες, τις γεωργικές επιχειρήσεις και τις ευρωπαϊκές πολιτικές, ανεξάρτητα από το μέγεθος ή το προϊόν της, επέτρεψε την πλήρη ενσωμάτωση της γεωργίας στις απαιτήσεις μιας οικονομίας που καταφέρνει να ξεπερνά όλο και περισσότερο την εργασία των παραγωγών.
Ωστόσο, κατά παράδοξο τρόπο, είναι την ίδια στιγμή που το κεφάλαιο επιδιώκει, τόσο στον τομέα της γεωργίας όσο και στο σύνολο της οικονομίας, να απελευθερωθεί από τον παραγωγικό του χρόνο, που πραγματοποιούνται σημαντικές συνδέσεις μεταξύ των αγροτών και των εργαζομένων. Δημιουργούνται τότε οι οργανώσεις "αγροτών-εργατών", που, στα τέλη της δεκαετίας του '60 και στη δεκαετία του '70, συμμετείχαν έντονα στους αντι-καπιταλιστικούς αγώνες. Ήδη κατά τη διάρκεια των απεργιών του 1968, οι επιτροπές δράσης εργαζόμενων- αγροτών εξέφρασαν αυτή την πολιτική ενότητα για να αλλάξουν τον κόσμο και να μεταμορφώσουν τη ζωή. Το 1973, οι αλληλέγγυοι στους εργαζόμενους της  Lip (σ.μ. εργοστάσιο ρολογιών) και των αγροτών του Larzac τοποθετούνται στην ίδια προοπτική.
Αλλά αυτοί οι αγώνες συνάντησαν τα όριά τους στις παραδοχές του παραγωγισμού που ήταν τότε ευρέως αποδεκτές από όλους τους «προοδευτικούς» και «αυτο-διαχειριστές» της εποχής. Αυτή η ενότητα των παραγωγών με τους  παραγωγούς δεν βρήκε την πολιτική της διέξοδο, στο βαθμό που είναι η ίδια η παραγωγή που άρχισε να διαλύεται στη συνολική διαδικασία της οικονομίας.
Έτσι, αυτό που ήταν η δύναμη των μαχών γύρω από το Larzac (αντικαπιταλιστική ενότητα, κριτική στη στρατιωτικοποίηση της περιοχής), ήταν επίσης ένα όριο δεδομένου ότι η πλειοψηφία του κινήματος ικανοποιήθηκε με το σταμάτημα της επέκτασης του στρατοπέδου. Η εγκατάσταση των συνεργατικών ομάδων αγροτών στις απελευθερωμένες περιοχές, ακόμα και αν εκδηλώνουν μια κάποια κοινοτικοποίηση της δραστηριότητας και της ζωής (GFA στο αγρόκτημα la-Blaquiere) καταλήγουν ωστόσο σε νέες μορφές αξιοποίησης του χώρου: αυτοκινητόδρομος, πράσινος τουρισμός, πολιτιστικά φεστιβάλ, κλπ..
Από τις αρχές της δεκαετίας του '80, οι αγώνες των ομάδων που δηλώνουν "αγρότες" και υποστηρικτές μιας "αγροτικής καλλιέργειας" χαρακτηρίζονταν όλοι από μια ενότητα των συμφερόντων και των εξεγέρσεων των παραγωγών και των καταναλωτών. Επειδή μέσα στην νεωτερίστικη ανασύσταση του κόσμου, η παλαιά αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο έχει, και αυτή,  διαλυθεί. Τα άτομα σήμερα ζουν σε αστικά χαοτικά συνονθυλεύματα,  αισθανόμενοι την ύπαιθρο ως το χώρο της καθαρότητας και ως τον κόσμο του όμορφου τοπίου. Αυτή η στοχαστική συμπεριφορά δεν οδηγεί σε μια καταδίκη της δραστηριότητας των αγροτών που ωστόσο μεταμορφώνουν τη φύση και την καταστρέφουν. Μυθοποιημένη, η πραγματική δραστηριότητα των αγροτών μετατρέπεται στη φαντασία πολλών σε προστασία της φύσης η οποία επιτρέπει μια ευρεία ιδεολογική ομαδοποίηση γύρω από την «αγροτική καλλιέργεια». Σ’ αυτό τον κόσμο όπου όλα τα άτομα προσχωρούν στην κατανάλωση και στην υπεράσπιση της «ποιότητας της ζωής τους», τα κινήματα που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις για τη γεωργία έχουν οδηγηθεί να γίνουν «κοινωνικά» και «των πολιτών», καθώς αντιτάσσονται σ’ αυτό που κάνει σήμερα η πραγμοποιημένη ενοποίηση της ζωής.
Οι αγώνες γύρω από το Larzac και οι εσωτερικές τους αντιφάσεις περιέχουν ήδη τα σημάδια της αδυναμίας να επιτευχθεί μια "αγροτική καλλιέργεια" αυτονομημένη από τις γενικές συνθήκες αναπαραγωγής της ζωής από το κεφάλαιο. Επανενεργοποιόντας σε ένα βαθμό τον εργατισμό της αγροτιάς την αρμονία του αγροκτήματος, την αύξηση της πολύ-καλλιέργειας που ήταν, στην εποχή του, ένας τρόπος συμβίωσης των χωρικών, φιλικός με την φύση, οι αγρότες της Larzac τονίζουν, στην πραγματικότητα, την ρήξη μεταξύ της παραδοσιακής δραστηριότητας των αγροτών και του παγκόσμιου ελέγχου της γεωργικής παραγωγής από τις επιχειρήσεις της εκτεχνίκευσης της ζωής.
Είναι μια κρίση γενική και βαθιά της ανθρώπινης δραστηριότητας αυτή που αντιμετωπίζουμε σήμερα και στην οποία συμμετέχουν όλοι και όλα. Η εποχή δεν είναι πλέον αυτή που, επιστρέφοντας στο σπίτι, ο εργάτης του εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας περνούσε από το αγρόκτημα για να γεμίσει το μπουκάλι του γάλακτος αρμέγοντας μια αγελάδα, ούτε πλέον  αυτή όπου το μπουκάλι γάλακτος παραδίδεται κάθε πρωί στις πόρτες των HLM (σ.μ. κατοικίες ελεγχόμενου ενοικίου). Η παλιά οργανική σχέση μεταξύ της γεωργικής δραστηριότητας και αυτού που ήταν η εργατική τάξη είχε σπάσει οριστικά σε σημείο που πολλοί άνθρωποι αγνοούν ή έχουν ξεχάσει την "φυσική" προέλευση ενός κουτιού από γάλα και ενός τελάρου από ψάρια. Μακριά από μας εδώ, η ιδέα της εξύψωσης αυτού που θα μπορούσε να ήταν μια "πραγματική ζωή" σε μια εποχή που όλες οι δραστηριότητες δεν ήταν αυτονομημένες, καθώς αυτή η υποτιθέμενη «πραγματική ζωή» του παρελθόντος βασίζεται στην εκμετάλλευση των εργαζομένων και στην φτώχεια των αγροτών.
Τώρα που η παραγωγή δεν διέπεται πλέον από το παράδειγμα του παραγωγού και που το κεφάλαιο ενοποιεί την διαδικασία του, ενσωματώνοντας την παραγωγική σφαίρα και την παλαιά δραστηριότητα, την λεγόμενη μη-παραγωγική, γεωργική παραγωγή και διατροφική κατανάλωση έχουν γίνει αδιαχώριστα. Σταθερά εξαρτώμενος από τα υλικά - συμπεριλαμβανομένων, επομένως, των γενετικά τροποποιημένων – που του παρέχουν οι επιχειρήσεις, ο "αγρότης παραγωγός", ο οποίος ήταν κάποτε σε θέση να αντισταθεί στο κεφάλαιο, στο βαθμό που αυτό δεν μπόρεσε ποτέ να εξαλείψει την μικρή ιδιοκτησία, είναι σήμερα εξουδετερωμένος, μέσα στον ρόλο του ελεγχόμενου προϊόντος του. Οι παλιές αγροτικές γνώσεις έχουν τεθεί στο μουσείο, οι τεχνικές γνώσεις που απαιτούνται για τις τρέχουσες συνθήκες παραγωγής του διαφεύγουν πλέον κατ’ ουσία. Σε μεγάλο βαθμό στερημένος αυτής της αρχαίας γνώσης των «νόμων της φύσης», υπόκειται στις ιδιοτροπίες των διαδικασιών ασφαλείας που έχουν νομικό και εμπορικό χαρακτήρα  και ονομασίες όπως: αρχή της πρόληψης, ιχνηλασιμότητα του προϊόντος, πρότυπα διανομής.
Οι εκ των υστέρων έλεγχοι, που προορίζονται κυρίως στο να καθησυχάσουν τους καταναλωτές, υποτίθεται ότι ρυθμίζουν αυτά τα τρία συστατικά της σύγχρονης γεωργίας, που είναι οι βιοεπιστήμες, η παραγωγή και η διατροφή. Από αυτή την τριπλή ανάγκη προκύπτει  η κλιμάκωση  της «γαλλικής εξαίρεσης» ενάντια στο "πρόχειρο φαγητό", που, αν και ενώνεται περιστασιακά με τον "αγροτικό" θυμό, για την μεγάλη πλειοψηφία των ατόμων δεν έχει μια διάσταση λιγότερο καταναλωτική που την στερεί από την ανατρεπτική δύναμη που οι υποκινητές της επιθυμούν να λάβει.
Έτσι, η διαδικασία του παραγωγικού εξορθολογισμού στοχεύει ουσιαστικά να ελέγξει όλο το ζωντανό βασίλειο προσπαθώντας να προγραμματίσει την αναπαραγωγή της ζωής των ειδών (ΓΤΟ, γονιδιώματα, βιο-τεχνολογία). Περισσότερο από το κέρδος με τη στενή έννοια του όρου, δεδομένου ότι μπορεί επίσης να επιτευχθεί στον τομέα της γεωργίας, είναι μια αύξηση της εξουσίας που το σύστημα αναζητά σ’ αυτόν τον πλανητικό έλεγχο των ζωντανών. Όλα συμβαίνουν ως εάν πρόκειται να κατασκευάσουν την κοινωνική σχέση, όπως παράγονται τα αυτοκίνητα ή η επικοινωνία. Έτσι, για παράδειγμα, οι ΓΤΟ θα τους επέτρεπαν να ελέγξουν τον παγκόσμιο χώρο των τροφίμων, και ως εκ τούτου τους πληθυσμούς που θα "τρέφονται" τεχνητά, επιβάλλοντας μια μοναδική μορφή των εισροών και προμηθευτών ικανών να προσαρμοστούν σε οποιοδήποτε τύπο γεωργίας και μέγεθος εκμεταλλεύσεων. Ως εκ τούτου θα πρέπει να συνεχίσουν τη μετατροπή των σχέσεων παραγωγής στην παγκόσμια γεωργία, η οποία συνδυάζει πάντα, παρά τις προβλέψεις του μαρξισμού, μικρές ιδιοκτησίες, μεγάλες προ-καπιταλιστικές ιδιοκτησίες και μεγάλες καπιταλιστικές εκμεταλλεύσεις. Όλα μπορούν να συνυπάρξουν και το κεφάλαιο δείχνει για άλλη μια φορά ότι στην μεγάλη αστάθειά του επικουρείται από μια ικανότητα να μην επικεντρώνεται στην προτίμηση μιας απόλυτης μορφής, αλλά αντίθετα να τις συνδυάζει.
Απέναντι σ’ αυτή τη βιολογική δυναμική του κεφαλαίου, η πρόσφατη συγκέντρωση του Millau εξέφρασε τη δύναμη και τις αδυναμίες ενός μετώπου πολιτών. Δύναμη από μια επιθυμία για μια ανθρώπινη κοινότητα προερχόμενη από μια κοινωνία σχεδόν εξ ολοκλήρου κεφαλαιοποιημένη, αλλά αδυναμίες ή και μυστικοποιήσεις, των πολιτικών στόχων μιας συμμαχίας ενάντια στον «άγριο φιλελευθερισμό» που προσπαθεί μόνο να διαχειριστεί τον καπιταλισμό πιο «δημοκρατικά». Επειδή οι «αντιστάσεις των πολιτών» που συμβαίνουν εκεί, είναι ταυτόχρονα παράγοντες και αποτελέσματα από τη γενική κίνηση της κοινωνικοποίησης της οικονομίας και του κράτους. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη ορισμένες από τις διεκδικήσεις της αγροτικής Συνομοσπονδίας και του οικολογικού-δημοκρατικού κινήματος,  το κράτος μετέστρεψε την γαλλική  γεωργική πολιτική προς την κατεύθυνση μιας «γεωργίας εκλογικευμένης», εγκαταλείποντας εν μέρει τον παραγωγισμό και δίνοντας μια διακριτική υποστήριξη στα βιολογικά.
Διαχωρισμένο από κινήματα ταυτότητας και ιδιαιτεροτήτων, δύσπιστο απέναντι στις παλιές στρατηγικές της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού, αυτό το κίνημα εκδηλώνει μια θετική κριτική. Πιστεύει ότι οι εναλλακτικές λύσεις είναι δυνατές αυτή τη στιγμή, ότι μπορούμε να ζήσουμε, να εργαστούμε, να επικοινωνήσουμε και να δημιουργήσουμε με άλλο τρόπο, επιδιώκοντας να δημιουργήσει «διαμεσολαβήσεις» - ενώ αυτές δεν είναι παρά τα μέσα μαζικής ενημέρωσης - μέσω των δικτύων, της διαδραστικότητας και της έμπρακτης αλληλεγγύης. Ένα είδος οικουμενισμού των στόχων του, το οδηγεί σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής να αντικαταστήσει το κράτος, το οποίο παρόλο που έγινε ένα κράτος διαχειριστής, που επίσης "οργανώνεται σε δίκτυο", αφήνει σ’ αυτό που σύμφωνα με το ίδιο εξακολουθεί να είναι η κοινωνία των πολιτών, την φροντίδα των "τοπικών" ή "ευαίσθητων" παρεμβάσεων. Εξ ου και ο πολλαπλασιασμός των πρακτικών των ομάδων πίεσης, που εξυψώνουν τις υποκειμενικότητες σε εκμοντερνισμό και οδηγούν τους αγώνες σε νομικές διεξόδους, σε ένα διαρκή ορισμό νέων δικαιωμάτων που πρέπει να αναγνωριστούν (δικαίωμα σε μια υγιεινή διατροφή, τα δικαιώματα για πρόσβαση στο Internet , δικαιώματα των ζώων, των δέντρων, τα περιβαλλοντικά δικαιώματα, τα δικαιώματα για πολιτιστικές δραστηριότητες, κλπ.) .. Ξεχνούν ότι ο νόμος είναι μια κατηγορία του κράτους και ότι η κεφαλαιοποιημένη κοινωνία έχει περιορίσει τα διατροφικά καταφύγια ή τους θύλακες αντίστασης που ήταν αγροτικές ή ορεινές περιοχές και τις περιοχές για τους επαναστάτες και στασιαστές.
Τώρα σε όλα πρέπει να επιτεθούμε καθώς το κεφάλαιο επιτίθεται σε όλα.
Οι κλήσεις για τη δημιουργία μιας "νέας κοινωνίας των πολιτών" είναι γελοίες και πολύ απλά χειραγωγητικές όταν προέρχονται από πολιτικούς ή ομάδες πίεσης γύρω από το κράτος (ATTAC και οι Σοσιαλιστές βουλευτές του, Πράσινοι, κλπ). Δεν είμαστε πλέον στην ιστορική κατάσταση της διαμόρφωσης της σύγχρονης δημοκρατίας, στην διάρκεια της οποίας η κοινωνία των πολιτών αντιπροσώπευε την καθολικότητα της κυρίαρχης τάξης. Σήμερα δεν υπάρχει καμία «νέα κοινωνία των πολιτών» να ελπίζουμε να δούμε να εμφανίζεται, των «νέων κοινωνικών κινημάτων». Η μόνη κοινωνία των πολιτών στην ιστορία ήταν αυτή της αστικής τάξης και έχει εξαφανιστεί εντελώς.
Το να πούμε ότι «ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα" απλά δεν λαμβάνει υπ’ όψη τις αλλαγές στο καπιταλιστικό σύστημα. Το να πούμε ότι «ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα» εκφράζει ίσως ένα ενωτικό σύνθημα αλλά στο κάτω μέρος εισάγει την ψευδαίσθηση μιας δυνατής απόστασης μεταξύ του "κόσμου" και της οικονομίας, της πολιτικής. Αν, όπως πράγματι συμβαίνει, τουλάχιστον προς το παρόν, αυτή η δήλωση δεν κάνει να αναδυθεί η ουτοπική και πολιτική διάσταση, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε λανθασμένα μονοπάτια. Λανθασμένα μονοπάτια, άλλωστε, συμπληρωματικά, που είναι η επίκληση του κράτους από τη μία πλευρά, με την απαίτηση για τη ρύθμιση της αγοράς - ενώ είναι ακριβώς η ρύθμιση που δημιουργεί την αγορά - και από την άλλη πλευρά, η ιδέα ότι ο κόσμος είναι λάθος διαχειριζόμενος, το οποίο ανοίγει το πεδίο σε όλες τις απόψεις. Το να πούμε ότι «ο κόσμος δεν είναι εμπόρευμα" γίνεται επομένως μια έννοια αστήρικτη, γιατί αυτός ο κόσμος που επεκτείνει την καταστροφή, αλλά και τις επιτυχίες του, είναι επίσης αυτός που εμείς παράγουμε. Οι αγρότες του παραγωγισμού και της ρύπανσης δεν μπορούν να το κρύψουν περισσότερο από άλλους, μόνο και μόνο επειδή είναι «πιο κοντά στη φύση». Στην καλύτερη περίπτωση, οι αγρότες είναι απλά πιο κοντά στη συνειδητοποίηση του τι δεν πρέπει να κάνουμε. Το γεγονός ότι αυτή η συνείδηση ​​συναντά τις αντι-καπιταλιστικές θέσεις των κριτικών ατόμων – είτε είναι αγρότες είτε όχι- επιτρέπει σε κάποια σημεία, να συνδυαστούν δύο παραδόσεις της άμεσης δράσης, αυτή των αγροτών και αυτή των επαναστατών. Η παράκαμψη βρίσκεται, στην περίπτωση των διαγονιδιακών, αν μπορέσει να επιτεθεί και να ασκήσει κριτική στο γενικό επίπεδο της αναπαραγωγής της κοινωνίας και του είδους, δεν μπορεί όμως, δυστυχώς, να προσδιορίσει συγκεκριμένα τις προοπτικές σ’ ένα πλαίσιο που αστικοποιείται και εκτεχνικεύεται όλο και περισσότερο.
Απλά μπορούμε να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτα να περιμένουμε από μια "αγροτική καλλιέργεια", συμπεριλαμβανομένης της ριζοσπαστικής εκδοχής του «όλοι αγρότες», η οποία, αποκρύπτοντας τα επιτεύγματα της τεχνολογίας και της εξατομίκευσης παραιτείται για να ανακαλύψει τρόπους να παράγουμε, που οδηγούν έξω από τον κύκλο της γεωργίας που άρχισε στην Νεολιθική Εποχή. Γιατί αν δεν είχαμε πάντα μια εκμετάλλευση-καταστροφή της φύσης, στις ιστορικές κοινωνίες, αμετάβλητα, οι γεωργικές πρακτικές στόχευαν πιο πολύ στην κυριαρχία των φυτών και των ζώων από την αυξημένη συγκομιδή. Στη σύγχρονη εποχή, ο καπιταλισμός έχει κάνει την γεωργία να αποτελεί βασική συνιστώσα της διαδικασίας αξιοποίησης, και θα το πάει μέχρι να την μεταμορφώσει σ’ αυτό το περίφημο «διατροφικό όπλο» στην υπηρεσία της παγκόσμιας στρατηγικής της παραγωγής και αναπαραγωγής της εξουσίας.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

ΜΕΡΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ



Οκτώβριος 1993 , Jacques Wajnsztejn


Αυτό που προκάλεσε αυτές τις σημειώσεις είναι, παρά τα κάποια σημεία της συμφωνίας με το κείμενο του Charles Sfar, μια σαφής διαφορά προσέγγισης για την ιστορία των τάξεων και τους αντίστοιχους ρόλους τους στην ιστορία.
Αυτό μου φαίνεται να προκύπτει, τελικά, από την προηγούμενη ανάλυση είναι ότι η μόνη πραγματική τάξη ήταν η εργατική τάξη, ενώ πιστεύω ότι ήταν μάλλον η αστική τάξη.
Πώς εξηγήται αυτή η διαφορά οπτικής; Είναι επειδή για τον Ch. Sfar η εργατική τάξη είναι η δημιουργική τάξη της νεωτερικότητας λόγω της παραγωγικής της δραστηριότητας, της κεντρικής θέσης της στην παραγωγική διαδικασία, της ικανότητάς της να μεταμορφώσει τον κόσμο. Από την πλευρά μου, πιστεύω ότι η αστική τάξη είναι η μόνη τάξη που είχε ένα όραμα του κόσμου που της επέτρεψε να ξεκινήσει τη μετατροπή του. Η διαφορά αυτή θα μπορούσε να σημαίνει μια εντελώς παραδοσιακή αντιπαράθεση μεταξύ μιας υλιστικής ερμηνείας και μιας ιδεαλιστικής ερμηνείας. Αυτό θα ίσχυε αν οι δύο εν λόγω τάξεις είχαν καθεμιά αναπτύξει πορείες διαμετρικά αντίθετες. Αυτό δεν συνέβη. Και οι δύο τάξεις ήταν ένθετες μέσα σε μια κοινωνική σχέση, όπου η μια, η αστική τάξη ήταν ο σχεδιαστής του νέου κόσμου και η άλλη, η εργατική τάξη, κατασκευαστής του.
Η "διαμάχη" μπορεί να φαίνεται σχολαστική δεδομένου ότι, επιπλέον, συμφωνούμε ότι δεν υπάρχουν πλέον ιστορικές τάξεις σήμερα και ότι οι τρέχουσες συγκρούσεις δεν λαμβάνουν πλέον τη μορφή της παλιάς ταξικής πάλης. Πιστεύω, όμως, ότι το θέμα αυτό διατηρεί κάποια σημασία αν κάποιος προσπαθεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως προσπαθήσαμε να κάνουμε από κοινού στο άρθρο Νο 4.

1 - Στην αρχή του ορισμού των ταξεων: εργατικη τάξη και προλεταριάτο

Σημειώνονται πολλές προσεγγίσεις τον xix ο αιώνα. Ο Προυντόν από την συγκεκριμένη ανάλυση ενός κλάσματος της τάξης, υπό την επιρροή του κινήματος Canuts της Λυών. Αυτό το κίνημα θα του χρησιμεύσει ως πρότυπο για το όραμά του για μια μελλοντική κοινωνία των παραγωγών. Ο Μαρξ αντίθετα, παράγει μια αντίληψη της τάξης προσαρμοσμένη στο όραμά του, του κομμουνισμού.  Αναπτύσσει μια οπτική αρκετά ιδεαλιστική και περιοριστική μιας καθαρής τάξης που είναι επαναστατική ή δεν είναι. Είναι κατά κάποιο τρόπο η αποστολή της, που την κάνει να υπάρχει ακόμη και αν είναι αντικειμενικές συνθήκες, που την κάνουν φορέα αυτής της αποστολής. Θα εξηγήσει την ήττα του 1848 από την καθυστέρηση της κοινωνίας, από το γεγονός ότι η τάξη δεν είναι ακόμα αρκετά "καθαρή", επειδή εξακολουθεί να φέρει μέσα της τη σκιά της τάξης προέλευσης, της αγροτικής τάξης. Αλλά γι 'αυτόν, αυτή η τάξη δεν είναι πραγματικά μια, επειδή δεν έχει ενότητα, αποτελείται μόνο από πρόσωπα που προστέθηκαν, αλλά δεν συνδέονται μεταξύ τους.  Σ’ αυτό το μοντέλο του αγροτικού κατακερματισμού χτίσει την έννοια του λούμπεν προλεταριάτου. Το λούμπεν είναι η τάξη ή το τμήμα της τάξης που πέφτει στον κατακερματισμό, που χάνει τη συνείδηση ​​των συμφερόντων του και την ανάγκη για αλληλεγγύη.  Είναι η τάξη ή το τμήμα της τάξης που δεν ανταποκρίνονται στην ουσία τους!
Δεν είναι ίσως τυχαίο το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν έχει αναπτύξει πραγματικά μια θεωρία των τάξεων. Αυτό που φαίνεται να τον ενδιαφέρει στα γραπτά του για τις τάξεις στη Γαλλία, είναι οι αγώνες της τάξης και μετά το 1848, οι αγώνες μεταξύ των διαφόρων φατριών της αστικής τάξης ή μεταξύ αυτής και της αριστοκρατίας ή των γαιοκτημόνων. Είναι ίσως γι’ αυτό που θα του προκαλέσει "έκπληξη" η Κομμούνα.
Μπορούμε να καθορίσουμε τις τάξεις έξω από την κίνησή τους; Δε νομίζω. Ο Προυντόν προσπάθησε να ορίσει ένα στάδιο της διαδικασίας, εστιάζοντας σε ένα τμήμα της τάξης (στη φιγούρα του επιστάτη canut) που φαινόταν ιδανικό για να οικοδομήσει μια νέα κοινωνία, αλλά με αυτό παραμελούσε την ιστορική κίνηση και άλλα τμήματα της τάξης. Ο Μαρξ, από την πλευρά του, προέβλεψε την ιστορική κίνηση. Αλλά κρίνοντας όλους τους ταξικούς αγώνες από την άποψη του μέλλοντός τους στον καπιταλισμό που τελειώνει, συνάντησε, με άλλο τρόπο, τη στατική ανάλυση του Προυντόν. Μια τρίτη διαδρομή επίσης προέρχεται από μια Χεγκελιανή συγγένεια που υιοθετήθηκε μερικές φορές από τον Μαρξ και αναπτύχθηκε κυρίως από τον νεαρό Λούκατς στο Ιστορία και ταξική συνείδηση.  Αυτή κάνει μια διάκριση μεταξύ «τάξης καθεαυτής» και «τάξης διεαυτής». Η προοπτική αυτή έχει οδηγήσει διάφορα υπερ-αριστερά ρεύματα που αναπτύχθηκαν από τη δεκαετία του 20, να διαχωρίσουν εργατική τάξη (και ρεφορμισμό) και προλεταριάτο (και επανάσταση). Ήταν μια προσπάθεια να ξεπεράσουν ταυτόχρονα την αντίληψη της τάξης ως ουσία και της τάξης ως δεδομένο. Ωστόσο, αυτό το κίνημα πάσχει από το ότι δεν ήταν τελικά παρά ένα «κίνημα των ειδών» και δεν είχε ωριμάσει αρκετά στην ιστορική πράξη 1 .

2 - Σήμερα: νέα κοινωνικά κινήματα, νέες συγκρούσεις.

Δεν υπάρχουν πλέον τάξεις υπό την αυστηρή έννοια, δηλαδή τάξεις-ιστορικά υποκείμενα. Αν ο όρος μερικές φορές διατηρείται, είναι επειδή υποδηλώνει ιδεολογικά, σήμερα, μια επαναστατική τοποθέτηση («ταξική πάλη») ή επειδή λειτουργεί ως νύξη ή αναφορά στην καταγωγή ενός κινήματος για το οποίο δεν έχουμε πλέον παρά μια ανάμνηση (του εργατικού κινήματος) 2 .
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει πλέον κοινωνικό κίνημα, αλλά ότι αυτό παίρνει διαφορετικές μορφές και δεν εστιάζεται πλέον κυρίως στην παραγωγική εργασία 3 . Η συγγένεια με το παλιό εργατικό κίνημα έχει σπάσει.
Αν πάρουμε το παράδειγμα των αγώνων των δεκαετιών του '60 και στις αρχές της δεκαετίας του '70, συχνά πραγματοποιούνται από νέους και αντιστοιχούν περισσότερο σε μια μητροπολιτική (urbaine) επανάσταση απ’ ότι μια εργατική εξέγερση. Γι 'αυτό βρίσκουμε ίχνη σε διάφορες χώρες ακόμα και αν, στη Γαλλία και την Ιταλία, το κίνημα γίνεται πιο πολύπλοκο από τη σύμπτωση μεταξύ της μητροπολιτικής (urbaine) εξέγερσης  και των ριζοσπαστικών εργατικών αγώνων.  Αυτό θα συμβάλει επίσης στην παραποίηση λίγο της συνολικής κατανόησης και στο να καταστεί δύσκολο να γίνει αντιληπτό αυτό που προέκυψε από εκεί, π.χ. ο Μάης του 68 συχνά αναφέρεται ως η αφετηρία για την αναβίωση των προλεταριακών αγώνων ενώ ήταν το τέλος τους.
Η μαζική συμμετοχή των νέων, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων, στα κινήματα αυτά δεν μπορεί να εξηγηθεί κυρίως από την εγγενή ριζοσπαστισμό τους, αλλά από το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στις αξίες (αστικές ή εργατικές) των πρεσβυτέρων τους. Είχαν έτσι λιγότερη δυσκολία στη δημιουργία επαφών μεταξύ τους, ανεξάρτητα από την κοινωνική προέλευση τους, με βάση την απόρριψη και μια άμεση πρακτική αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης. Ο σύνδεσμος που μπόρεσε να εγκατασταθεί μεταξύ μαθητών, φοιτητών, νέων εργαζομένων (και αργότερα με ορισμένες πτυχές των φεμινιστικών και  εναλλακτικών κινημάτων) γίνεται σε ατομική βάση, ακόμη και αν αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια ενός συλλογικού αγώνα. Για το λόγο αυτό το ζήτημα της εκπροσώπησης, της αντιπροσώπευσης ήταν τόσο σημαντικό εκείνη την εποχή και η εικόνα της άμεσης δημοκρατίας γειτόνευε με την προτεραιότητα στις ενδο-ατομικές σχέσεις, στο «συναισθηματικό». Αυτό που ήταν στο παιχνίδι ήταν η κριτική κάθε κοινωνικής κυριαρχίας και όχι μόνο το τέλος της εκμετάλλευσης.  Ακριβέστερα, η τελευταία θεωρήθηκε ότι περιλαμβάνεται στην ολοκλήρωση της πρώτης. Η ταξική βάση είχε, δυνητικά, ξεπεραστεί ακόμη και αν οι απόηχοι της «Διεθνούς» ήταν ένα σημάδι ότι ο ομφάλιος λώρος με το εργατικό κίνημα δεν είχε τελείως κοπεί.
Η μετατόπιση σε σχέση με το παλιό εργατικό κίνημα εμφανίζεται στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του '70, με την μεγάλη διαδήλωση της Μπολόνια (1977) και την «κατάληψη» της πόλης, ενός προπύργιου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Τα «αυτόνομα κινήματα» και αυτά των "μητροπολιτικών ινδιάνων" είναι τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της μητροπολιτικής επανάστασης 4 .
Επίσης, οι νέοι τρόποι αγώνα στο χώρο της εργασίας (άρνηση να σεβαστούν το εργαλείο της δουλειάς, αγώνας ενάντια στους μικρο-ηγέτες, επιθυμία των εργαζόμενων για έξοδο από το εργοστάσιο για να εξαπλωθούν και να καταλάβουν ολόκληρη την πόλη) θα πλήξουν την ενότητα της παλιάς εργατικής κοινότητας. Αυτή η ενότητα βρισκόταν σε παρακμή σε ένα τόπο (και πήρε στον αγώνα τη μορφή της κατάληψης του εργοστασίου) όπου πολλοί νέοι εργαζόμενοι επιδιώκουν τώρα να φύγουν όσο το δυνατόν συντομότερα και στην άρνηση της αναγνώρισης της διαδικασίας διαφοροποίησης που εμφανίζεται μέσα στην τάξη με τη διατήρηση ως αρχή της αναφοράς στην εργατική κοινότητα και τις εργατικές αξίες. Οι νέες μορφές αγώνα θέτουν ακριβώς αυτές υπό αμφισβήτηση. Η διφορούμενη κατάσταση ελέγχου: τόσο αποτέλεσμα της εξέλιξης των εργαζομένων όσο και της πλαισίωσης στην πειθαρχική λειτουργία θα ξεσπάσει σε μεγάλες συγκρούσεις στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες αυτοκινήτου (η Fiat, Citroen και Talbot, στη Ford RFA ). Αυτό, συν την έλλειψη σεβασμού των νέων για τους «παλαιούς επαγγελματίες» και την εμπειρία τους, ήταν σαν ένα τείχος μεταξύ του οργισμένου (ras-le-bol) ανεξέλεγκτου τμήματος των εργαζομένων (ως επί το πλείστον νέοι και μετανάστες) και του "έντιμου " αγώνα των μεγαλύτερων.
Είναι ο εκσυγχρονισμός και η μαζική αύξηση των μισθωτών εργαζομένων 60/70 που κάνει παραδόξως να χαθούν οι κοινοτικές αναφορές και οι παραδοσιακές αξίες της εργατικής τάξης.
Χωρίς να επεκταθώ σ’ αυτό, πιστεύω ότι είναι σημαντικό να τονίσω ότι είναι ακριβώς, αντίθετα , αυτή η ύπαρξη μιας επίμονης εργατικής κοινότητας που έκανε την εργατική "τάξη" ταυτόχρονα, περισσότερο και λιγότερο, από μια τάξη. Η σύνδεση με την μη-εργατική καταγωγή της τάξης δεν θα σπάσει λόγω της ενσωμάτωσης των αξιών της παλιάς αγροτικής κοινότητας 5  και του χωριού στην εργατική κοινότητα, ένα είδος σύνθεσης μεταξύ των παλαιών μορφών συλλογικής κοινωνικής ζωής και της νέας αλληλεγγύης που γεννήθηκε από τη βιομηχανική επανάσταση και τους κοινωνικούς αγώνες.
Το πρόβλημα σήμερα είναι αυτό μιας νέας συνάθροισης ατομικών και συλλογικών πρακτικών, των δυνατοτήτων για την έκφραση μιας θετικής τάσης για την κοινότητα, για την ένωση. Είναι αυτή η κίνηση μόνο που θα μπορούσε να υπερβεί το παλαιό ταξικό κίνημα και τα όρια αυτού του τύπου της σύγκρουσης.
Αλλά επιστρέφουμε στην έννοια της τάξης και την τρέχουσα χρήση της. Για κάποιους, ο καπιταλισμός είναι ή παραμένει μια ταξική κοινωνία, όχι με την έννοια ότι θα υπάρχουν πάντα δύο ευρείες τάξεις σχηματισμένες και ανταγωνιστικές, αλλά στο βαθμό που η συγκεκριμένη δομή του σύγχρονου καπιταλισμού κάνει τις υλικές συνθήκες του καθενός, ιδίως των πιο υποβαθμισμένων, εξαρτώμενες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους κατόχους του πλούτου. Αλλά αυτό δεν συγχέει κοινωνία ανισοτήτων και ταξική κοινωνία; Δεν παραβλέπει τις σύγχρονες λειτουργίες του κράτους και την αδυναμία που υπάρχει να μειωθεί σε μια ταξική διάσταση, σε ένα κράτος της αστικής τάξης; Δεν ξεχνά τελικά, ότι οι πιο σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται σε μακροοικονομικό επίπεδο ή σε διεθνές πολιτικό επίπεδο και όχι στις επιχειρήσεις; Ότι η CNPF (Ένωση Εργοδοτών) δεν έχει περισσότερο βάρος από ό, τι η cgt (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) στις τρέχουσες διαπραγματεύσεις για την GATT  !
Από όλες αυτές τις προσεγγίσεις φαίνεται μια πλήρης απροσδιοριστία του τι κάνει μια τάξη, το περιεχόμενό της, το περίγραμμά της. Κάποιοι μπορούν χωρίς προβλήματα να περνούν από την έννοια του εργάτη σ’ αυτή του μισθωτού, από αυτή του μισθωτού σε εκείνη του εργαζόμενου (χωρίς να πουν ούτε μια λέξη για το ζήτημα της παραγωγικής εργασίας, απαραίτητης ωστόσο στη μαρξιστική ανάλυση των τάξεων και της εκμετάλλευσης). Άλλοι θα εξομοιώσουν εργάτες και υπαλλήλους στο προλεταριάτο, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι ένα μέρος της εργατικής τάξης είναι σχετικά προνομιούχο και θα του ζητήσουν να ενωθεί με τους αποκλεισμένους ή τους επισφαλείς, κλπ.. Από αυτό τον αποκλεισμό, μερικοί υποθέτουν ότι οι τάξεις δεν μπορεί μην υπάρχουν και ότι εκείνοι που μίλησαν για αστικοποίηση της εργατικής τάξης (Marcuse) πήραν την επιθυμία τους για την πραγματικότητα ή πέταξαν το μωρό μαζί με τα νερά του μπάνιου. Με απλά λόγια, αυτή η «τάξη» σε ανασχηματισμό δεν έχει βρει ακόμη την ταξική της συνείδηση ​​και τις πρακτικές, κατάλληλες για την νέα της κατάσταση.

3 - Ο ορισμός της αστικησ τάξης και γενικότερα της άρχουσας τάξης ήταν πάντα ένα πρόβλημα.

Οι ορισμοί της αστικής τάξης σημειώνονται ασάφειες τουλάχιστον τόσο μεγάλες όσο αυτές του προλεταριάτου. Κυρίαρχη τάξη, ιδιοκτήτρια τάξη, άρχουσα τάξη, αστική τάξη, καπιταλιστική τάξη έχουν συχνά χρησιμοποιηθεί εναλλακτικά. Βρίσκουμε αυτή την ασάφεια στον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ και στην συνέχεια οι μαρξιστές παρέμειναν στην διαισθητική ιδέα σύμφωνα με την οποία οι κοινωνικές δυνάμεις προβάλλουν την ταξική τους θέση στη συμπεριφορά τους. Έτσι και οι καπιταλιστές θα οριστούν ως "φορείς" ή "εκπρόσωποι" του κεφαλαίου. Στην προοπτική αυτή, το κέρδος είναι η «μηχανή» της συσσώρευσης και η τάξη φαίνεται να είναι μια απλή στήριξη ενός συστήματος που θα μπορούσε να κάνει χωρίς αυτό ή να το αλλάξει. Αλλά, διαφορετικά, το κέρδος είναι, επίσης, αντιληπτό ως το πρωταρχικό κίνητρο ή σκοπός του κάθε καπιταλιστή και η αναζήτησή του καθορίζει επομένως μια συμπεριφορά και μια συνείδηση για αυτή την τάξη.
Από το Νο 2 του Temps critiques, προσπαθήσαμε να δείξουμε με διαφορετικές προσεγγίσεις (Ch. ; J. W), ότι δεν κάνουμε τον σχεδιασμό μας, του σύγχρονου καπιταλισμού μειωμένου στην φιγούρα (!) ενός κεφαλαίου ανθρωπόμορφου και παντοδύναμου.  Μετά από αυτό προσπαθήσαμε να θέσουμε μια σειρά από ορόσημα που όλα συνέκλιναν στην αποκάλυψη των συγκεκριμένων και προσωποποιημένων σχέσεων της κυριαρχίας και της αναπαραγωγής του συστήματος. Πράγματι, αν υπάρχουν αντικειμενικές δυνάμεις (η τεράστια συσσώρευση του παγίου κεφαλαίου, η ανάπτυξη του ρόλου της επιστήμης και της τεχνολογίας, μια εκτεταμένη γραφειοκρατική οργάνωση που συνδέεται με μια συνεχή επέκταση της αστικοποίησης), αυτές οι αντικειμενικές δυνάμεις δεν είναι υποκατάστατα των πρώην κυρίαρχων ομάδων ή τάξεων. Ισχύς και εξουσία δεν είναι κατά κύριο λόγο το προϊόν της ιεραρχικής διάρθρωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, είναι επίσης το προϊόν μιας νέας προσωποποίησης της κυριαρχίας. Η τεχνική δόμηση της κοινωνίας μας, επέτρεψε την εκκόλαψη μιας γενικής κοινωνικής δύναμης, έως τότε άγνωστης, που θα ενσωματωθεί στα άτομα ή στις διάφορες ομάδες. Κατά κάποιο τρόπο σαν επιστημονική φαντασία, αυτή η δύναμη επιτρέπει ένα παιχνίδι σε πλανητικό επίπεδο που στη συνέχεια θα εξορθολογιστεί και θα προγραμματιστεί στο πλαίσιο μιας στρατηγικής της κυριαρχίας κατ 'επέκταση στον πραγματικό κόσμο για τον οποίο, αρχικά, δεν ήταν παρά ένα μπαλόνι ανεμοδείκτης (ballon d'essai).
Αλλά το ότι υπάρχει ισχύς και εξουσία δεν σημαίνει κατ 'ανάγκη ότι υπάρχουν κυρίαρχες ομάδες δομημένες σε τάξη γιατί η κοινωνική τους βάση είναι πάρα πολύ μικρή και τα συμφέροντά τους ανεπαρκώς καθορισμένα και ρευστά και τελικά, τους λείπει μια κοσμοθεωρία και ένα σύστημα αξιών που θα μπορούσε να αποτελέσει κοινή αναφορά, να γίνει καθολική όπως κατάφεραν να γίνουν οι αξίες της αστικής τάξης.
Η κατοχή της εξουσίας και της Αρχής  από αυτούς δεν συνιστά από μόνη της μια κυρίαρχη τάξη. Γι 'αυτό ούτε η παλιά σοβιετική γραφειοκρατία ούτε η σύγχρονη γραφειοκρατία, με την έννοια που ορίζεται από τον Max Weber δεν μπορεί να θεωρηθεί νέα άρχουσα τάξη. Είναι στην υπηρεσία του κράτους ή των μεγάλων επιχειρήσεων και δεν υπάρχει συγκεκριμένη ιδεολογία που διέπει αυτή την υποταγή (εκτός από την ιδέα της «υπηρεσίας», αλλά είναι αυτή μια ιδεολογία;). Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να μην είναι στην υπηρεσία άλλων ομάδων ή τάξεων επειδή εξυπηρετούν τις μεγάλες διοικήσεις, δημόσιες ή ιδιωτικές 6 .

4 - Τα θεωρητικά σφάλματα:

α) αύξηση της προλεταριοποίησης.

Αυτή η θέση  λαμβάνεται από όλες τις τάσεις της άκρας αριστεράς (και ως εκ τούτου από μας!). Ωστόσο αυτή σκοντάφτει τουλάχιστον σε δύο σημεία: η έμμεση αναφορά στη θεωρία της φτωχοποίησης του Μαρξ, ενώ αυτό δεν είναι πραγματικά ό, τι καλύτερο έγραψε (κυρίως αν διαβαστεί εκ των υστέρων), μια σύγχυση μεταξύ των εννοιών της προλεταριοποίησης και της επέκτασης της μισθωτής εργασίας.  Αυτό που εμείς θεωρούμε εκτεταμένη και απόλυτη προλεταριοποίηση αφορούσε μόνο τμήμα του πληθυσμού στις βιομηχανοποιούμενες χώρες (το τελικό αποτέλεσμα της εγκατάλειψης της υπαίθρου και της αύξησης της μετανάστευσης) 7 - ήταν μόνο ένα στοιχείο ενός ευρύτερου κινήματος για την επέκταση της μισθωτής εργασίας για το σύνολο του πληθυσμού (αύξηση της γυναικείας εργασίας, μαζική άφιξη στην αγορά της ταξικής εργασίας της εποχής του «baby boom» (σ.μ. έκρηξη των γεννήσεων)).
Με την κατάρρευση του φορντικού μοντέλου της εργασίας είναι η γραμμικότητα και η εξέλιξη αυτής της κίνησης της αύξησης της μισθωτής εργασίας που έχουν τεθεί υπό αμφισβήτηση. Δεδομένου ότι υπάρχει μια επέκταση των επισφαλών μορφών εργασίας, με την υποστήριξη της ανάπτυξης των νέων "επιχειρήσεων" ("local service"), οι οποίες ενσωματώνονται στην μισθωτή εργασία. Η επέκταση αυτών των άτυπων μορφών εργασίας όπως και της ανεργίας, επανέφερε μια κατάσταση που φαινόταν να είχε ξεπεραστεί στον φορντισμό: την συνύπαρξη ακριβώς μεταξύ της επαγγελματικής κατάστασης και της κοινωνικής κατάστασης των ατόμων. Ωστόσο, είναι αυτή η κατάσταση που υπήρξε η αιτία του σχηματισμού του προλεταριάτου ως μια κοινωνική δύναμη.  Συνεπώς, είναι κατανοητό ότι μπορεί να υπάρξει επανεμφάνιση της έννοιας της τάξης σήμερα, ως εάν η ιστορία θα μπορούσε να γραφτεί για δεύτερη φορά και πάνω σε αυτή τη βάση, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι διαφορετικό και ελπιδοφόρο. Γι’ αυτό το λόγο κάποιοι εύχονται η φτώχεια να επεκταθεί περαιτέρω, δεν υπάρχει παρά ένα βήμα που θα ήταν ωστόσο παράλογο να το διασχίσουν.

β) Η εργατική τάξη ως ένας μύθος.

Εάν είναι απαραίτητο να γίνει κριτική σε μια μυθική αντίληψη της εργατικής τάξης και της «αποστολής» της (τον "επαναστατικό μεσσιανισμό"), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι αυτός ο μύθος έχει τις ρίζες του στην πραγματικότητα ότι υπήρξε μια υλική δύναμη. Η εργατική τάξη έχει επίσης υπάρξει ως ένας μύθος. Γι 'αυτό και θεωρήθηκε ως ένα μπλοκ που, πέρα ​​από τη μεγάλη σειρά από ήττες που διακόπτονται με ορισμένες νίκες, ξαναγεννιέται, ανασυντίθεται συνεχώς, ως εαν να μπορούσε να διασχίσει την ιστορία, χωρίς να μετασχηματιστεί.
Λίγοι άνθρωποι προσπάθησαν να αναλύσουν τις διαφορές της κατάστασης ή του συμφέροντος στην πράξη8 , τις μετατροπές των σχέσεων ανάμεσα στην τάξη και την κοινωνία, την τάξη και το κράτος.
Το ότι θα πρέπει να ασκήσουμε κριτική στο μύθο μιας τάξης που φέρει όλες τις ελπίδες της ανθρωπότητας, μιας τάξης που θα ήταν η τελευταία τάξη και πρέπει ακόμη και να αρνηθεί τον εαυτό της για να εκπληρώσει την αποστολή της οικοδόμησης μιας αταξικής κοινωνίας, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά δεν αξίζει να αντικαθιστά κανείς το κίνημα από την πραγματικότητα ... αν αυτή η πραγματικότητα είναι αυτή των επαγγελματικών κατηγοριών της INSEE  ή αυτή μιας δεσμευμένης κοινωνιολογίας που αθροίζει τα διάφορα τμήματα και μικροκατηγορίες μειονεκτούντων: τους εργάτες, την πλειοψηφία των γυναικών, τους μετανάστες, σχεδόν το σύνολο των ανέργων, των "νεόφτωχων", κλπ.. Η βούληση να ενοποιήσουμε όλους αυτούς είναι επανάληψη των ίδιων θεωρητικών και τακτικών λαθών των αριστερών της δεκαετίας του '70. Τα συνθήματα της εποχής ("όλοι ενωμένοι" ή "γάλλοι-μετανάστες εργάτες ίδια μάχη ...") ήταν η αντικειμενική αποσύνθεση της τάξης, η απατηλή πιθανότητα μιας υποκειμενικής ανοικοδόμησης.
Ένα "προλεταριάτο" πολύμορφο, κατακερματισμένο, διαφοροποιημένο στο άπειρο, είναι ακριβώς το αντίθετο μιας κοινωνικής τάξης, είναι περίπου αυτό που ο Μαρξ όρισε ως λούμπεν προλεταριάτο , δηλαδή, το προλεταριάτο υποχώρησε στην εξατομίκευση, το προλεταριάτο νικήθηκε. Ο εθνικισμός, ο ρατσισμός, αλλά και η επιστροφή της θρησκείας και της κοινωνικής εγκληματικότητας είναι οι διάφοροι δηλητηριώδεις καρποί αυτής της αποσύνθεσης και της ήττας. Ποια η θεωρητική λύση;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να βρίσκεται σε μια ανανέωση της θεωρίας των τάξεων όπως η θέση που έχει λάβει ο  Α. Bihr για παράδειγμα, με τον διαχωρισμό μεταξύ κυρίαρχης τάξης (αστική τάξη), τάξης των αποφάσεων ή της διαχείρισης (η τάξη της καπιταλιστικής πλαισίωσης) και τάξης της ριζικής διαμαρτυρίας (το προλεταριάτο).  Στον προβληματισμό γίνεται σαφές ότι η πρώτη και η τρίτη στερείται συνοχής, όσον αφορά τη δεύτερη, είναι ταυτόχρονα εκτεταμένη και αόριστη στο περίγραμμα και στους στόχους της.
Δεν μου φαίνεται σωστότερο να αρνηθούμε τις διαφορές και τις ανισότητες των κοινωνιών μας, προβάλλοντας μια ενιαία κατηγορία των εργαζομένων εκμεταλλευόμενη από μια χούφτα καπιταλιστές ή το κρύο τέρας του κεφαλαίου.
Πιστεύω ότι θα πρέπει να εστιάσουμε την ανάλυση, όχι στο σύνολο των εργαζομένων, αλλά στην μισθωτή σχέση ως μια κοινωνική σχέση κυριαρχίας, ενώ στην παραδοσιακή ανάλυση των τάξεων η μισθωτή σχέση δεν θεωρείται συνήθως παρά ως μια προϋπόθεση της σχέσης εκμετάλλευσης, η οποία πρέπει σταδιακά να επεκταθεί σε όλους. Η ανάλυση επικεντρώνεται τότε στην εργασία και την εκμετάλλευση, το κεφάλαιο, αλλά όχι στην μισθωτή σχέση ως ένα σύστημα.

γ) Το προλεταριάτο σχεδιασμένο στο πρότυπο της αστικής τάξης.

Αυτό που έχει επιτύχει η αστική τάξη, δηλαδή να πάρει την εξουσία με την ανατροπή του παλιού συστήματος, προβάλλεται και για το προλεταριάτο, ενώ η συγκρότηση του τελευταίου δεν αντιστοιχεί στο αστικό μοντέλο. Η αστική τάξη ήταν η μόνη πραγματική τάξη με την πλήρη και αυστηρή έννοια του όρου γιατί ήταν η μόνη που καταρτίζει η ίδια και η ταξική ​​της συνείδηση το όραμά μετασχηματισμού του κόσμου. Για τα συμφέροντά της και το σχέδιό της ήταν σε θέση να πετάξει τις άγκυρες με το παρελθόν της, να προχωρήσει μπροστά, να προσαρμόζεται συνεχώς. Σε τέτοιο βαθμό ώστε όταν ο καπιταλισμός δεν την είχε πλέον πραγματικά ανάγκη, εξαφανίζεται, την ιστορική της αποστολή (γιγαντιαία συσσώρευση του παγίου κεφαλαίου, κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα) ολοκληρώθηκε.
Αντίθετα, η εργατική τάξη είναι μια τάξη λιγότερο "καθαρή" επειδή συνεχώς τρέφεται από τις επιρροές των άλλων μεγάλων τάξεων. Από την αγροτιά αντλεί τις κοινοτικές τάσεις που θα λάβουν, στο εργοστάσιο, τη μορφή της οργάνωσης και της συλλογικής πάλης και έξω από το εργοστάσιο, τις διάφορες μορφές της λαϊκής ζωής. Από την αγροτιά, αντλεί επίσης την αγάπη της καλοφτιαγμένης εργασίας και μια κάποια ηθικολογία και παραδοσιακότητα στη σφαίρα των ιδεών, αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι μόνο μια ανάμνηση από την κοινωνική προέλευση, αλλά μια πραγματικότητα που συντελείται από το μόνιμο πέρασμα, μακροπρόθεσμα, των μελών της αγροτιάς προς την κατάσταση του εργάτη.
Από την αστική τάξη αντλεί το οικογενειακό μοντέλο (την γαμήλια οικογένεια) και ένα αστικό χώρο, συστατικό μιας συγκεκριμένης κοινωνικότητας, σε αντίθεση με τους αγροτικούς τρόπους ζωής. Αντλεί επίσης το σεβασμό της για την εργασία ως αξία και γι’ αυτό το λόγο ως τάξη δεν είχε παρά μόνο σπάνια αμφισβητήσει το περιεχόμενό της. Από την κατασκευή βομβών έως αυτή των gadgets, από την ενδυμασία έως τα αυτοκίνητα, όλα της φαίνονται ισοδύναμα όπως όλοι οι τρόποι για την επίτευξη κέρδους φαίνονται ισοδύναμοι για την καπιταλιστική τάξη και τους κληρονόμους της.
Υπάρχει εκεί ένα χάσμα μεταξύ της δραστηριότητας και της συνείδησης ​​του προλεταριάτου. Η ταξική του συνείδηση ​​ οριοθετείται από την κυριαρχούμενη θέση που κατέχει, όχι μόνο σε πολιτικό επίπεδο (το ίδιο ίσχυε και για την αστική τάξη στην αρχή), αλλά κυρίως σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο αυξανόμενος ρόλος των διανοουμένων σε όλη την ιστορία του προλεταριάτου, ήταν να καλύψει αυτό το κενό με ένα λόγο υλιστικό και εξορθολογιστικό (διαλεκτική ανάλυση των αντιφάσεων προστίθεται σε όλες τις σάλτσες, της «αίσθησης της ιστορίας») και ένα μεσσιανικό λόγο.
Επομένως, ήταν απατηλή η σύλληψη του προλεταριάτου ως το δυνητικό ή ήδη ενεργό αρνητικό του καπιταλιστικού συστήματος. Η λυτρωτική «αποστολή» του δεν θα μπορούσε να επιτύχει από τις αυστηρά δικές του βάσεις. Οι ρίζες του έχουν πλέον χάσει σίγουρα το βάρος τους, αλλά το αποτέλεσμα δεν είναι το αναμενόμενο μιας μεγαλύτερης αυτονομίας, αλλά η βύθιση στην κοινωνία της μισθωτής σχέσης.  Πιστεύοντας το αντίθετο σήμερα, σημαίνει να μετατρέψουμε την ψευδαίσθηση σε λάθος.